Η Σαμαρίνα βρίσκεται στη βόρεια Πίνδο στις ανατολικές πλαγιές του Σμόλικα σε υψόμετρο 1.450 μέτρων και είναι απο τα ψηλότερα χωρια της Ελλάδας[1][2] αλλά και των Βαλκανίων.[3]
Πριν την ένταξή της στον Δήμο Γρεβενών με το πρόγραμμα Καλλικράτης, αποτελούσε ομώνυμη κοινότητα. Οι μόνιμοι κάτοικοί της, που τον χειμώνα παραχειμάζουν σε χαμηλότερους τόπους της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, είναι στο μεγαλύτερό τους μέρος Βλάχοι. Κύρια απασχόλησή τους είναι η κτηνοτροφία, η υλοτομία και ο τουρισμός. Οι γυναίκες υφαίνουν χοντρά μάλλινα υφάσματα, κουβέρτες και χαλιά.[4]
Στα υψίπεδα γύρω από τη Σαμαρίνα, σε υψόμετρο μέχρι 2.100 μέτρων στους πρόποδες του Σμόλικα, έχει βρεθεί σημαντικός αριθμός παλαιολιθικών εργαλείων φτιαγμένων με την τεχνική Λεβαλλουά, εργαστηρίων και άλλων χώρων που χρονολογούνται από την μουστιαία περίοδο. Επίσης έχουν βρεθεί αποθέματα καλής ποιότητας πυριτόλιθου κοντά στα οποία έχουν βρεθεί περιοχές αποφλοίωσης των πετρών. Τα ευρήματα δείχνουν ότι στην περιοχή εγκαταστάθηκαν Νεάντερταλ πριν περίπου 70.000 χρόνια, σε μια χρονική περίοδο με καλύτερο κλίμα.[5] Επιπλέον έχουν βρεθεί εργαλεία της πρώιμης μεσολιθικής εποχής.[6] Υπάρχουν ίχνη μονιμότερης κατοίκησης κατά την 6η χιλιετία π.Χ., στην ύστερη νεολιθική εποχή. Τα ίχνη κατοίκησης στα υψίπεδα της Σαμαρίνας φτάνουν μέχρι την εποχή του χαλκού, στην οποία χρονολογούνται λάκκοι, λίθινα εργαλεία και θραύσματα κεραμικής.[7]
Ιδρυτές και πρώτοι άποικοι της Σαμαρίνας πρέπει να θεωρηθούν οι κάτοικοι του χωριού Πραιτώρι της Θεσσαλίας: ιστορικοί χάρτες της περιοχής που τοποθετούνται τον 16ο και 17ο αιώνα αναφέρουν τη θέση της Σαμαρίνας ως Santa Maria de Praitoria. Η πρώτη μνεία γίνεται σε χάρτη του 1560, οπότε τότε ήδη πρέπει να θεωρηθεί οικισμένη.[8] Στη συνέχεια η πρώτη αναφορά του νεότερου τύπου ΄΄Σαμαρίνα΄΄, βρίσκεται στα 1819 σε επιγραφή του ναού του Αγίου Σωτήρος στο μοναστήρι της Σαμαρίνας. Η παλαιότερη γραπτή αναφορά του πατριδωνυμικού ΄΄σαμαρνιώτες΄΄ είναι σε ενθύμηση του 1786,[9] σύμφωνα με τη βόρεια ελληνική ιδιωματική προφορά, ΄΄Σαμαρ' νιώτ' ς και με μετάθεση του ΄΄ρ΄΄ ΄΄Σαρμανιώτ' ς΄΄.
Οι ετυμολογήσεις της λέξης που έχουν προταθεί είναι, ή από τη λέξη σαμάρι ή από την Αγία Μαρίνα, στα βλάχικα Sta Marina. Η πρώτη είναι αυθαίρετη καθώς προέρχεται από τη φαινομενική εξωτερική-ηχητική συγγένεια των δύο λέξεων. Η δεύτερη ετυμολογική εκδοχή είναι πιο πιθανή λόγω του αρχικού τύπου του ονόματος της κωμόπολης Santa Maria και επειδή η κωμόπολη είναι βλάχικη είχαμε την εξής εξέλιξη: sta Maria > Sta Marina (σύγχυση ονομάτων Μaria- Marina καθώς θεωρούνται ισοδύναμα σε ορισμένα μέρη της Ελλάδος και εναλλάσονται) ή Sta Marina έχει την τοπωνυμική κατάληξη -ινα , η οποία επιχωριάζει στα ηπειρώτικα τοπωνύμια, όπως Σαρακίνα, Βοστίνα κ.α..[10]
Σήμερα, η Σαμαρίνα είναι ένα παραθεριστικό χωριό, ως επί το πλείστον, με ανοικτή πρόσβαση όλες τις εποχές του χρόνου. Συνδέεται με ασφαλτοστρωμένο δρόμο με τα Γρεβενά (52 χλμ) και με το χιονοδρομικό κέντρο της Βασιλίτσας (περίπου 15 χλμ).
