Τζοβάνι Ανιμούτσια | |
---|---|
Γέννηση | 1520 (περίπου)[1] Φλωρεντία |
Θάνατος | 20 Μαρτίου 1571[2] και 1571[3][4][5] Ρώμη |
Ιδιότητα | συνθέτης[4], διευθυντής ορχήστρας και διευθυντής χορωδίας |
Αδέλφια | Paolo Animuccia[6] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Τζοβάνι Ανιμούτσια, (ιταλ. Jovanni Animuccia, Φλωρεντία περ. 1500 [i] – Ρώμη 20 Μαρτίου 1571) ήταν Ιταλός συνθέτης θρησκευτικής μουσικής και αρχιμουσικός της Αναγέννησης. Αν και παραγνωρισμένος, υπήρξε από τους πιο σημαντικούς μουσικούς που προηγήθηκαν λίγα χρόνια του Παλεστρίνα, τού οποίου -πιθανόν- υπήρξε μέντορας.
Ως αρχιμουσικός (maestro di capella) του Προσευχηταρίου [ii] του Φιλίππο Νέρι (Filippo Romolo Neri) και του Ιουλιανού Παρεκκλησίου (capella Giulia) της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου, έγραψε μουσική για την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, κατά την διάρκεια των αναταραχών κατά την Αντιμεταρρύθμιση και στο πλαίσιο των νέων κινημάτων που άρχισαν να εμφανίζονται γύρω στα μέσα του 16ου αιώνα. Η μουσική του αντικατοπτρίζει, ακριβώς, αυτές τις αλλαγές.
Ο Ανιμούτσια γεννήθηκε στη Φλωρεντία, στις αρχές του 16ου αιώνα. [i] Ο αδελφός του Πάολο (Paolo Animuccia) ήταν, επίσης, συνθέτης. Λίγα είναι γνωστά σχετικά με την μόρφωση και την εργασία του κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Πάντως, το 1ο και 2ο βιβλία τού συνθέτη με μαδριγάλια δείχνουν ομοιότητες με, και μπορεί να έχουν πρότυπο την, μουσική τού λίγο μεγαλύτερου σε ηλικία Φ. Κορτέτσια (Francesco Corteccia), αυλικού συνθέτη του Δούκα Κόζιμο Α΄ των Μεδίκων. Φαίνεται ότι, οι Ανιμούτσια και Κορτέτσια ήταν οι μόνοι σημαντικοί συνθέτες μαδριγαλίων στην Φλωρεντία εκείνης της εποχής και δημοσίευσαν τέτοια έργα, περίπου το 1547.[7] Το όνομα τού Ανιμούτσια αναφέρεται, επίσης, στους λογοτεχνικούς κύκλους της Φλωρεντίας, γεγονός που υποδηλώνει ότι είχε ασχοληθεί με την πολιτιστική ζωή της πόλης.[8]
Μετά την άφιξή του στη Ρώμη το 1550, ο Ανιμούτσια, προσελήφθη από τον Καρδινάλιο Γ. Σφόρτσα (Guido Ascanio Sforza). Γρήγορα, μέσω της διασύνδεσής του με κύκλους της Φλωρεντίας (ιδίως με την εξόριστη οικογένεια Altoviti), συνάντησε τον κληρικό Φιλίππο Νέρι (Filippo Romolo Neri) ο οποίος, αργότερα, θα μείνει στην Ιστορία ως ο Απόστολος της Ρώμης. Ο Νέρι ίδρυσε μια θρησκευτική σύναξη, το Προσευχητάριο (Oratory) που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1550, ως μικρές και άτυπες συνεδριάσεις για θρησκευτική συζήτηση και προσευχή. Οι συναντήσεις αυτές, σύντομα, άρχισαν να προσελκύουν μεγάλον αριθμό ατόμων και, το 1558, όταν ο