Δημοκρατία της Αυστρίας Republik Österreich | ||||||
| ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
| ||||||
Ύμνος Deutschösterreich, du herrliches Land "Γερμανική Αυστρία, εσύ όμορφη χώρα" | ||||||
Πρωτεύουσα | Βιέννη | |||||
Γλώσσες | Γερμανικά | |||||
Θρησκεία | Ρωμαιοκαθολικισμός | |||||
Πολίτευμα | Δημοκρατία | |||||
Πρόεδρος | ||||||
- | 1919-1920 | Καρλ Ζάιτς | ||||
- | 1920-1928 | Μίχαελ Χάινις | ||||
- | 1928-1934 | Βίλχελμ Μίκλας | ||||
Πρωθυπουργός | ||||||
- | 1919-1920 (πρώτος) | Καρλ Ρένερ | ||||
- | 1932-1934 (τελευταίος) | Ένγκελμπερτ Ντόλφους | ||||
Ιστορία | ||||||
- | Ίδρυση | 21 Οκτωβρίου 1919 | ||||
- | Κατάλυση | 1 Μαΐου 1934 | ||||
Νόμισμα | Αυστριακή κορώνα (1919–1924) Αυστριακό σελίνι (1924–1938) |
Η Δημοκρατία της Αυστρίας (γερμανικά: Republik Österreich), στην ιστοριογραφία Πρώτη Αυστριακή Δημοκρατία (Erste Republik), ήταν ένα κράτος που υπήρχε την περίοδο μεταξύ της υπογραφής της Συνθήκης του Αγίου Γερμανού, το Σεπτέμβριο του 1919, και της ίδρυσης του Ομοσπονδιακού Κράτους της Αυστρίας, το 1934.[1][2][3] Η περίοδος αυτή σημαδεύτηκε από τις βίαιες συγκρούσεις των αριστερών και των δεξιών παρατάξεων και οδήγησε στην Ιουλιανή Εξέγερση του 1927 και στον Αυστριακό Εμφύλιο Πόλεμο.[4]
Το 1919 το κράτος της Γερμανικής Αυστρίας διαλύθηκε με τη Συνθήκη Αγίου Γερμανού, η οποία παραχωρούσε τις γερμανόφωνες περιοχές της Σουδητίας στην Τσεχοσλοβακία, του γερμανόφωνου Τυρόλο στην Ιταλία και ένα σημαντικό τμήμα στο Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων.[5] Η συνθήκη εξόργισε τον γερμανικό πληθυσμό στην Αυστρία, που θεώρησε ότι παραβιάζονται οι αρχές της αυτοδιάθεσης των λαών.[6][7][8] Πολλοί θεώρησαν ότι με την απώλεια του 60% περίπου του προπολεμικού εδάφους της αυτοκρατορίας, η Αυστρία δεν θα ήταν πλέον βιώσιμο κράτος.[9]
Το νέο κράτος κατάφερε να αποτρέψει δύο εδαφικές διεκδικήσεις προς την πλευρά των γειτόνων του.[10] Η πρώτη ήταν το νοτιοανατολικό τμήμα της Καρινθίας, η οποία κατοικούνταν από Σλοβένους.[11][12] Η δεύτερη διεκδίκηση που αποτράπηκε ήταν το αίτημα της Ουγγαρίας για το Μπούργκενλαντ, που με την επωνυμία «Δυτική Ουγγαρία», αποτελούσε μέρος του ουγγρικού βασιλείου από το 1647.[13][14]
Μετά τον πόλεμο η Αυστρία κυβερνήθηκε από ένα συνασπισμό αριστερών και δεξιών κομμάτων, που καθιέρωσαν μια σειρά προοδευτικών κοινωνικοοικονομικών και εργατικών νομοθετημάτων. Το 1920 η κυβέρνηση συνασπισμού έθεσε σε ισχύ το Σύνταγμα της Αυστρίας.[15][16] Ωστόσο, το νέο κράτος ήταν δύσκολο να κυβερνηθεί, καθώς οι σημαντικότερες οικονομικές περιφέρειες της πρώην αυτοκρατορίας είχαν αφαιρεθεί με την ίδρυση νέων εθνών-κρατών. Το θέμα αυτό περιπλεκόταν ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι μια σειρά από αυτά τα νέα έθνη-κράτη εξακολουθούσαν να εξαρτώνται από τις τράπεζες της Βιέννης.
