Ο όρος υπερφαγία στην ιατρική σημαίνει την υπερβολική κατανάλωση τροφής[1], είτε λόγω αυξημένης όρεξης είτε λόγω υπερβολικής πείνας.[2] Δηλώνεται ως σύμπτωμα και όχι ως πάθηση[3]. Γενικά έχει συσχετιστεί με παχυσαρκία, υπέρταση (υπερβολική πρόσληψη αλατιού), βουλιμία, διαβήτη (διαταραχές στο μεταβολισμό των υδατανθράκων), εμφράγματα του μυοκαρδίου, ακόμα και καρκίνο.[εκκρεμεί παραπομπή]
Σε πολλές περιοχές του πλανήτη όπου υπάρχει πρόσβαση σε πλεονάσματα μη θρεπτικών τροφών, η υπερφαγία μπορεί να προκαλέσει υποσιτισμό. Η ψυχολόγος του πανεπιστημίου Γέιλ Κέλυ Μπράουνελ χαρακτηρίζει τις περιοχές αυτές "περιβάλλον τοξικών τροφίμων" όπου οι επεξεργασμένες τροφές έχουν το προβάδισμα έναντι των θρεπτικών τροφών. [4][5]
Η υπερφαγία προκαλείται κυρίως από ενδοκρινολογικούς παράγοντες και διάφορα φάρμακα.[6]
Ορισμένες περιπτώσεις άγχους προκαλούν υπερφαγία. Τυπικά συμπτώματα που παρουσιάζονται επίσης σε αυτή την περίπτωση περιλαμβάνουν ανησυχία, αϋπνία, επιμονή τραβήγματος της προσοχής των άλλων, ευερέθιστη συμπεριφορά, επιλεκτική απάθεια, δυσκολία αυτοσυγκέντρωσης και μπορεί να περιλαμβάνουν δυσλειτουργία του ουροποιητικού συστήματος ή σεξουαλική δυσλειτουργία.[6]
Σύνδρομα όπως το σύνδρομο Πράντερ-Γουίλι (Prader–Willi)[7][8] και το Bardet–Biedl[9], τα οποία προκαλούν ιδιαίτερα αυξημένη όρεξη και εμμονή με το φαγητό.