Συγγραφέας | Φιόντορ Ντοστογιέφσκι |
---|---|
Τίτλος | Село Степанчиково и его обитатели |
Γλώσσα | Ρωσικά |
Ημερομηνία δημιουργίας | 1859 |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 1859 |
Μορφή | μυθιστόρημα |
Τόπος | Ρωσική Αυτοκρατορία |
LΤ ID | 591706 |
Προηγούμενο | Νιέτοτσκα Νιεζβάνοβα και Το όνειρο του θείου μου |
Επόμενο | Ταπεινοί και καταφρονεμένοι |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Το χωριό Στεπαντσίκοβο, με πλήρη τίτλο Το χωριό Στεπαντσίκοβο και οι κάτοικοί του (ρωσικός τίτλος: Село Степанчиково и его обитатели) είναι μυθιστόρημα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι που εκδόθηκε το 1859.[1]
Το θέμα του είναι ο αφόρητος ψυχολογικός εκφοβισμός που ασκεί ο υποκριτής και θρασύς Φομά Φόμιτς στον οικοδεσπότη του, τον ταγματάρχη Ροστάνεβ. Η πραότητα με την οποία ο ταγματάρχης υποτάσσεται και επιτρέπει σε όλους γύρω του, στους φίλους και τους υπηρέτες του, να εκφοβίζονται από τον Φομά, και η διεστραμμένη εφευρετικότητα του φιλοξενούμενου παράσιτου να επινοεί διάφορες ψυχολογικές ταπεινώσεις για τα θύματά του, δημιουργούν μια εντύπωση ανυπόφορου, σχεδόν σωματικού πόνου.[2]
Παρά το σοβαρό θέμα του, το μυθιστόρημα είναι γραμμένο με τόνο διασκεδαστικό.
Το χωριό Στεπάντσικοβο σηματοδότησε, μαζί με Το όνειρο του θείου μου (1859), την επιστροφή του Ντοστογιέφσκι στη λογοτεχνική σκηνή, μετά από αναγκαστική διακοπή δέκα ετών λόγω της καταδίκης και εξορίας του το 1849.
Ο Ντοστογιέφσκι έγραψε το έργο μεταξύ 1857 και 1858, αρχικά θέλοντας να γράψει μια θεατρική κωμωδία. Το μυθιστόρημα δημοσιεύτηκε σε περιοδικό το 1859 και εκδόθηκε για πρώτη φορά σε βιβλίο το 1860. Εκείνη την εποχή, το βιβλίο είχε μέτριες κριτικές και μόνο μετά τον θάνατο του Ντοστογιέφσκι ο χαρακτήρας του υποκριτή Φομά Φόμιτς έγινε εξαιρετικά δημοφιλής. Ορισμένοι τον σύγκριναν με τον Ταρτούφο του Μολιέρου ή με τον συγγραφέα Νικολάι Γκόγκολ.[2]
Ο Γιεγκόρ Ιλίτς Ροστάνεβ, ένας 40χρονος απόστρατος ταγματάρχης, είναι χήρος με δύο παιδιά 8 και 15 ετών. Είναι ευκατάστατος γαιοκτήμονας, ζει στο κτήμα του στο χωριό Στεπαντσίκοβο και κοντά του πρόσφατα ήρθε να μείνει η μητέρα του, μετά τον θάνατο του δεύτερου συζύγου της στρατηγού Κρακότκιν. Η στρατηγίνα, εξουσιαστική και ιδιότροπη, ζει περιτριγυρισμένη από μια κουστωδία από παρατρεχάμενες κυρίες και μεγαλοκοπέλες με ειδίκευση στα κουτσομπολιά. Στη συνοδεία της βρίσκεται και ο Φομά Φόμιτς Οπίσκιν, ένα παράσιτο προικισμένο με απέραντη αυτοεκτίμηση. Όλοι ζουν πλουσιοπάροχα εις βάρος του ταγματάρχη.
