Τζουζέπε Γκατσανίγκα | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 5 Οκτωβρίου 1743[1][2][3] Βερόνα[4][5] |
Θάνατος | 1 Φεβρουαρίου 1818[1][2][3] ή 1 Φεβρουαρίου 1819[5] Κρέμα[5] |
Χώρα πολιτογράφησης | Βενετική Δημοκρατία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ιταλικά[6][7] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | συνθέτης[4] |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | αρχιμουσικός εκκλησιαστικής μουσικής |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Τζουζέπε Γκατσανίγκα (Giuseppe Gazzaniga, Βερόνα 5 Οκτωβρίου 1743 – Κρέμα 1 Φεβρουαρίου 1818) ήταν Ιταλός συνθέτης του 18ου αιώνα, μέλος της περίφημης Ναπολιτάνικης Σχολής στην όπερα. Αν και αποκομμένος από τις παραδόσεις της Βενετίας, θεωρείται από τους τελευταίους συνθέτες που ασχολήθηκαν με την (όπερα μπούφα) και συνδετικός κρίκος με την επονομαζόμενη όπερα κομίκ όπως, τουλάχιστον, την αντιλαμβανόταν ο Ροσίνι.[8]
Ο Γκατσανίγκα γεννήθηκε στη Βερόνα, το 1743. Ο, αυστηρών αρχών, πατέρας του τον προόριζε να ακολουθήσει σταδιοδρομία ιερωμένου αλλά, εκείνος, υπακούοντας στη φυσική του κλίση μελετούσε κρυφά μουσική. Ωστόσο, μπόρεσε να ασχοληθεί σοβαρά και απρόσκοπτα με αυτήν, μόνο μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 1760.[9] Αρχικά, σπούδασε στη Βενετία και έπειτα στο Ωδείο του Αγίου Ονουφρίου της Νάπολης,[10] στο οποίο είχε δασκάλους τους Ν. Πιτσίνι (Niccolò Piccinni) και Ν. Πόρπορα (Nicola Porpora).[8] Έγινε διευθυντής παρεκκλησίου στον καθεδρικό ναό της Κρέμα, όπου άρχισε να συνθέτει κυρίως όπερες αλλά και θρησκευτική μουσική.[10] Παρουσίασε την πρώτη του όπερα, Ο Βαρόνος της Τρόκια, στο «Νέο Θέατρο» της Νάπολης, κατά τη διάρκεια του Καρναβαλιού του 1768.[11]
Μεγάλη επιτυχία σημείωσε η όπερά του, Ο Τρύγος (Φλωρεντία, 1778), η οποία ανεβάστηκε σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, όπως στη Βιέννη, το Βερολίνο, το Λονδίνο και τη Λισαβόνα. Αργότερα, εδραιώθηκε στο εξωτερικό με την όπερα Ο Ψευτοτυφλός (1786), που γράφηκε για το Θέατρο της Αυλής της Βιέννης.[12] Θα περάσει τις επόμενες δεκαετίες γράφοντας στην Ιταλία, με εξαίρεση μερικά ταξίδια του στη Δρέσδη, τη Βιέννη και την Πράγα. Η πιο επιτυχημένη όπερά του ήταν, αναμφίβολα, ο Ντον Τζοβάνι ή ο Πέτρινος Συνδαιτημόνας, αλλιώς, Ο Τενόρος Ντον Τζοβάνι, που γράφηκε το 1787 σε λιμπρέτο του Τ. Μπερτάτι (Giovanni Bertati) και που, ενδεχομένως, αποτέλεσε έμπνευση για το ομώνυμο λιμπρέτο του Λ. Ντα Πόντε (Lorenzo Da Ponte) για τον Ντον Τζοβάνι του Μότσαρτ.[8][13] Η συγκεκριμένη όπερα του Γκατσανίγκα ήταν, σίγουρα, γνωστή τόσο στον Μότσαρτ όσο και στον Ντα Πόντε.[12] Η τελευταία όπερα του Γκατσανίγκα, Μαρτίνο Καρμπονάρο, παρουσιάστηκε στο Θέατρο «San Moisè» στη Βενετία, το 1801.
Στην τελευταία περίοδο της ζωής του, ο Γκατσανίγκα αφιερώθηκε στη σύνθεση οργανικής και θρησκευτικής μουσικής, όπου είναι δυνατόν να εκτιμηθεί η έξυπνη γραφή, στυλιστικά αξιοσημείωτη για την ευγένεια της έμπνευσης και της φροντίδας των λεπτομερειών για τα γούστα της εποχής, επηρεασμένη αναπόφευκτα από το θεατρικό ύφος. Πέθανε στην Κρέμα της Λομβαρδίας, το 1818.
Επίσης, συνέθεσε μία συμφωνία (sinfonia) για 2 κόρνα, 2 όμποε, 2 βιολιά, βιόλα και μπάσο κοντίνουο, 3 κοντσέρτα για πιάνο, ψαλμούς και ύμνους για σολίστ, χορωδία και ορχήστρα κ.α.