Στις 15 Αυγούστου γίνεται 3ήμερο πανηγύρι της Παναγίας.
Η Μεγάλη Παναγιά, ο μητροπολιτικός ναός της Σαμαρίνας, αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Είναι μεγάλων διαστάσεων βασιλική με γυναικωνίτη, η οποία κτίστηκε σύμφωνα με την επιγραφή στη νότια είσοδο του ναού στις 15 Ιουλίου 1816.[13] Ανασκαφική έρευνα κατά τη διάρκεια των εργασιών αποκατάστασης του ναού αποκάλυψαν το δάπεδο και αγιογραφημένους τοίχους παλαιότερου ναού στη θέση της Μεγάλης Παναγίας, ο οποίος χρονολογήθηκε στον 17ο-18ο αιώνα.[14] Στο ιερό του ναού φύτρωσε περί το 1850 ένα πεύκο, το οποίο εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι σήμερα.[13] Ο ναός εσωτερικά είναι αγιογραφημένος από τους ντόπιους αγιογράφους Χ. και Ι. Παπαϊωάννου, και σύμφωνα με επιγραφή ο ναός ιστορήθη το 1829. Έχει επίχρυσο ξυλόγλυπτο μπαρόκ τέμπλο και ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης ο δεσποτικός θρόνος και ο άμβωνας. Το 1876 κτίστηκε στη νοτιοδυτική γωνία του ναού τριώροφο κωδωνοστάσιο.[13] Λόγω κινδύνου μερικής κατάρρευσης του ανατολικού τοίχου, έχουν γίνει εργασίες στερέωσης, με κατασκευή τσιμεντένιων στηριγμάτων και μεταλλικών αντηρίδων.[13] Εργασίες αποκατάστασης έλαβαν χώρα την περίοδο 2021-2024, και τα θυρανοίξια του αποκατεστημμένου ναού έλαβαν χώρα στις 15 Αυγούστου 2024.[15]
Η Μικρή Παναγία, ενοριακός ναός στο βόρειο τμήμα του οικισμού. Κτίστηκε το 1869 στη θέση προγενέστερου ναού. Είναι τρίκλιτη βασιλική με ξύλινη, σχεδόν τετράρριχτη στέγη και γυναικωνίτη. Το θύρωμα του ναού είναι διακοσμημένο με λιθανάγλυφα. Στο εσωτερικό έχει ξυλόγλυπτο μπαρόκ τέμπλο, από το οποίο κλάπηκαν εικόνες το 2009. Ο ναός εμφανίζει προβλήματα ευστάθειας λόγω καθίζησης του εδάφους.[13]
Ο ναός του Αγίου Αθανασίου. Ο ναός κτίστηκε στα τέλη του 18ου ή στις αρχές του 19ου αιώνα και αποτελεί τον παλαιότερο σωζόμενο ναό της Σαμαρίνας. Ο ναός είχε ερειπωθεί τη δεκαετία του 1960 αλλά στη συνέχεια αποκαταστάθηκε. Είναι τρίκλιτη βασιλική με γυναικωνίτη. Δεν έχει νάρθηκα.[13]
Ο ναός του Προφήτη Ηλία βρίσκεται δυτικά του οικισμού, πάνω σε λόφο. Ο ναός χρονολογείται από το 1800. Είναι τρίκλιτη βασιλική με γυναικωνίτη και νάρθηκα. Οι τοιχογραφίες του ναού χρονολογούνται από το 1828 σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή, αλλά πολλές καλύφθηκαν με ξυλεία τύπου ραμποτέ τη δεκαετία του 1980. Στα βόρεια του ναού βρίσκεται παρεκκλήσι του 1877 αφιερωμένο στον Άγιο Κοσμά.[13]
Η μονή Αγίας Παρασκευής βρίσκεται 4,5 χιλιόμετρα νότια της Σαμαρίνας. Η μονή δεν είναι γνωστό πότε ιδρύθηκε. Το καθολικό της μονής χρονολογείται από το 1713. Είναι τετρακίονος ναός με μεγάλους δύο τρούλους και τέσσερις μικρότερους στις γωνίες, αλλά η στέγη του ναού είναι δίρρικτη. Το εσωτερικό του ναού τοιχογραφήθηκε το 1819.[13] Δίπλα στο καθολικό υπάρχει τρίκλιτος ξυλόστεγος ναός αφιερωμένος στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, ο οποίος αιογραφήθηκε το 1819. Τον 18ο αιώνα στη μονή λειτουργούσε σχολή ζωγραφικής. Η μονή εγκαταλείφθηκε για μερικά χρόνια στο τέλος του 19ου αιώνα.[13]
A.J.B. Wace, The Nomads of the Balkans: an account of life and customs among the Vlachs of Northern Pindus, London 1914 (Πρόκειται για έκθεση περί της Σαμαρίνας και των Βλάχων κατοίκων της)