Με τον όρο σκηνογραφία εννοείται η τέχνη της δημιουργίας του περιβάλλοντος και της ατμόσφαιρας μιας σκηνής, σε παράσταση θεάτρου, όπερας, μπαλέτου ή άλλων ερμηνευτικών τεχνών. Περιλαμβάνει τη σχεδίαση των σκηνικών, του φωτισμού, του ήχου και της ενδυμασίας των ερμηνευτών και ερμηνευτριών. Η λέξη εμφανίζεται και ορίζεται για πρώτη φορά στο έργο Ποιητική του Αριστοτέλη.
Με τον όρο σκηνογράφοι ο Αντόνιο Καΐμι περιγράφει το 1862, μια κατηγορία καλλιτεχνών που ασχολούνταν με τις «pittura scenica e l'architettura teatrale», έχοντας στον νου του ως πρότυπό τους τον αρχιτέκτονα, σχεδιαστή και ζωγράφο Φερντινάντο Γκάλλι-Μπιμπιένα, ο οποίος μεταξύ άλλων ζωγράφιζε οροφές ή και τοίχους δίνοντάς τους την ψευδαίσθηση του τριδιάστατου χώρου (quadratura). Ο Καΐμι αποκαλεί αυτή την τέχνη Arte scenografica («σκηνογραφική τέχνη») και σημειώνει ότι απαιτούσε ιδιοφυή μηχανικό η δημιουργία κινητών σκηνικών ή της ψευδαισθήσεως διαφορετικών περιβαλλόντων. Γενικότερα η οικογένεια Γκάλλι ντα Μπιμπιένα είχε παράδοση στη σκηνογραφική τέχνη από την Μπολόνια του ύστερου 17ου αιώνα, που εξαπλώθηκε στη βόρεια Ιταλία και από εκεί στην Αυστρία και στη Γερμανία. Μια άλλη μεγάλη οικογένεια γνωστή για τη θεατρική σκηνογραφία ήταν οι Κουάλιο (Quaglio).
Ο Καΐμι αναφέρει και άλλους σκηνογράφους του β΄ μισού του 18ου αιώνα και των αρχών του 19ου, που εργάσθηκαν κυρίως στη Λομβαρδία, όπως τους: Μπερναρντίνο και Γκασπάρε Γκαλλιάρι, Πασκουάλε Κάννα, Πιέτρο Γκοντσάγκα, Πάολο Λαντριάνι, Αλεσσάντρο Σανκουίρικο, Κάρλο Φερράρι, Φιλίππο Περόνι, καθώς και τους αδελφούς Μόφτα της Μόντενα.[1] Μια επισκόπηση της επηρεασμένης από τους Ιταλούς σκηνογραφίας μέχρι το 1800 παρατέθηκε από τον Λαντριάνι[2] το 1830.