Νέρι κατόρθωσε να πάρει μεγαλύτερη αίθουσα, εισήχθη η πρακτική του πνευματικού/θρησκευτικού τραγουδιού laudi spirituali. Το τραγούδι αυτό ήταν μια δημοφιλής πρακτική στη Φλωρεντία, ακολουθώντας την κληρονομιά τού Τζιρόλαμο Σαβοναρόλα που ενθάρρυνε έντονα τη χρήση του. Αν και η ακριβής ημερομηνία δεν είναι γνωστή, ο Ανιμούτσια ανέλαβε την μουσική γι 'αυτές τις συναντήσεις από νωρίς και παρέμεινε αρχιμουσικός του Προσευχηταρίου μέχρι τον θάνατό του. Ο Νέρι ήταν τόσο ευχαριστημένος μαζί του, που είπε ότι είχε «δει την ψυχή [του] ... να πετάει προς τα πάνω, προς τον ουρανό».[9] Το Προσευχητάριο ήταν σε θέση να προσελκύει πολλούς μουσικούς που μπορούσαν να προσφέρους εθελοντικά τις υπηρεσίες τους. Σε αυτούς, διαχρονικά, συμπεριλαμβάνονταν ο διάσημος τραγουδιστής Φ. Σότο ντε Λάνγκα (Francesco Soto de Langa) από την Καπέλα Σιξτίνα, ο Παλεστρίνα και, ίσως, ο συνθέτης Τομάς Λουίς ντε Βικτόρια που έζησε στο σπίτι του Νέρι για πέντε χρόνια.[10]
Ο Ανιμούτσια εξέδωσε δύο βιβλία laudi spirituali για χρήση στο Προσευχητάριο του Νέρι (1563 και 1570).[11] Το έργο αυτό αποτέλεσε τη βάση για τα ορατόρια που δεν έλκουν την γραμμή καταγωγής τους από τα πολυφωνικά Γρηγοριανά Πάθη.[9] Η επιρροή της Φλωρεντίας στον Ανιμούτσια είναι εμφανής καθώς, μερικά από τα κείμενά του προέρχονται από την πόλη.[12] Στιλιστικά τα δύο βιβλία είναι, μάλλον, διαφορετικά. Το πρώτο βιβλίο περιέχει απλά, ομοφωνικά laudi, πιθανώς προορισμένα να αποδοθούν από ερασιτέχνες τραγουδιστές, ως μέρος των πρώτων λατρευτικών συγκεντρώσεων στο Προσευχητάριο του Νέρι. Η μουσική στο δεύτερο βιβλίο είναι πολύ πιο κοντά στο ύφος και δομή των μαδριγαλίων, με μεγαλύτερη ποικιλία, ηχητική και γλωσσική (λατινικά και ιταλικά). Οι λόγοι, για αυτές τις αλλαγές, αναφέρονται στην αφιέρωσή του:
«Το Προσευχητάριο έχει διευρυνθεί, με τη χάρη του Θεού, καθώς έρχονται αρχιερείς και σημαντικοί κύριοι, και θεώρησα ότι, σε αυτό το δεύτερο βιβλίο, πρέπει να εμπλουτίσω την αρμονία και τον συνδυασμό των μερών, μεταβάλλοντας τη μουσική με διάφορους τρόπους, άλλοτε με λατινικές λέξεις και άλλοτε στην καθομιλουμένη, άλλοτε με ένα μεγαλύτερο αριθμό φωνών και άλλοτε με μικρότερο, με στίχους άλλοτε του ενός είδους και άλλοτε του άλλου και, σε ότι με αφορά, όσο το δυνατόν λιγότερο με απομιμήσεις και πολυπλοκότητες, προκειμένου να μην δυσκολεύει η κατανόηση του κειμένου».[7]
Στο μεταξύ, το εκκλησίασμα του Προσευχηταρίου είχε αυξηθεί σημαντικά, και ο Ανιμούτσια επιθυμούσε να προσφέρει πιο περίπλοκη μουσική: «για να προσελκύσω σημαίνοντες ανθρώπους στις εκκλησίες, μέσα από την μουσική», όπως έλεγε.
