Ο όρος Στρατηγική της έντασης (ιταλικά: strategia della tensione) αναφέρεται σε πολιτική κατά την οποία ο βίαιος αγώνας ενθαρρύνεται αντί να καταστέλλεται.
Η στρατηγική της έντασης ταυτίζεται πιο στενά με τα Μολυβένια χρόνια στην Ιταλία από το 1968-1982, όπου τόσο οι ακροαριστερές μαρξιστικές όσο και οι ακροδεξιές νεοφασιστικές εξωκοινοβουλευτικές ομάδες, καθώς και οι κρατικές υπηρεσίες πληροφοριών πραγματοποίησαν βομβιστικές επιθέσεις, απαγωγές, εμπρησμούς και δολοφονίες.[1][2] Μερικοί ιστορικοί και ακτιβιστές έχουν κατηγορήσει το ΝΑΤΟ ότι επιτρέπει και εγκρίνει τέτοια τρομοκρατία, μέσω προγραμμάτων όπως η Επιχείρηση Γκλάντιο, αν και αυτό αμφισβητείται έντονα από τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες πληροφοριών και άλλους ιστορικούς.[3][4] Άλλες περιπτώσεις όπου οι συγγραφείς έχουν ισχυριστεί μια στρατηγική έντασης περιλαμβάνουν το βαθύ κράτος στην Τουρκία από τη δεκαετία του 1970, και του 1990 (Εργκένεκον),[5], ή βετεράνους του πολέμου και του ZANU-PF στη Ζιμπάμπουε, που συντόνισε τις επιδρομές σε αγροκτήματα του 2000, το DRS, το οποίο ηταν γραφείο ασφαλείας στην Αλγερία 1991-1999,[6] και την Υπηρεσία Κρατικής Ασφάλειας (Βέλγιο) κατά τη διάρκεια της βελγικής τρομοκρατικής κρίσης του 1982–1986 .[7]
Από το 1968 έως το 1982, η Ιταλία υπέστη πολυάριθμες τρομοκρατικές επιθέσεις τόσο από την αριστερά όσο και από τη δεξιά, τις οποίες συχνά ακολουθούσαν κυβερνητικές προσαγωγές και μαζικές συλλήψεις. [2] Ένας ισχυρισμός, που διατυπώθηκε ειδικά από οπαδούς του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος , ήταν ότι η κυβέρνηση σκέφτηκε και επέτρεψε σκόπιμα τις επιθέσεις κομμουνιστών ριζοσπαστών ως δικαιολογία για τη σύλληψη άλλων κομμουνιστών και επέτρεψε τις επιθέσεις ακροδεξιών παραστρατιωτικών οργανώσεων ως έναν εξωδικαστικό τρόπο προκειμένου να φιμώσει τους εχθρούς.[8] Η αλήθεια μερών αυτών των ισχυρισμών έχει αμφισβητηθεί. Ενώ οι περισσότερες πηγές συμφωνούν ότι παραγόντες της ιταλικής κυβέρνησης ήταν πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν τα τρομοκρατικά χτυπήματα ως λόγο για να συλλάβουν τους κομμουνιστές, η ιδέα ότι η κυβέρνηση συνεργάστηκε άμεσα με τις εν λόγω κομμουνιστικές ομάδες είναι πιο ακραία. Με τον ίδιο τρόπο, υπήρχαν κάποιες επαφές μεταξύ της κυβέρνησης και των ακροδεξιών οργανώσεων, αλλά οι ισχυρισμοί για ενδεχόμενο «πράσινο φως» για επιδρομές και άλλα παρόμοια θεωρούνται λιγότερο αξιόπιστες.[εκκρεμεί παραπομπή]
Συγκροτήθηκαν διάφορες κοινοβουλευτικές επιτροπές για τη διερεύνηση αυτών των εγκλημάτων καθώς και τη δίωξή τους τη δεκαετία του 1990. Μια έκθεση του 1995 από τους Αριστερούς Δημοκράτες (συγχώνευση πρώην κεντροαριστερών κομμάτων και του Ιταλικού Κομμονιστικού Κόμματος) προς μια υποεπιτροπή του ιταλικού κοινοβουλίου ανέφερε ότι μια «στρατηγική έντασης» είχε υποστηριχθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες για «να σταματήσει το ΙΚΚ και σε κάποιο βαθμό και το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, από την κατάκτηση της εκτελεστικής εξουσίας στη χώρα». Ο Άλντο Τζιανούλι, ιστορικός που εργάστηκε ως σύμβουλος στην κοινοβουλευτική επιτροπή για την τρομοκρατία, έγραψε ότι θεωρούσε την έκθεση των Αριστερών Δημοκρατών ως υπαγορευμένη κυρίως από εγχώριες πολιτικές εκτιμήσεις και όχι από ιστορικές: «Δεδομένου ότι ήταν στην εξουσία, οι αριστεροί δημοκράτες μας έχουν δώσει πολύ λίγη βοήθεια για να αποκτήσουμε πρόσβαση στα αρχεία της υπηρεσίας ασφαλείας». Επίσης ανέφερε πως: «Αυτή είναι μια ψευδώς θαρραλέα αναφορά». Ο Τζιανούλι κατήγγειλε το γεγονός ότι πολλοί περισσότεροι αριστεροί τρομοκράτες διώχθηκαν και καταδικάστηκαν παρά δεξιοί τρομοκράτες.[8]
Ο Ελβετός ακαδημαϊκός Ντανιέλ Γκάνσερ έγραψε στο βιβλίο του "NATO's Secret Armies", του 2004 ότι υπήρχε άμεση υποστήριξη του ΝΑΤΟ σε ακροδεξιούς τρομοκράτες στην Ιταλία ως μέρος της «στρατηγικής της έντασης». [9] Ο Γκάνσερ ισχυρίζεται επίσης ότι η Επιχείρηση Γκλάντιο, ήταν μια προσπάθεια να οργανώσει αντάρτικες ομάδες σε περίπτωση μιας κομμουνιστικής εξαγοράς από το ανατολικό μπλοκ της Ιταλίας, που συνεχίστηκε και το 1970 και παρείχε στα ακροδεξιά νεοφασιστικά κινήματα οπλισμό. Τα συμπεράσματα του Γκάνσερ αμφισβητήθηκαν.[3][10] Το πιο αξιοσημείωτο είναι ότι ο Γκάνσερ παραθέτει σε μεγάλο βαθμό το έγγραφο US Army Field Manual 30-31B, το οποίο το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών ισχυρίζεται ότι είναι Σοβιετική φάρσα του 1976 που είχε σκοπό να δυσφημήσει τις ΗΠΑ.[11]
Σε ένα ντοκιμαντέρ του BBC για την Γκλάντιο, ο νεοφασίστας τρομοκράτης Βιντσέντζο Βινσιγκουέρα ανέφερε ότι οι στρατοί που δρουν στα μετόπισθεν είχαν πραγματικά αυτή τη στρατηγική, δηλώνοντας ότι το κράτος χρειαζόταν αυτές τις τρομοκρατικές επιθέσεις για να στραφεί πρόθυμα ο πληθυσμός στο κράτος και να ζητήσει ασφάλεια.[12]