Σαλβατόρ Ρόζα | |
---|---|
Αυτοπροσωπογραφία, περ. 1640 | |
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 20 Ιουνίου 1615[1][2][3] Νάπολη[4][5] |
Θάνατος | 15 Μαρτίου 1673[6][1][7] Ρώμη[8][5] |
Τόπος ταφής | Salvator Rosa's grave και Σάντα Μαρία ντέλι Άντζελι ε ντεϊ Μάρτιρι |
Χώρα πολιτογράφησης | Ιταλία[9] |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ιταλικά[10][11] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ζωγράφος[5][12][13] ποιητής[12] ηθοποιός θεάτρου χαράκτης[5][13][12] μουσικός[14] σκιτσογράφος[13] συγγραφέας[15] εικαστικός καλλιτέχνης[16][17] |
Αξιοσημείωτο έργο | Jason Charming the Dragon Heroic Battle Saul and the Witch of Endor |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Lucrezia Paolini (από 1673) |
Σύντροφος | Lucrezia Paolini (από 1640) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Σαλβατόρ Ρόζα (ιταλικά: Salvator Rosa), 1615-1673, ήταν Ιταλός χαράκτης, ζωγράφος, σατιρικός ποιητής, ηθοποιός και μουσικός της περιόδου του μπαρόκ.
Υπήρξε ένας από τους πιο αντισυμβατικούς καλλιτέχνες της Ιταλίας του 17ου αιώνα και υιοθετήθηκε ως ήρωας από τους ζωγράφους του ρομαντικού κινήματος στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Ήταν κυρίως τοπιογράφος, αλλά το εύρος της θεματολογίας του ήταν ασυνήθιστα ευρύ και περιλάμβανε πορτρέτα, θαλασσογραφίες και αλληγορίες. Απεικόνισε επίσης σκηνές μαγείας, επηρεασμένες από τους ζωγράφους του βορρά.[18]
Σήμερα, είναι περισσότερο γνωστός ως ζωγράφος, οι πίνακές του που απεικονίζουν άγρια και ορεινά τοπία συγκαταλέγονται στα πιο δημοφιλή και επιδραστικά έργα του, τα οποία έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τα ήρεμα τοπία του συγχρόνου του Κλωντ Λορραίν. Ως ποιητής, είναι ένας από τους σημαντικότερους Ιταλούς σατιρικούς της εποχής του.
Στην αυτοπροσωπογραφία του στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου εμφανίζεται το ρητό «aut tace aut loquere meliora silentio» («Ή να σιωπάς ή να λες καλύτερα πράγματα από τη σιωπή»).
Ο Σαλβατόρ Ρόζα γεννήθηκε στις 22 Ιουλίου 1615 στη Νάπολη και ήταν γιος τοπογράφου. Σε αντίθεση με τις κλίσεις του, αρχικά προοριζόταν για κληρικός. Έτσι, τον έστειλαν σε ιερατική σχολή, από την οποία όμως σύντομα αποβλήθηκε, καθώς δεν έδειξε ιδιαίτερη κλίση στη μελέτη της μοναστικής φιλοσοφίας. Στη συνέχεια στράφηκε στη μελέτη της κλασικής λογοτεχνίας, της ποίησης και της μουσικής και το 1631/32 μαθήτευσε κοντά στον ζωγράφο Χοσέ ντε Ριμπέρα. Κύρια επιρροή στο πρώιμο έργο του ήταν ο Ριμπέρα και ο Ανιέλο Φαλκόνε, ένας ζωγράφος περισσότερο γνωστός για τις σκηνές μαχών. Την άνοιξη του 1633, ταξίδεψε για ένα σύντομο ταξίδι μελέτης στην Απουλία και την Καλαβρία για να «εξερευνήσει και να απεικονίσει τη φύση». Στο Αμπρούτσο δέχθηκε επίθεση από ληστές και οι φήμες λένε ότι συμμετείχε ακόμη και σε επιδρομές για κάποιο διάστημα ή τουλάχιστον έζησε μαζί τους.[19]
Αργότερα επέστρεψε στη Νάπολη, αλλά δεν βρήκε ούτε δουλειά ούτε τακτικούς αγοραστές των έργων του. Έκανε πολλές διαφορετικές δουλειές για να κερδίσει τα προς το ζην, αλλά συγχρόνως συνέχισε να δημιουργεί πίνακες και με τον καιρό το έργο του αναγνωρίσθηκε.
