Συντεταγμένες: 12°59′10″S 39°51′29″E / 12.986°S 39.858°E
Συνοικία Ανκουάμπε | |
---|---|
Χώρα | Μοζαμβίκη |
Διοικητική υπαγωγή | Κάμπο Ντελγκάντο |
Πρωτεύουσα | Ανκουάμπε |
Έκταση | 4.984 km² |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 12°59′10″S 39°51′29″E |
δεδομένα ( ) |
Η Ανκουάμπε (πορτογαλικά: Ancuabe) είναι μια συνοικία της Επαρχίας Κάμπο Ντελγκάντο της Μοζαμβίκης. Πρωτεύουσα είναι η Ανκουάμπε. Έχει έκταση 4,836 τ.χλμ. και πληθυσμό 109.792 κατοίκων το 2005. Βρίσκεται 67 χιλιόμετρα μακρυά από την πρωτεύουσα της επαρχίας Κάμπο Ντελγκάντο, Πέμπα.
Η Ανκουάμπε βρίσκεται βορειοανατολικά της Μοζαμβίκης και νοτιοδυτικά του Κάμπο Ντελγκάντο. Συνορεύει στα βόρεια με τη Συνοικία Μελούκο, στα δυτικά με τη Συνοικία Μοντεπουέζ, στα νότια με τη Συνοικία Τσιούρε και με τις συνοικίες Πέμπα-Μετούγκε και Κισσάνγκα.
Έχει συνολική έκταση 4,836 χιλιόμετρα (1,867 τετραγωνικά μέτρα). Βρίσκεται 67 χιλιόμετρα μακρυά από την πρωτεύουσα της επαρχίας Κάμπο Ντελγκάντο, Πέμπα.
Η Ανκουάμπε το 1997 είχε 87.243 κατοίκους. Το 2005 είχε 109.792 κατοίκους με πυκνότητα 21.9 κατοίκους ανά χιλιόμετρο.
Χρονιά | Πληθυσμός |
---|---|
1997 | 87.243 |
2005 | 109.792 |
2008 | 118.000 |
Την αποικιακή περίοδο, η Ανκουάμπε ήταν διοικητική υποσυνοικία του δήμου Πόρτο Αμέλια (σημερινή Πέμπα.
Η συνοικία Ανκουάμπε διαιρείται σε 3 υποσυνοικίες και 9 περιοχές. Οι πρωτεύουσες των υποσυνοικιών είναι με μαύρα γράμματα. Οι υποσυνοικίες και οι περιοχές είναι οι εξής:
Η συνοικία χωρίζεται από δύο κύριους δρόμους, την Πέμπα και Μοντεπουέζ και από έναν βόρειο-νότιο δρόμο που συνδέει τη Ναμπούλα με την Μοκίμποα ντα Πράια.
Η συνοικία βρίσκεται 67 χιλιόμετρα μακρυά από την πρωτεύουσα της επαρχίας Κάμπο Ντελγκάντο, Πέμπα.
Η κύρια οικονομική δραστηριότητα στη συνοικία είναι η γεωπονία για όλο σχεδόν τον πληθυσμό.
Οι κύριες καλλιέργειες είναι η κασσάβα, το καλαμπόκι, ο αρακάς, το σόργο, το ρύζι και το αράπικο φιστίκι. Υπάρχουν, επίσης, σπιτικά, κυνηγετικά ζώα και άγρια ζώα (ελάφια και άγριες αρκούδες). Η προμήθεια φαγητού υποστηρίζεται από αυτά τα ζώα, αλλά και διάφορα φρούτα.
Η εμπορική καλλιέργεια βαμβακιού, καφέ φιστικιών και καλαμποκιού ήταν σημαντικές την αποικιακή περίοδο. Εκμεταλεύτηκαν τα καταφύγια των δάσων, ιδιαίτερα για πηγή ενέργειας για τον περισσότερο από τον πληθυσμό.
Υπάρχουν πολλά αποθέματα γραφίτη που τα εκμεταλλεύτηκαν εμπορικά από το 1994 έως το 2000. Σύμφωνα με τις μελέτες των διεθνών εταιρειών, η ποσότητα των καταφυγίων, που φτάνει περίπου τους 1.000.000 τόνους μεταλλεύματος με περιεκτικότητα 10% γραφίτη. Κάθε χρόνο παράγονται περίπου 10.000 τόνοι γραφίτη. Το 2007 η κυβέρνηση της Μοζαμβίκης ανακοίνωσε το σκοπό της να ξαναανοίξει το ορρυχείο, αλλά αυτό εξαρτάται στην προμήθεια ηλεκτρικού ρεύματος από το Καχόρα Μπάσσα Νταμ (Cahora Bassa Dam)[1][2].