Ο Ανιμούτσια εργαζόταν ως αρχιμουσικός (magister cantorum) του Ιουλιανού Παρεκκλησίου (capella Giulia) της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό, από τον Ιανουάριο του 1555,[13] μετά την προαγωγή του Παλεστρίνα από τον Πάπα Ιούλιο Γ’ στην Καπέλα Σιξτίνα.[14] Το σημαντικότερο έργο του για την περίοδο αυτή ήταν το Πρώτο Βιβλίο Λειτουργιών για 4-6 φωνές (Il Primo Libra di Messe, λατινικά: Missarum Liber Primus, 1567). Η σημασία αυτού του βιβλίου οφείλεται στο γεγονός ότι, το ύφος των συνθέσεων επηρεάστηκε άμεσα από τις λειτουργικές μεταρρυθμίσεις που έλαβαν χώρα στην Σύνοδο του Τρέντο μέσω της επιρροής της Επιτροπής Μεταρρύθμισης στη Ρώμη, της οποίας υπήρξε μέλος. Κατείχε το αξίωμα μέχρι το θάνατό του στη Ρώμη το 1571, οπότε τον διαδέχθηκε ο Παλεστρίνα, ο οποίος ήταν φίλος του και, πιθανότατα, μαθητής του.[13]
Η τελική συνεδρίαση της Συνόδου του Τρέντο ήταν το 1563. Μία από τις κύριες υποθέσεις της Συνόδου, στα τελευταία στάδια της, ήταν η μεταρρύθμιση της Λειτουργίας, ιδίως στις «καταχρήσεις της».[15] Για την εφαρμογή των συστάσεων της Συνόδου στη Ρώμη, μια Επιτροπή Μεταρρύθμισης συστάθηκε, με επικεφαλής τους καρδινάλιους Carlo Borromeo και Vitellozzo Vitelli. Τα κύρια θέματα που προσπάθησαν να διευθετήσουν σχετικά με την εκκλησιαστική μουσική ήταν, η «ευκρίνεια» (δηλαδή, ότι θα πρέπει οι Λειτουργίες να συντίθενται έτσι, ώστε τα λόγια να μπορούν να γίνουν κατανοητά) και η χρήση της κοσμικής μουσικής στις Λειτουργίες. Το 1565, το ημερολόγιο της χορωδίας του παπικού παρεκκλησίου καταγράφει ότι, ο Καρδινάλιος Vitelli ζήτησε από τους χορωδούς να συγκεντρωθούν στο σπίτι του για μια πρόβα κάποιων Λειτουργιών, ώστε να διαπιστώσει εάν θα μπορούσε να γίνει κατανοητό το κείμενο.[16] Ο Ανιμούτσια, ως αρχιμουσικός (magister cantorum) του Ιουλιανού Παρεκκλησίου θα είχε, αναμφίβολα, επίγνωση αυτής της δοκιμής, οπότε δεν αποτελεί έκπληξη ότι, το 1566, υπάρχει αρχειοθετημένη αναφορά γι’ αυτόν, να τού καταβληθούν τα δεδουλευμένα «για την σύνθεση πέντε Λειτουργιών, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Συνόδου [του Τρεντ]».[7] Το Πρώτο Βιβλίο Λειτουργιών του Ανιμούτσια, δημοσιεύθηκε στην Ρώμη ένα χρόνο αργότερα. Στην αφιέρωσή του γράφει ο συνθέτης:
«...προσπάθησα να κοσμήσω αυτά τα Θεία εγκώμια με τέτοιο τρόπο, ώστε, η μουσική να διαταράξει την ακρόαση του κειμένου όσο το δυνατόν λιγότερο, ωστόσο, με τέτοιο τρόπο που, να μην μπορεί να είναι εντελώς άνευ τεχνικής και να μπορεί να συμβάλει -σε κάποιο μέτρο- στην ευχαρίστηση του ακροατή...».[16]
Άλλα έργα που συνέθεσε ο Ανιμούτσια περιλαμβάνουν τέσσερις συλλογές με πνευματικά μαδριγάλια (madrigali spirituali, Βενετία 1547, Ρώμη 1551, 1554 και 1565 [17]) και μια συλλογή από ύμνους, μοτέτα, λειτουργίες και μεγαλυνάρια (1568).
