Τζαχαντάρ Σαχ | |
---|---|
![]() | |
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | جهاندار شاه (Περσικά) |
Προφορά | |
Γέννηση | 9 Μαΐου 1661 Ντέκκαν |
Θάνατος | 12 Φεβρουαρίου 1713 Δελχί |
Συνθήκες θανάτου | ανθρωποκτονία |
Τόπος ταφής | Μαυσωλείο Χουμαγιούν |
Θρησκεία | Ισλάμ |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Lal Kunwar Imtiaz Mahal |
Τέκνα | Αλαμγκίρ Β΄ Azz-ud-din Mirza |
Γονείς | Μπαχαντούρ Σαχ Α΄ και Nizam Bai |
Αδέλφια | Rafi-ush-Shan Azim-ush-Shan Khujista Akhtar Jahan Shah |
Οικογένεια | Αυτοκρατορία των Τιμουριδών και Δυναστεία των Μουγκάλ |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Αυτοκράτορας των Μουγκάλ (1712–1713) |
![]() | |
Ο Μιρζά Μου΄ιζ-ουντ-Ντιν Μπεγκ Μουχαμάντ Χαν (10 Μαΐου 1661 - 11 Φεβρουαρίου 1713),[1] γνωστός περισσότερο με το μετέπειτα τίτλο του Τζαχαντάρ Σαχ (δηλ. "ιδιοκτήτης του κόσμου"), ήταν για λίγο ο 9ος αυτοκράτορας των Μουγκάλ από το 1712 έως το 1713. Ήταν γιος του αυτοκράτορα Μπαχαντούρ Σαχ Α΄, και εγγονός του αυτοκρατού Αουρανγκζέμπ.
Ο Τζαχαντάρ Σαχ ήταν ο πρώτος βασιλιάς-ανδρίκελο της δυναστείας των Μουγκάλ, αφού τοποθετήθηκε στον θρόνο από τον ισχυρό ευγενή Ζουλφικάρ Χαν. Η βασιλεία του ήταν σύντομη και ταραχώδης, διαρκώντας λιγότερο από έναν χρόνο. Τον ανέτρεψαν οι αδελφοί Σαγίντ και τον διαδέχτηκε ο ανιψιός του Φακουχσιγιάρ.
Ο πρίγκιπας Mουιζ-ουντ-ντίν γεννήθηκε στις 10 Μαΐου 1661 στο Ντεκάν Σουμπάχ από τον πρίγκιπα Mουαζάμ. Η μητέρα του Nιζάμ Μπαΐ, κόρη τού Φατεχγιαβάρ Τζανγκ ήταν ευγενής από το Χυντεραμπάντ. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος τού Μουαζάμ και ο μεγαλύτερος εγγονός του βασιλεύοντος αυτοκράτορα Αουρανγκζέμπ. Ακολουθώντας την παράδοση των Mουγκάλ, η γέννησή του εορτάστηκε με μεγαλοπρέπεια από την αυλή των Mουγκάλ
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αυραγκζέμπ, συμμετείχε σε στρατιωτικές εκστρατείες στο Ντεκάν για τρία χρόνια, μετά από τα οποία μεταφέρθηκε μόνιμα στη βόρεια Ινδία. [2]
Μετά το τέλος του Αουρανγκζέμπ, ο πρίγκιπας Μουαζάμ κέρδισε τον επακόλουθο αγώνα για τη διαδοχή, και τον Ιούνιο τού 1707 ανέβηκε στο θρόνο ως Μπαχαντούρ Σαχ.[3] Με την ανάληψη της εξουσίας τού πατέρα του, ο Μουιτζ-ουντ-ντίν έλαβε τον τίτλο Τζαχαντάρ Σαχ, και έγινε κυβερνήτης της Θάττα και του Μούλταν.[4] Κατά τη διάρκεια της βασιλείας τού Μπαχαντούρ Σαχ, ο Τζαχαντάρ Σαχ θα έμενε στην αυτοκρατορική Αυλή, όπως και οι άλλοι γιοι του Μπαχαντούρ Σαχ, επειδή ο αυτοκράτορας είχε ανέβει στο θρόνο σε προχωρημένη ηλικία, και οι πρίγκιπες ήθελαν να είναι σε κοντινή απόσταση από τον θρόνο στην περίπτωση τού τέλους του.[5]