Μετά το 1920 η πολιτική της Αυστρίας κυριαρχήθηκε από το Χριστιανοσοσιαλιστικό Κόμμα, που διατήρησε στενούς δεσμούς με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.[17] Πρώτος καγκελάριος από αυτό το κόμμα, ο Ίγκναζ Σέιπελ, προσπάθησε να σφυρηλατήσει μια πολιτική συμμαχία μεταξύ των πλούσιων βιομηχάνων και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.[18] Παρά το γεγονός ότι το έθνος είχε ένα σταθερό πολιτικό κόμμα στην εξουσία, η πολιτική κατάσταση ήταν εκρηκτική και βίαιη, τόσο με τις αριστερές, όσο και με τις δεξιές παρατάξεις, ενώ παραστρατιωτικές δυνάμεις συγκρούονταν μεταξύ τους. Το 1927, οι υποστηρικτές της αριστεράς πραγματοποίησαν μια μαζική διαδήλωση κατά της αθώωσης των παραστρατιωτικών ακροδεξιών, οι οποίοι κρίθηκαν ένοχοι για τη δολοφονία ενός άνδρα και ενός παιδιού.[19][20][21] Η τεράστια διαδήλωση, γνωστή και ως Ιουλιανή Εξέγερση του 1927, κατεστάλη βίαια από την αστυνομία, που σκότωσε έναν σημαντικό αριθμό διαδηλωτών.[22]
Ο καγκελάριος Ένγκελμπερτ Ντόλφους του Χριστιανοσοσιαλιστικού Κόμματος, ανέλαβε την εξουσία στην Αυστρία το 1932 και αμέσως κατεύθυνε τη χώρα προς την κατεύθυνση της δικτατορίας, της συγκεντροποίησης και του φασισμού.[23] Το 1933 ο Ντόλφους κατήργησε το εθνικό συμβούλιο και δήλωσε ότι το κοινοβούλιο έπαυε να λειτουργεί.[24][25]
Η κυβέρνηση βρισκόταν σε ανταγωνισμό με το αναπτυσσόμενο ανοδικά Αυστριακό Ναζιστικό Κόμμα, το οποίο ήθελε η Αυστρία να ενωθεί με τη Γερμανία.[26][27] Ο Αυστροφασισμός του Ντόλφους προσπάθησε να δέσει τη χώρα με το Ρωμαιοκαθολικισμό και να δείξει στους πολίτες ότι η Αυστρία δεν είχε λόγο ένωσης με την προτεσταντική Γερμανία.[28] Οι βίαιες συγκρούσες κλιμακώθηκαν σε εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των Ναζιστών, των Σοσιαλιστών και των Αυστροφασιστών.[29][30][31]
Την 1η Μαΐου 1934 ο Ντόλφους δημιούργησε ένα μονοκομματικό κράτος, μέσω της πολιτικής οργάνωσης «Μέτωπο Πατρικής Γης» και με την ανακήρυξη της αυταρχικού «Συντάγματος του Μαΐου». Ο φεντεραλισμός και οι εξουσίες του ομοσπονδιακού συμβουλίου περιορίστηκαν, ενώ οι εκλογές για το εθνικό συμβούλιο καταργήθηκαν.[32] Στην πράξη, το σύνολο της νομοθετικής εξουσίας ασκούνταν από τον ομοσπονδιακό καγκελάριο και τον πρόεδρο. Το κράτος ανέλαβε τον πλήρη έλεγχο των σχέσεων μεταξύ των εργοδοτών και των εργαζομένων και ξεκίνησε εκστρατεία για την πάταξη της φιλοναζιστής και φιλογερμανικής παράταξης.[33] Ως απάντηση, οι ναζιστές δολοφόνησαν τον Ντόλφους στις 25 Ιουλίου 1934.[34] Ο διάδοχος του Ντόλφους, Κουρτ φον Σούσνιγκ, διατήρησε τα μέτρα εναντίον των ναζιστών, αλλά απαγόρευσε, επίσης, και την εθνικιστική παραστρατιωτική δύναμη της Αυστρίας, της Χάιμβερ, το 1936.