Τομ φον Πρινς (Tom von Prince) | |
---|---|
Οικογενειακή φωτογραφία του Τομ φον Πρινς, της συζύγου του Μαγκνταλέν φον Μάσοβ και του μωρού τους (π. προ του 1910). | |
Γέννηση | 9 Ιανουαρίου 1866 Πορ-Λουί, Μαυρίκιος |
Θάνατος | 4 Νοεμβρίου 1914 (48 ετών) Τάνγκα, Γερμανική Ανατολική Αφρική σημερινή Τανζανία) |
Χώρα | Γερμανική Αυτοκρατορία Γερμανική Αυτοκρατορία, Γερμανική Ανατολική Αφρική |
Κλάδος | Γερμανικός Αυτοκρατορικός Στρατός |
Βαθμός | Λοχαγός |
Μάχες/πόλεμοι | Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος * Μάχη της Τάνγκα |
Σύζυγος | Magdalene von Prince |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Τομ φον Πρινς (στα Γερμανικά: Tom von Prince) (γεννήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 1866, στο Πορ-Λουί, Μαυρικίου και απεβίωσε στις 4 Νοεμβρίου 1914), στην Τάνγκα, Τανγκανίκα (σημερινή Τανζανία), ήταν υπολοχαγός στην Εταιρεία της Γερμανικής Ανατολικής Αφρικής καθώς και ιδιοκτήτης φυτείας στη Γερμανική Ανατολική Αφρική.
Πιο συγκεκριμένα, σκοτώθηκε στη Μάχη της Τάνγκα κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ως Λοχαγός στη Schutztruppe (αποικιακή δύναμη).[Σημ. 1]
Γεννήθηκε στο Πορ-Λουί, Μαυρικίου στις 9 Ιανουαρίου 1866, πατέρας του ήταν ο Σκωτσέζος Τόμας Χένρι Πρινς (Thomas Henry Prince) και ο οποίος ήταν Βρετανός αστυνομικός κυβερνήτης στη Βρετανική νησιωτική αποικία του Μαυρικίου και η μητέρα του ήταν Γερμανίδα. Μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του επέστρεψε στη Γερμανία. Αφότου ορφάνεψε, ο φον Πρινς και η αδελφή του εκπαιδεύτηκαν στην Αγγλία. Αργότερα, η οικογένεια της μητέρας του, τον έφερε στη Γερμανία και τον εισήγαγε στη Στρατιωτική Ακαδημία Kassel (Kadettenanstalt Kassel) για τους νέους Πρώσσους άρρενες αριστοκράτες, στη Λεγκνίτσα (Legnica), Σιλεσία, Πολωνία. Ήταν συμμαθητής με τον μελλοντικό ανώτερό του Πάουλ φον Λέτοβ-Φόρμπεκ. Εδώ, συνάντησε επίσης και με την μέλλουσα σύζυγό του Μαγκνταλέν φον Μάσοβ (Magdalene von Massow).
Το 1887 εντάχθηκε στον Γερμανικό Αυτοκρατορικό Στρατό και υπηρέτησε στο Αριθ. 99 Πρωσσικό Σύνταγμα Πεζικού, το οποίο ήταν σταθμευμένο πλησίον του Στρασβούργου. Το 1889 συνταξιοδοτήθηκε από τον στρατό, με τον βαθμό του υπολοχαγού· και το 1890 προσχώρησε στην Kaiserliche Schutztruppe, η οποία αρχικά ονομαζόταν Wissmann Truppe, από την οποία αναπτύχθηκε η προστατευτική δύναμη για τη Γερμανική Ανατολική Αφρική. Περί το 1890, ο Τομ φον Πρινς ως υπολοχαγός, συμμετείχε στη Γερμανική Ανατολική Αφρική και προσπαθούσε να ελέγξει την «Οδό των Καραβανιών» για λογαριασμό της Wissmann Truppe. Στην Ανατολική Αφρική, ο Πρινς αρχικά συμμετείχε στην καταστολή των παράκτιων ανταρσιών. Στα επόμενα χρόνια, διηύθυνε στρατιωτικές αποστολές προκειμένου να υποτάξει το λαό των Χέχε (Hehe). Καθώς οι Χέχε, υπό τον Αρχηγό Μκουάουα, είχαν μόνο επιτεθεί και παρενοχλήσει τους Γερμανούς, οδηγώντας στην τρομερή απώλεια του Διοικητή Emil von Zelewski και πολλών από τους άνδρες του, ο Τομ Πρινς στάλθηκε πολύ ενδότερα, στη Λίμνη Νυάσα, μαζί με τον Wynecken, έναν πολιτικό εκπρόσωπο της Επιτροπής κατά της Δουλείας. Εδώ, γνωρίστηκε με τον Wissmann, ο οποίος του δάνεισε τον αρχηγό των σαφάρι Bauer. Οι τρεις τους Prince, Wynecken και Bauer, επρόκειτο να περικυκλώσουν τους Χέχε υπό τον Μκουάουα, με τη βοήθεια περισσοτέρων από 20 Atongas και χιλιάδων στρατιωτών Σάνγκου (Sangu), ορκισμένων εχθρών της φυλής των Χέχε. Κατεδίωξε τον Αρχηγό Μκουάουα, έως ότου τελικά, τον νίκησε και τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την πρωτεύουσά του, όπου αργότερα πέθανε στην ερημιά.