Ένας πόλεμος διαδοχής ξεκίνησε όταν ο Μπαχαντούρ Σαχ ήταν στην επιθανάτιο κλίνη του το 1712. Ο πιο ισχυρός πρίγκιπας κατά τη στιγμή τού τέλους του ήταν ο δεύτερος γιος του, Αζίμ-ουσ-Σαν, ο οποίος είχε συγκεντρώσει σημαντικούς πόρους ως έπαρχος (subahdar) της Βεγγάλης. Ο Τζαχαντάρ Σαχ ήταν ο πιο αδύναμος, με ελάχιστη ή καθόλου στρατιωτική δύναμη ή κεφάλαια. [6][7]
Σε αντίθεση με προηγούμενες πολέμους στη διαδοχή των Μουγκάλ, το αποτέλεσμα αυτού τού πολέμου σχεδιάστηκε από έναν ευγενή, τον Ζουλφικάρ Χαν, τον υπουργό στρατιωτικών (mirί bakhshi) και μία από τις πιο ισχυρές προσωπικότητες της αυτοκρατορίας tvn Mουγκάλ. Ο ίδιος δημιούργησε μια συμμαχία μεταξύ του Τζαχαντάρ Σαχ και των αδελφών του Ραφί-ου-Σαν και Τζαχάν Σαχ, προτείνοντάς τους να μοιραστούν την αυτοκρατορία μεταξύ τους μετά τη νίκη (με τον Ζουλφικάρ Χαν να υπηρετεί ως κοινός τους υπουργός στρατιωτικών). Ο Αζίμ-ου-Σαν ηττήθηκε και σκοτώθηκε, μετά από το οποίο ο Τζαχαντάρ Σαχ έλυσε την συμμαχία, και στράφηκε εναντίον των αδελφών του, νικώντας τους και σκοτώνοντάς τους με τη βοήθεια του Ζουλφικάρ Χαν, αναδυόμενος ως ο νικητής της πάλης διαδοχής.[6][7]
Ο Τζαχαντάρ Σαχ στέφθηκε στις 29 Μαρτίου 1712. [8] Η ανάρρησή του δεν είχε καλή υποστήριξη από την αυτοκρατορία, και θεωρήθηκε ως παράνομος ηγεμόνας. Έτσι, μετά τη στέψη του, ο Τζαχαντάρ Σαχ προσπάθησε να ενισχύσει την εξουσία του ανταμείβοντας και προωθώντας τους υποστηρικτές του. Αποχώρησε από τις προηγούμενες πρακτικές της διαδοχής των Μουγκάλ, τιμωρώντας αυστηρά τους ευγενείς που είχαν υποστηρίξει τους αδελφούς του στη διαδοχή, με αρκετούς από αυτούς να εκτελούνται. Επίσης άφησε τα πτώματα των νικημένων πριγκίπων να λειώσουν στην ύπαιθρο για αρκετές ημέρες πριν την ταφή τους, σε αντίθεση με τους προηγούμενους αυτοκράτορες, που επέμεναν για μια κατάλληλη κηδεία. [9]
Με την ανάληψη του Τζαχαντάρ Σαχ, ο Ζουλφικάρ Χαν ανέλαβε τη θέση του βεζίρη (wazir). Λόγω της πλήρους εξάρτησης του Τζαχαντάρ Σαχ από αυτόν, και των συνθηκών της ανάληψής του στον θρόνο, η αποτελεσματική εξουσία δεν ασκείτο από τον αυτοκράτορα, αλλά από τον ίδιο τον Ζουλφικάρ Χαν. Αυτή ήταν η πρώτη περίπτωση στην ιστορία των Μουγκάλ, που η απόλυτη εξουσία επάνω στην αυτοκρατορία ασκείτο από έναν ξένο της δυναστείας. Ως αποτελεσματικός κυβερνήτης κατά τη διάρκεια της βασιλείας τού Τζαχαντάρ Σαχ, ο Ζουλφικάρ Χαν προσπάθησε να δημιουργήσει φιλικές σχέσεις με τους Ράτζπουτ, τους Σιχ και τους Μαράθα, και να φέρει πίσω την ειρήνη στην αυτοκρατορία. Ωστόσο, οι οικονομικές συνθήκες της αυτοκρατορίας επιδεινώθηκαν, συνεχίζοντας μια τάση που είχε αρχίσει με τους προκάτοχους του Τζαχαντάρ Σαχ, η οποία μείωσε τη στρατιωτική αποτελεσματικότητα της αυτοκρατορίας. Η υπερβολική εξουσία που απολάμβανε ο Ζουλφικάρ Χαν, έκανε τον Τζαχαντάρ Σαχ να συνωμοτήσει εναντίον του, δημιουργώντας πολιτικό χάος.[6]