Όλες οι Λειτουργίες του Ανιμούτσια είναι, στην ουσία, ελεύθερα παραφρασμένα cantus planus, ώστε να ικανοποιείται η απαίτηση για την εξάλειψη των κοσμικών επιρροών. Αξίζει να σημειωθεί ότι, η παρουσίαση του προαναφερθέντος «κατανοητού» ύφους είναι εμφανής μόνο στα Gloria και τα Credo. Πάντως, ακόμη και σε αυτά τα μέρη της Λειτουργίας, ο συνθέτης φαίνεται «απρόθυμος» να θυσιάσει όλα τα δημιουργικά του τεχνάσματα. Αντ 'αυτού εναλλάσσει ομοφωνικές φράσεις με πολυφωνικές. Στο βιβλίο του, συνειδητά, προσπαθεί να συνθέσει μουσική που «συμβιβάζει», όπως το βλέπει, τους δύο πόλους: την «αρτιστικότητα» με την «κατανόηση», δηλαδή, το να καταστεί το κείμενο ηχητικά κατανοητό, αλλά την ίδια στιγμή να ηχεί όμορφα. Ως εκ τούτου, να εκπληρώσει την πιο σημαντική λειτουργία της μουσικής: να παρασύρει τον ακροατή βαθύτερα στην προσευχή και πιο κοντά στο Θεό. Άλλα σημαντικά στυλιστικά χαρακτηριστικά τού ύφους σύνθεσης τού Ανιμούτσια περιλαμβάνουν παραλλαγές στις υφές των φωνών και τούς χρωματισμούς.[14]
Τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά που περιγράφονται στις Λειτουργίες και τα laudi spirituali του Ανιμούτσια, μπορεί να θεωρηθούν ως προίμια τού τρόπου με τον οποίο η χορωδιακή μουσική θα βαδίσει από τα τέλη του 16ου αιώνα προς τον 17ο αιώνα.[13] Ειδικά, η χρήση διαφορετικών φωνητικών ομάδων μπορεί να θεωρηθεί ως ένα πολύ πρώιμο παράδειγμα της πολυχορωδιακής τεχνικής chori spezzati,[18] η οποία έγινε πολύ δημοφιλής στη Ρώμη λίγο μετά τον θάνατο του Ανιμούτσια.[19] Αν και η συμβολή του στην Λειτουργική μουσική εκείνης της εποχής επισκιάστηκε, σύντομα, από τα χορωδιακά έργα των διασήμων συγχρόνων του, Παλεστρίνα και Τομάς Λουίς ντε Βικτόρια, τα έργα του παραμένουν σημαντικό παράδειγμα ως προς έναν από τους τρόπους με τους οποίους ένας συνθέτης προσπάθησε να ασχοληθεί με τα μουσικά ζητήματα που προέκυψαν από την Σύνοδο του Τρέντο. Επιπροσθέτως, η σημαντική συμβολή του στην πρώιμη μουσική ζωή του Προσευχηταρίου του Νέρι, έθεσε προτεραιότητα για τις μελλοντικές εξελίξεις της μουσικής που σχετίζεται με αυτό τον θεσμό και που, τελικά, θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη του ορατορίου.
i. ^ Άλλες πηγές αναφέρουν ως πιθανή ημερομηνία γέννησης του συνθέτη, τα τέλη του 15ου αιώνα,[20] το 1500 (περίπου),[11] το 1514,[17][21] και το 1520 (περίπου) [7]
ii. ^ Αλλιώς Ορατόριο [17] (καμία σχέση με την μουσική φόρμα)