Η ταινία Τζούλια (Αγγλικά Julia) είναι δράμα παραγωγής 1977 σε σκηνοθεσία Φρεντ Τσίνεμαν και βασισμένη στην αυτοβιογραφία, με τίτλο Πεντιμέντο, της Αμερικανίδας δραματουργού Λίλιαν Χέλμαν, που την υποδύεται η Τζέιν Φόντα. Τη Φόντα πλαισιώνει ένα λαμπρό επιτελείο ηθοποιών που απαρτίζεται από τους Βανέσα Ρεντγκρέιβ, Τζέισον Ρόμπαρντς, Μαξιμίλιαν Σελλ και μια νεαρή Μέριλ Στριπ που στα 28 της έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο. Η διασκευή του μυθιστορήματος έγινε από τον Άλβιν Σάρτζεντ και η ταινία προτάθηκε για 11 βραβεία όσκαρ (μεταξύ των οποίων και Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και βραβεύτηκε με τρία.
Η ταινία αναφέρεται στη ζωή της Λίλιαν Χέλμαν (Τζέιν Φόντα) εστιάζοντας περισσότερο την προσοχή της στην περίοδο του Μεσοπολέμου, στη σχέση της με την παιδική της φίλη Τζούλια (Βανέσα Ρεντγκρέιβ) καθώς και με τον σύντροφό της επί χρόνια, το συγγραφέα Ντάσιελ Χάμετ (Τζέισον Ρόμπαρντς). Την περίοδο που η Χέλμαν καταφέρνει να κάνει επιτυχία με το πρώτο της θεατρικό έργο "Η ώρα των παιδιών", η φίλη της Τζούλια σπουδάζει ιατρική στην Ευρώπη και συναναστρέφεται με μεγάλους επιστήμονες όπως ο Σίγκμουντ Φρόιντ κι ο Άλμπερτ Αϊνστάιν. Τότε ξεκινά η άνοδος του φασιστικού κινήματος στη Γερμανία. Η Τζούλια επαναστατικό και ανήσυχο πνεύμα λαμβάνει μέρος στην αντίσταση κατά των ναζί και σε μια συμπλοκή χάνει το πόδι της. Όταν η Λίλιαν καλείται σε ένα ρώσικο θεατρικό φεστιβάλ ως τιμώμενο πρόσωπο, η Τζούλια επικοινωνεί μαζί της ζητώντας της ν' αλλάξει την πορεία του ταξιδιού της κι αντί να περάσει από τη Βιέννη να κατευθυνθεί προς τη Μόσχα μέσω Βερολίνου, μεταφέροντας χρήματα που θα βοηθήσουν την αντίσταση κατά των ναζί. Η αποστολή είναι ριψοκίνδυνη δεδομένου ότι η Λίλιαν είναι εβραϊκής καταγωγής.
Προτελευταία ταινία του Φρεντ Τσίνεμαν μεγάλου δημιουργού του αμερικανικού κιμηματογράφου υπεύθυνου εκτός των άλλων για τη σκηνοθεσία των ταινιών: Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές (High Noon, 1952), Όσο υπάρχουν άνθρωποι (From Here To Eternity, 1953) και Ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές (A Man For All Seasons, 1966). Η ταινία πραγματεύται τη ζωή της Αμερικανίδας δραματουργού Λίλιαν Χέλμαν, συγγραφέως των θεατρικών Οι μικρές αλεπούδες και του Η ώρα των παιδιών.