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ο Τζαχαντάρ Σαχ νυμφεύτηκε την αυλική καλλιτέχνιδα (tawaif) Λαλ Κουνβάρ, η οποία θεωρείτο ότι ήταν χαμηλής καταγωγής. Ο Τζαχαντάρ Σαχ επίσης απολάμβανε τις εορτές και τις διασκεδάσεις. Οι σύγχρονοι χρονικοί και οι μεταγενέστεροι ιστορικοί έχουν δείξει τέτοιες πτυχές της προσωπικής ζωής τού αυτοκράτορα, και τη σκληρότητα που αντιμετώπισαν οι αντίπαλοι του, ως λόγους για την αναταραχή της βασιλείας του. Ωστόσο, πρόσφατοι μελετητές τονίζουν άλλους παράγοντες· ο Μουνίς Φαρουκουί τονίζει την πολιτική αδυναμία του ως πρίγκιπα, η οποία τον έκανε να αποτύχει ως κυβερνήτης. Ο Aμπισέκ Καϊκέρ σημειώνει ότι οι ευγενείς είχαν γίνει πιο εγωιστές κατά τη διάρκεια της ανάληψης του Τζαχαντάρ Σαχ και ότι η "βαναυσότητα" της βασιλείας του ήταν η υπεράσπισή τους για την υποστήριξη του Φαρουχσιγιάρ, ο οποίος ακθρόνισε τον Τζαχαντάρ Σαχ.[6][10][11]
Η ανάρρηση του Τζαχαντάρ Σαχ προκάλεσε την αντίθεση τού ανιψιού του, Φαρουχσιγιάρ, γιου τού Αζίμ-ου-Σαν, που ήταν εγκατεστημένος στη Βεγγάλη. Με λίγα ανεξάρτητα μέσα, προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να βρει υποστήριξη για τον σκοπό του. Τελικά βρήκε ισχυρή υποστήριξη στους αδελφούς Σαγίντ, Χουσεΐν Αλί Χαν και Αμπντουλάχ Χαν, διαχειριστές του Aζίμ-ουσ-Σαν, που είχαν εκτοπιστεί από τις θέσεις τους από τον Τζαχανγκίρ Σαχ.[6][12] Με τους πόρους και τις πολιτικές του συνδέσεις, ο Φαρουχσιγιάρ συγκέντρωσε έναν επαναστατικό στρατό, και προχώρησε για τον θρόνο. Ο κακοπληρωμένος αυτοκρατορικός στρατός ηττήθηκε στη μάχη κοντά στην Άγκρα στις αρχές του 1713.[13]
Μετά την ήττα, ο Τζαχαντάρ Σαχ διέφυγε για το Δελχί, και ζήτησε καταφύγιο στο σπίτι τού Ζουλφικάρ Χαν και τού πατέρα του Ασάντ Χαν. Ωστόσο, οι δύο τον φυλάκισαν και τον παρέδωσαν στον Φαρουχσιγιάρ, με την ελπίδα να εξασφαλίσουν την εύνοιά του. Ο Φαρουχσιγιάρ εκτέλεσε τόσο τον Τζαχαντάρ Σαχ όσο και τον Ζουλφικάρ Χαν: τον Τζαχαντάρ Σαχ τον χτύπησαν μέχρι θανάτου και στη συνέχεια να αποκεφάλισαν στις 11 Φεβρουαρίου 1713.[14] Το σώμα τού Τζαχαντάρ Σαχ περιφέρθηκε γύρω από το Δελχί σε τμήματα, κρεμασμένο ανάποδα από δύο ελέφαντες. [15] Τάφηκε στον τάφο τού Χουμαγιούν.[14]
Ο Τζαχαντάρ Σαχ επανεισήγαγε τη διπλή ρουπία και εξέδωσε νομίσματα σε χρυσό, άργυρο και χαλκό. Οι διπλές ρουπίες ήταν δύο νομίσματα, ένα τού Aμπού-αλ-Φατέχ και ένα τού Σαχάμπ Κιράν. Τα χάλκινα παϊσά εκδόθηκαν και στα δύο πρότυπα βάρους, δηλαδή των 20 και 14 γραμ.