Μετά από επισκέψεις στη Ρώμη στα τέλη της δεκαετίας του 1630, που μάλλον συνδέονται με το σκάνδαλο που προκάλεσε σατιρίζοντας απερίσκεπτα δημόσια τον διάσημο γλύπτη Τζαν Λορέντσο Μπερνίνι, ο Ρόζα εργάστηκε στη Φλωρεντία και στην περιοχή της (1640-9), πριν επιστρέψει στη Ρώμη, όπου έζησε μέχρι τον θάνατό του στις 15 Μαρτίου 1673.[20]
Το 1640, ο Ρόζα συνάντησε στη Φλωρεντία τη Λουκρητία Παολίνι (περ. 1620-1696), μια παντρεμένη γυναίκα, της οποίας ο σύζυγος είχε φύγει από την πόλη και την εγκατέλειψε αμέσως μετά τον γάμο τους, για να μην επιστρέψει ποτέ. Εργαζόταν ως μοντέλο για τον Ρόζα κατά καιρούς, και πιθανότατα ήταν το μοντέλο για την Αλληγορία της Ποίησης (περ. 1641). Σύντομα συνδέθηκαν και υπήρξαν αφοσιωμένοι δια βίου σύντροφοι, απέκτησαν πέντε παιδιά. Ο γάμος τους έγινε το 1673, λίγες μέρες πριν τον θάνατο του καλλιτέχνη.[21]
Ο Σαλβατόρ Ρόζα είναι περισσότερο γνωστός σήμερα ως Ιταλός ζωγράφος του μπαρόκ, του οποίου τα ρομαντικά και μεγαλειώδη τοπία, οι θαλασσογραφίες και οι ιστορικοί πίνακες άσκησαν σημαντική επιρροή από τον 17ο αιώνα έως τις αρχές του 19ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια της ζωής του συγκαταλέγονταν μεταξύ των πιο διάσημων ζωγράφων, γνωστός για την επιδεικτική προσωπικότητά του, και θεωρούνταν καταξιωμένος ποιητής, σατιρικός, ηθοποιός, μουσικός και χαράκτης. Δραστηριοποιήθηκε στη Νάπολη, τη Ρώμη και τη Φλωρεντία, καθώς μερικές φορές αναγκαζόταν να μετακινείται μεταξύ πόλεων, επειδή η καυστική του σάτιρα του δημιουργούσε εχθρούς στους καλλιτεχνικούς και πνευματικούς κύκλους της εποχής.
Ως ζωγράφος ιστορικών έργων, επέλεγε συχνά σκοτεινά και εσωτερικά θέματα από τη Βίβλο, τη μυθολογία και τη ζωή των φιλοσόφων, που σπάνια απασχολούσαν άλλους καλλιτέχνες. Παρήγαγε επίσης σκηνές μάχης, αλληγορίες, σκηνές μαγείας και πολλές προσωπογραφίες. Ωστόσο, χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης για τα πολύ πρωτότυπα τοπία του, που απεικονίζουν την «υπέροχη» φύση, συχνά άγρια και εχθρική, έργα εντελώς αντίθετα των «γραφικών» κλασικών απόψεων του Κλωντ Λορραίν και πρόδρομοι του ρομαντικού τοπίου.
Οι σκηνές μαγείας του αποκαλύπτουν το ενδιαφέρον του για τις λιγότερο συμβατικές διανοητικές ενασχολήσεις της εποχής του. Αποτέλεσαν επίσης το υπόβαθρο για τα χαρακτικά του και τις σάτιρες που έγραψε.[22]
Ο Ρόζα έχει περιγραφεί ως «ανορθόδοξος και εξωφρενικός», «αιώνιος επαναστάτης». Είχε μεγάλη επιρροή στον Ρομαντισμό, και έγινε ηρωική φυσιογνωμία στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. [23]Πολλοί μύθοι και θρύλοι αναπτύχθηκαν γύρω από τη ζωή του, σε σημείο που η πραγματική του ζωή μετά βίας ξεχώριζε από τη ζωή των ληστών που περιπλανιούνταν στο άγρια και ζοφερά τοπία που ζωγράφιζε. Στα μέσα του 19ου αιώνα, ωστόσο, με την άνοδο του ρεαλισμού και του ιμπρεσιονισμού, το ενδιαφέρον για το έργο του μειώθηκε. Ανανεωμένο ενδιαφέρον για τους πίνακές του εμφανίστηκε πάλι από τα τέλη του 20ου αιώνα, και παρόλο που δεν κατατάσσεται μεταξύ των σπουδαιότερων ζωγράφων του μπαρόκ από τους ιστορικούς τέχνης σήμερα, θεωρείται καινοτόμος σημαντικός τοπιογράφος και πρόδρομος του ρομαντικού κινήματος.[24]