Το κάστινγκ της ταινίας δεν ήταν από τα ευκολότερα καθώς μια σειρά ηθοποιών όπως η Φέι Ντάναγουεϊ κι η Τζούλι Κρίστι απέρριψαν το ρόλο της Τζούλιας, η Μπάρμπαρα Στρέιζαντ απέρριψε το ρόλο της Λίλιαν Χέλμαν κι ο Τζακ Νίκολσον εκείνον του Ντάσιελ Χάμετ (συγγραφέα του μυθιστορήματος Το γεράκι της Μάλτας). Ο σκηνοθέτης πρότεινε στους παραγωγούς της ταινίας τη Τζέιν Φόντα και τη Βανέσα Ρεντγκρέιβ για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους αλλά εκείνοι έφερναν αντιρρήσεις, λόγω των πολιτικών πεποιθήσεων των ηθοποιών αυτών. Μόνο όταν τελικά δεν υπήρξε κανείς πρόθυμος να καλύψει τους δυο ρόλους απευθύνθηκαν στις Φόντα και Ρεντγκρέιβ. Όσο γινόταν η διανομή των ρόλων και η επιλογή των ηθοποιών, ο Τσίνεμαν σκέφτηκε να δώσει το ρόλο της Τζούλιας στην πρωτοεμφανιζόμενη Μέριλ Στριπ, η οποία τελικά ανέλαβε ένα μικρό ρόλο στην ταινία.
Η ταινία έγινε μεγάλη επιτυχία στο box-office, έλαβε διθυραμβικές κριτικές και 11 υποψηφιότητες για όσκαρ. 11 μεταξύ των οποίων και εκείνο για την καλύτερη ταινία του 1977. Ένα όσκαρ το οποίο έχασε από την ταινία Ο νευρικός εραστής (Annie Hall, 1977) του Γούντι Άλεν. Οι επίσης υποψήφιοι Φόντα και Τσίνεμαν έχασαν το όσκαρ από τους Ντάιαν Κίτον και Γούντι Άλεν αντίστοιχα. Ενώ η Βανέσα Ρεντγκρέιβ και ο Τζέισον Ρόμπαρντς κέρδισαν τα όσκαρ του Β' ανδρικού και γυναικείου αντίστοιχα (για τον Ρόμπαρντς ήταν το δεύτερο όσκαρ Β΄ανδρικού ρόλου στη σειρά, καθώς είχε κερδίσει το ίδιο βραβείο ένα χρόνο πριν για το Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου (All The President's Men, 1976).
Βράβευση:
Υποψηφιότητα:
Η νίκη της Ρεντγκρέιβ συνοδεύτηκε από λογοκρισία. Η ηθοποιός θεωρούταν ήδη από καιρό το φαβορί για τη νίκη, αλλά το γεγονός ότι την ίδια χρονιά είχε συμμετάσχει σ' ένα ντοκιμαντέρ που πραγματευόταν το ζήτημα της Παλαιστίνης και είχε ταχθεί φανερά υπέρ των Παλαιστινίων, υποκίνησε μια ομάδα Εβραίων να συγκεντρωθεί έξω από το θέατρο όπου γινόταν η απονομή για να διαμαρτυρηθούν τόσο για την υποψηφιότητα όσο και για τη βράβευσή της. Στα πανό που κρατούσαν ήταν γραμμένη η φράση "Βανέσα δολοφόνε!". Η Ρεντγκρέιβ ως απάντηση εκφώνησε τον παρακάτω λόγο που προκάλεσε αναστάτωση στο κοινό:
Αγαπητοί μου συνάδερφοι... Σας ευχαριστώ πάρα μα πάρα πολύ γι' αυτή την τιμή που κάνετε στη δουλειά μου και πιστεύω ότι αυτή εγώ και η Τζέιν Φόντα κάναμε την καλύτερη μας δουλειά μέχρι στιγμής με αυτή την ταινία. Σας χαιρετώ λοιπόν, σας τιμώ και είμαι πολύ περήφανη που τις τελευταίες εβδομάδες δεν επιτρέψατε σε μια ομάδα σιωνιστών χούλιγκαν να σας τρομάξουν. Καθώς η συμπεριφορά τους είναι προσβλητική για τον εβραϊκό λαό, ένα λαό ο οποίος υπέφερε και πάλεψε ενάντια στο φασισμό. Κι εγώ υπόσχομαι να μάχομαι για πάντα ενάντια στο φασισμό και τον αντισημιτισμό! Ευχαριστώ!
Η υποδοχή του λόγου της ήταν ψυχρή από το κοινό και λίγο αργότερα βγήκε ο σεναριογράφος και πρόεδρος της ακαδημίας Πάντι Τσαγιέφσκι για να διαχωρίσει τη θέση της ακαδημίας από τις δηλώσεις της Ρεντγκρέιβ[9].