Τζων Ράτερ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | John Milford Rutter (Αγγλικά) |
Γέννηση | 24 Σεπτεμβρίου 1945[1][2][3] Λονδίνο |
Χώρα πολιτογράφησης | Αγγλία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αγγλικά[4] |
Σπουδές | Κλερ Κόλετζ σχολείο του Χάιγκεϊτ |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | διευθυντής ορχήστρας συνθέτης διευθυντής χορωδίας |
Εργοδότης | Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ |
Αξιοσημείωτο έργο | Requiem Magnificat Bang! Five Childhood Lyrics Gloria Mass of the Children |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Διοικητής του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας Knight Bachelor (2024) |
Ιστότοπος | |
johnrutter | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Τζων Μίλφορντ Ράτερ (John Milford Rutter, γενν. 24 Σεπτεμβρίου 1945) είναι Άγγλος συνθέτης, κυρίως χορωδιακής μουσικής, και διευθυντής χορωδίας, αλλά και ενορχηστρωτής και δισκογραφικός παραγωγός.
Γεννήθηκε στο Λονδίνο και τελείωσε το Σχολείο Χάιγκεϊτ, όπου είχε συμμαθητή τον Τζων Τάβενερ[5], ενώ ως μέλος χορωδίας εκεί έλαβε μέρος στην πρώτη ηχογράφηση του Πολεμικού ρέκβιεμ του Μπέντζαμιν Μπρίτεν το 1963, υπό τη διεύθυνση του ίδιου του συνθέτη.[6] Στη συνέχεια σπούδασε μουσική στο Κολέγιο Κλέιρ του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, όπου ήταν επίσης μέλος της χορωδίας. Συνέθεσε τα πρώτα του έργα όταν ακόμα ήταν φοιτητής.[6] Αργότερα έγινε Διευθυντής Μουσικής στο κολέγιο αυτό (1975-1979) και κατέστησε τη χορωδία του διεθνώς γνωστή.
Το 1981 ίδρυσε τη δική του χορωδία, τους «Cambridge Singers», την οποία διευθύνει και με την οποία ηχογράφησε πολλά έργα του θρησκευτικού χορωδιακού ρεπερτορίου (τόσο δικά του, όσο και άλλων), τα περισσότερα με τη δική του δισκογραφική εταιρεία, την «Collegium Records».
Από το 1985 έως το 1992 ο Ράτερ υπέφερε έντονα από σύνδρομο χρόνιας κοπώσεως, το οποίο περιόρισε το έργο του ως συνθέτη. Μετά το 1985 σταμάτησε να γράφει μουσική επί παραγγελία, καθώς δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί ότι θα τηρούσε χρονικές προθεσμίες παραδόσεως των έργων.[7]
Ο Ράτερ συνέθεσε κάλαντα, πάρα πολλούς ύμνους, καθώς και μεγαλύτερης διάρκειας έργα, όπως Gloria (1974), Requiem (1985), Magnificat (1990), Te Deum (1990) και άλλα. Η μουσική του Ράτερ είναι εκλεκτική, με εμφανείς τις επιρροές της γαλλικής και της αγγλικής χορωδιακής παραδόσεως των α΄ μισού του 20ού αιώνα, αλλά και της ελαφράς μουσικής.
Παρά το ότι συνέθεσε και διεύθυνε πλείστα έργα θρησκευτικής μουσικής, ο Ράτερ δήλωσε στην αμερικανική τηλεόραση (εκπομπή 60 Minutes) το 2003 ότι δεν ήταν ένας ιδιαιτέρως θρήσκος άνθρωπος, αλλά βαθιά πνευματικός και εμπνεόταν από την πνευματικότητα των θρησκευτικών στίχων και των προσευχών.[8][9] Βασικά θέματα σε εκείνη την εκπομπή, που μεταδόθηκε μια εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα του 2003, ήταν η προτίμηση για έργα του Ράτερ στις χορωδίες των ΗΠΑ, αλλά και άλλων χωρών, καθώς και η σύνθεσή του με τίτλο Mass of the Children, γραμμένη μετά τον αιφνίδιο θάνατο του γιου του Κρίστοφερ, φοιτητή στο Κολέγιο Κλέιρ του Κέιμπριτζ, όπου είχε σπουδάσει και ο ίδιος ο συνθέτης.
Σε συνέντευξη του 2009 ο Ράτερ συζήτησε το πώς εννοεί την έννοια της «μεγαλοφυΐας» και την ικανότητά της να μεταμορφώνει ζωές – είτε αυτή η μεγαλοφυΐα επικοινωνείται μέσω της μουσικής, είτε με άλλους τρόπους ή μέσα. Παρομοίασε την καθαρότητα της μουσικής με εκείνη των μαθηματικών, με τα οποία και τη συνέδεσε αναφέροντας την αρχαία ελληνική ανακάλυψη ότι οι συχνότητες που αντιστοιχούν στις αρμονίες σχετίζονται μεταξύ τους με απλούς λόγους μικρών ακεραίων.[10]