Τίσογκ-ντέτσεν | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | ཁྲི་སྲོང་ལྡེ་བཙན། (Θιβετιανά) |
Γέννηση | |
Θρησκεία | Rimé movement[1] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Γεσέ Τσογκιάλ |
Τέκνα | Μουνέ Τσενπό Μουτίκ Τσενπό Σαντναλέγκς |
Γονείς | Με Αγκτσόμ[2] |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | τσενπό (755–797, Θιβετιανή Αυτοκρατορία) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Τίσογκ-ντέτσεν[3][4] (θιβετιανά: ཁྲི་སྲོང་ལྡེ་བཙན, μεταγραφή Γουίλι: khri srong lde btsan) ήταν Θιβετιανός Αυτοκράτορας που άκμασε τον 8ο αιώνα μ.Χ. Διατηρήθηκε στον θρόνο από το 755 μέχρι περίπου το 797 και επί βασιλείας του ο βουδισμός καθιερώθηκε ως η επίσημη θρησκεία[4][5] του Θιβέτ.
Γεννήθηκε το 742[6] και ήταν γιος του προηγούμενου αυτοκράτορα Τριντέ-τσουκτσέν που δολοφονήθηκε μεταξύ των ετών 754/755. Ανήλθε στην εξουσία περίπου έναν χρόνο αργότερα με τη στήριξη των Βουδιστών, ξεκινώντας παράλληλα πόλεμο ενάντια στους υποστηρικτές της γηγενούς θρησκείας Μπον. Η επικράτηση του Τίσογκ-ντέτσεν οδήγησε στην εδραίωση του βουδισμού στην επικράτεια της αυτοκρατορίας, παρά τις αντιδράσεις σημαντικής μερίδας των ευγενών και του υπόλοιπου πληθυσμού[7]. Προς αυτή την κατεύθυνση, ο Τίσογκ-ντέτσεν μερίμνησε για την ίδρυση και οικονομική ενίσχυση αρκετών βουδιστικών μοναστηριών (με πρώτο χρονικά το Σαμγιέ) και παράλληλα προσκάλεσε στο Θιβέτ σημαντικούς Ινδούς διδασκάλους του βουδισμού όπως οι Σανταρακσίτα, Καμαλασίτα και Padmasambhava, οι οποίοι επιδόθηκαν σε δραστηριότητες όπως η μετάφραση ιερών κειμένων, η οργάνωση του τοπικού μοναχισμού και το κήρυγμα[8]. Από το 781 ακολούθησε και η άφιξη αντίστοιχων διδασκάλων από την Κίνα[9].
Το 791 ο Τίσογκ-ντέτσεν προχώρησε με διάταγμα στην ανακήρυξη του βουδισμού ως επίσημης θρησκείας[4][5][9] της αυτοκρατορίας του, ενώ το επόμενο έτος συγκάλεσε θεολογική σύνοδο που ασχολήθηκε με το ζήτημα που είχε προκύψει ανάμεσα στις δύο κυρίαρχες σχολές διδασκαλίας της Μαχαγιάνα, της ινδικής και τη κινεζικής, επιλέγοντας εν τέλει το 794 την πρώτη, στην οποία έδωσε το προνόμιο της αποκλειστικής ιεραποστολής στην επικράτειά του[7], εκτοπίζοντας τη δεύτερη που μέχρι τότε γνώριζε αξιόλογη διάδοση[10]. Η συγκεκριμένη προτίμηση υπαγορεύτηκε από τις πολιτικοστρατιωτικές εξελίξεις της περιόδου, με τον αυτοκράτορα να στοχεύει - μεταξύ άλλων - και στην πολιτιστική απαγκίστρωση του Θιβέτ από την Κίνα, με την οποία βρισκόταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα σε προστριβές[7].
Στην εξωτερική πολιτική ο Τίσογκ-ντέτσεν διεξήγαγε επιτυχημένες εκστρατείες εναντίον της κινεζικής δυναστείας των Τανγκ, καταλαμβάνοντας προσωρινά το 763 και την πρωτεύουσα Τσανγκάν[11]. Απεβίωσε μεταξύ των ετών 797 και 804. Απέκτησε δύο ή κατά άλλους τρεις γιους, μεταξύ των οποίων τους μετέπειτα αυτοκράτορες Μουνέ Τσένπο και Σεναλέκ[12]. Για τη συμβολή του στη διάδοση του βουδισμού τιμάται ως ενσάρκωση του μποντισάτβα Manjusri[3].