Η δράση αρχίζει όταν ο αφηγητής, ο Σεργκέι Αλεξάντροβιτς ανιψιός του Ροστάνεβ, καλείται από την Αγία Πετρούπολη στο κτήμα του θείου του με σκοπό να παντρευτεί τη νεαρή γκουβερνάντα Νάστενκα. Καθ'οδόν, μαθαίνει ανησυχητικά νέα για το σπίτι του θείου του. Όταν φτάνει, γίνεται μάρτυρας της εξέγερσης της 15χρονης ξαδέρφης του Σάσα εναντίον του Φομά: «Υπερασπίζω τον μπαμπά, γιατί ο ίδιος δεν ξέρει πώς να υπερασπιστεί τον εαυτό του.» Ο Σεργκέι ανησυχεί για τον θείο του, ξέρει ότι είναι πολύ γενναίος αλλά όχι αρκετά δυνατός για να αντισταθεί στην καταδυνάστευση της μητέρας του και του Φομά. [3]
Ο Φομά τυραννά τον Γιεγκόρ, τον ταπεινώνει συνεχώς, τον κατασκοπεύει τη νύχτα, του απαγορεύει να παντρευτεί τη φτωχή γκουβερνάντα Νάστενκα με την οποία ο θείος Γιεγκόρ είναι ερωτευμένος και θέλει να τον παντρέψει με τη μισότρελλη πλούσια Τατιάνα Ιβάνοβνα, απαιτεί να τον αποκαλούν «εξοχότατε», τρομοκρατεί τους υπηρέτες, τους υποχρεώνει να μάθουν γαλλικά και εξοργίζεται όταν πιάνει έναν νεαρό υπηρέτη να χορεύει, ζητάει συνεχώς την προσοχή στο πρόσωπό του και κάνει όλους να πιστεύουν ότι είναι ενάρετος παρά την εγωιστική και μοχθηρή συμπεριφορά του. Όταν ο Σεργκέι του επιτίθεται, του λέει ότι έχει μια αποστολή: «Είμαι σταλμένος από τον ίδιο τον Θεό για να ξεσκεπάσω την ατιμία όλου του κόσμου», όλο το σπίτι ζει σύμφωνα με τις ιδιοτροπίες του.
Η Τατιάνα Ιβάνοβνα έχει στο σπίτι κι άλλους ενδιαφερόμενους μνηστήρες, φιλοξενούμενους του θείου Γιεγκόρ: ο Μιζιντσίκοφ εκμυστηρεύεται στον Σεργκέι τα σχέδιά του να την κλέψει. Ωστόσο, το επόμενο πρωί τον προλαβαίνει ο Ομπνόσκιν και απαγάγει την Τατιάνα για να την παντρευτεί με το ζόρι με σκοπό να της πάρει την περιουσία. Μετά από καταδίωξη, η Τατιάνα επιστρέφει οικειοθελώς.[4]
Εν τω μεταξύ, ο Φομά Φόμιτς είναι έξαλλος επειδή έπιασε τον θείο Γιεγκόρ τη νύχτα στον κήπο με τη Νάστενκα. Ο θείος κάνει πρόταση γάμου στη Νάστενκα μπροστά σε όλους, ο Φομά προσβάλλει τη νεαρή γυναίκα και ο Ροστάνεβ, επί τέλους, τον διώχνει από το σπίτι του. Ο Φομά φεύγει, αλλά η καρότσα του πέφτει σε ένα χαντάκι. Ο θείος μετανιωμένος τρέχει να τον φέρει πίσω, όταν τον φέρνει όλοι τον παρακαλούν να μείνει. Ακολουθεί μια γενική συμφιλίωση και ο Φομά, σε τελευταία ανατροπή και αντιλαμβανόμενος προς τα πού φυσάει ο άνεμος, δίνει την ευλογία του στον γάμο μεταξύ του θείου Γιεγκόρ και της Νάστενκας, ευλογία που ήταν απαραίτητη ώστε να συναινέσει και η μητέρα του - η θέληση της μητέρας του είναι για τον Γιεγκόρ ιερή - που επίσης ήταν αρνητική στον γάμο.
Επίλογος: Πέρασαν επτά χρόνια, η στρατηγίνα πέθανε, η Νάστενκα επιβλήθηκε ως κυρία του σπιτιού, η Σάσα παντρεύτηκε και ο Ηλιούσα σπουδάζει στην Πετρούπολη. Ο Φομά Φόμιτς έζησε μαζί τους και μόλις πέθανε.[5]