Συνταγματικό Δικαστήριο της Ισπανίας | |
---|---|
Tribunal Constitucional | |
Είδος | Συνταγματικό δικαστήριο |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 40°26′29″N 3°43′3″W |
Διοικητική υπαγωγή | Μαδρίτη |
Χώρα | Ισπανία |
Έναρξη κατασκευής | 1978 |
Ιστότοπος | |
Επίσημος ιστότοπος | |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ισπανίας (ισπανικά: Tribunal Constitucional de España) είναι το ανώτατο δικαστικό σώμα με την εξουσία να καθορίζει την συνταγματικότητα των νόμων και των ψηφισμάτων της Ισπανικής Κυβέρνησης. Ορίζεται στο Μέρος IX (ενότητες 159 έως 165) του Συντάγματος της Ισπανίας και διέπεται περαιτέρω από Οργανικούς Νόμους 2/1979 (άλλως Νόμος του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 3ης Οκτωβρίου 1979),[1] 8/1984, 4/1985, 6/1988, 7/1999 and 1/2000.[2] Το δικαστήριο είναι ο "ανώτατος διερμηνέας"[2] του Συντάγματος, αλλά αφότου το δικαστήριο δεν είναι τμήμα των υπόλοιπων Ισπανικών Δικαστηρίων,[2] για σχεδόν όλα τα άλλα δικαστικά ζητήματα, το Ανώτατο Δικαστήριο είναι το ανώτατο δικαστήριο.[3]
Το Συνταγματικό Δικαστήριο είναι εξουσιοδοτημένο να ασχολείται με την συνταγματικότητα των νόμων, πράξεων, ή κανονισμών που τίθενται από το εθνικό ή τα περιφερειακά κοινοβούλια. Ασχολείται επίσης με την συνταγματικότητα διεθνών συμφωνιών πριν επικυρωθούν, αν παρακληθούν να το κάνουν από την κυβέρνηση, το Κογκρέσο των Αντιπροσώπων, ή την Γερουσία. Το Σύνταγμα περαιτέρω κηρύσσει ότι οι μεμονωμένοι πολίτες μπορεί να προσφύγουν στο Συνταγματικό Δικαστήριο εναντίον κυβερνητικών ενεργειών που παραβιάζουν "τα βασικά δικαιώματα ή τις ελευθερίες τους".[1] Μόνο άτομα θιγμένα μπορούν να κάνουν αυτήν την προσφυγή, που λέγεται recursos de amparo, και μπορούν να το κάνουν αυτό αφού εξαντλήσουν άλλες δικαστικές προσφυγές.[4] Δημόσιοι αξιωματούχοι, συγκεκριμένα "ο Πρόεδρος της Κυβέρνησης, ο Υπερασπιστής του Λαού, πενήντα μέλη του Κογκρέσου, πενήντα Γερουσιαστές, το Εκτελεστικό σώμα μιας αυτοκυβερνούμενης Κοινότητας και, όπου χρειάζεται, η Συνέλευση του",[5] μπορούν επίσης να ζητήσουν το δικαστήριο να καθορίσει την συνταγματικότητα ενός νόμου. Ο Γενικός Εκλογικός Νόμος του Ιουνίου 1985 επιπροσθέτως προσφεύγει σε αυτό το δικαστήριο σε περιπτώσεις όπου οι εκλογικές επιτροπές αποκλείουν υποψήφιους από το ψηφοδέλτιο.[1]
Επιπλέον, αυτό το δικαστήριο έχει την εξουσία να κρίνει την συνταγματικότητα των κειμένων που σκιαγραφούν ψηφίσματα αυτονομίας και να διευθετεί τις συγκρούσεις αρμοδιοτήτων μεταξύ της κεντρικής και των κυβερνήσεων των αυτόνομων κοινοτήτων, ή μεταξύ των κυβερνήσεων δύο ή περισσότερων αυτόνομων κοινοτήτων. Επειδή πολλές από τις διατάξεις που αναφέρονται σε θέματα αυτονομίας είναι ασαφή και μερικές φορές αντιφατικά, αυτό το δικαστήριο θα μπορούσε να παίξει έναν κρίσιμο ρόλο στην πολιτική και κοινωνική ανάπτυξη της Ισπανίας.[4]
Οι αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν μπορούν να εφεσιβληθούν από κανένα.[1][6]
Αυτό το δικαστήριο αποτελείται από δώδεκα πταισματοδίκες (δικαστές) που υπηρετούν για εννεαετείς θητείες. Τέσσερις από αυτούς προτείνονται από το Κογκρέσο των Αντιπροσώπων, τέσσερις από την Γερουσία, δύο από το εκτελεστικό τμήμα της κυβέρνησης, και δύο από το Γενικό Συμβούλιο των Δικαστηρίων[4] και όλοι διορίζονται επισήμως από τον Βασιλιά.[1] Το Σύνταγμα θέτει ένα ελάχιστο επίπεδο δεκαπέντε ετών εμπειρίας στους τομείς σχετικά με την νομολογία, περιλαμβανομένων των "πταισματοδικών και των κατηγόρων, καθηγητών πανεπιστημίων, δημόσιων αξιωματούχων και δικηγόρων,"[7] δεν πρέπει ταυτόχρονα να έχει μια θέση που μπορεί να μειώνει την ανεξαρτησία τους, όπως ένα πόστο σε ένα πολιτικό κόμμα ή μια θέση αντιπροσώπου.[8] Μεταξύ και από τους πταισματοδίκες του δικαστηρίου, ένας Πρόεδρος εκλέγεται για τριετή θητεία, και βοηθείται από έναν αντιπρόεδρο, ο οποίος είναι επίσης πταισματοδίκης, και έναν γενικό γραμματέα, ο οποίος είναι ο υπεύθυνος για την επίβλεψη του προσωπικού του δικαστηρίου..[1]
|coauthors=
ignored (|author=
suggested) (βοήθεια)
|coauthors=
ignored (|author=
suggested) (βοήθεια)