Το κρανίο του νεκρού Μκουάουα φυλάχτηκε από τον Λοχαγό Τομ φον Πρινς, όπου μετά από το αίτημα του μεταγενέστερου Κυβερνήτη Στρατηγού von Liebert, το εμπιστεύτηκε σε κάποιο μουσείο στη Γερμανία.[1]
Ο Πρινς διέκοπτε την υπηρεσία του στην Αφρική, με αρκετές παραμονές στη Γερμανία. Εδώ, νυμφεύθηκε τη Μαγκνταλέν φον Μάσοβ (Magdalene von Massow), η οποία και μετέβη μαζί του στην Αφρική. Το 1896 προήχθη στον βαθμό του Λοχαγού. Ο Πρινς εργάστηκε επίσης, στις περιφερειακές αρχές της Γερμανικής Ανατολικής Αφρικής, μεταξύ άλλων ως Κυβερνητικός Επίτροπος στη Λίμνη Νιάσα και αργότερα στην Περιφέρεια της Ιρίνγκα. Περί το 1900, ο Πρινς αποχώρησε από την προστατευτική δύναμη και την αποικιακή διοίκηση, προκειμένου να εγκατασταθεί ως γαιοκτήμων στην Ανατολική Αφρική. Μαζί με την σύζυγό του, ίδρυσε μια φυτεία πλησίον της περιοχής Σακκαράνι (Sakkarani) στα Ουσαμπάρα Όρη.
To 1906, o Πρινς ανυψώθηκε στην (Πρωσσική) κληρονομική ευγένεια.[2]
Με την εκδήλωση του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Πρινς επέστρεψε στην ενεργό στρατιωτική δράση και διοίκησε δύο Ευρωπαϊκούς λόχους της Γερμανικής Schutztruppe.
Ανακλήθηκε στην ενεργό δράση ως Hauptmann (Λοχαγός) και του ανατέθηκε η διοίκηση των Askaris[Σημ. 2][Υποσημ. 1][Υποσημ. 2] του 13ου Πεδινού Λόχου και της 7ης και της 8ης Schützenkompanien (λόχοι τυφεκιοφόρων, αποτελούμενοι κυρίως από τους υιούς των Γερμανών αποίκων).
Στις 15 Αυγούστου 1914, μετά από παρότρυνση του διοικητή του (τότε Αντισυνταγματάρχη) Πάουλ Έμιλ φον Λέτοβ-Φόρμπεκ, συνοδευόμενος από δυνάμεις Γερμανών και Askari, κατέλαβε (από τους Άγγλους) τη γειτονική πόλη Ταβέτα.[3][Σημ. 3]
Στις 4 Νοεμβρίου 1914, πληγώθηκε θανάσιμα από αδέσποτη σφαίρα[3] κατά τη Μάχη της Τάνγκα στην πάλη εναντίων του Βρετανικού 2nd Loyal North Lancashire Regiment. Η κηδεία του πραγματοποιήθηκε στην Τάνγκα, μαζί με αυτή άλλων 12 Γερμανών αξιωματικών.[4]
Τα ανδραγαθήματα του Πρινς, έκαναν τους Askari του, να του προσδώσουν το υποκοριστικό Bwana Sakarani — ο κύριος άγριος.[Σημ. 4]