Ονομασία IUPAC | |
---|---|
(RS)-1,3-dimethyl- 7-[2-(1-phenylpropan-2-ylamino)ethyl]purine- 2,6-dione | |
Κλινικά δεδομένα | |
AHFS/Drugs.com | International Drug Names |
Οδοί χορήγησης | Oral |
Κυκλοφορία | |
Κυκλοφορία |
|
Κωδικοί | |
Αριθμός CAS | 3736-08-1 |
Κωδικός ATC | N06BA10 |
PubChem | CID 19527 |
DrugBank | DB01482 |
ChemSpider | 18398 |
UNII | YZ0N7VL5R3 |
KEGG | D07944 |
Χημικά στοιχεία | |
Χημικός τύπος | C18H23N5O2 |
Μοριακή μάζα | 341,42 g·mol−1 |
O=C2N(c1ncn(c1C(=O)N2C)CCNC(C)Cc3ccccc3)C | |
InChI=1S/C18H23N5O2/c1-13(11-14-7-5-4-6-8-14)19-9-10-23-12-20-16-15(23)17(24)22(3)18(25)21(16)2/h4-8,12-13,19H,9-11H2,1-3H3 Key:NMCHYWGKBADVMK-UHFFFAOYSA-N | |
(verify) |
Η φαινεθυλλίνη είναι ένα συνφάρμακο αμφεταμίνης και θεοφυλλίνης και προφάρμακο και για τα δύο. Επίσης αναφέρεται και ως φαιναιθυλίνη και φαινετυλίνη. Το φάρμακο διατέθηκε στην αγορά για χρήση ως ψυχοδιεγερτικό με τις εμπορικές ονομασίες Captagon, Biocapton και Fitton.[2][3]
Είναι πλέον μη νόμιμη ουσία στις περισσότερες χώρες του κόσμου και παράγεται κυρίως για παράνομη χρήση, εγκλήματα και τρομοκρατικές ενέργειες. Η Συρία θεωρείται ως η μεγαλύτερη παραγωγός χώρα αυτού του φαρμάκου στον κόσμο, συνεισφέροντας στο 80% των παγκόσμιων προμηθειών.[4][5]
Η φαινεθυλλίνη συντέθηκε για πρώτη φορά από τη γερμανική φαρμακευτική εταιρεία Degussa AG το 1961 και χρησιμοποιήθηκε για περίπου 25 χρόνια ως μια ηπιότερη εναλλακτική της αμφεταμίνης και των συναφών ενώσεων.[6]
Αν και δεν υπάρχουν εγκεκριμένες από τον FDA ενδείξεις για τη φαινεθυλλίνη, χρησιμοποιήθηκε στη θεραπεία των «υπερκινητικών παιδιών», σε αυτό που τώρα ονομάζεται ως διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας και, λιγότερο συχνά, για τη ναρκοληψία και την κατάθλιψη. Ένα από τα κύρια πλεονεκτήματα της φαινεθυλλίνης ήταν ότι δεν αυξάνει την αρτηριακή πίεση στον ίδιο βαθμό με μια ισοδύναμη δόση αμφεταμίνης και έτσι μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ασθενείς με καρδιαγγειακές παθήσεις.[7]
Η φαινεθυλλίνη θεωρήθηκε ότι έχει λιγότερες παρενέργειες και πολύ λιγότερες πιθανότητες κατάχρησης από την αμφεταμίνη. Ωστόσο, η φαινεθυλλίνη καταχωρήθηκε το 1981 ως ουσία που ελεγχόταν κατά χρονοδιάγραμμα στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ χρήστηκε ως παράνομη στις περισσότερες χώρες το 1986 μετά την καταχώρισή της από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας βάσει της Σύμβασης για τις ψυχοτρόπες ουσίες, παρόλο που τότε η κατάχρηση φαινεθυλλίνης ήταν αρκετά χαμηλή.[7]
Η κατάχρηση της φαινεθυλλίνης με το εμπορικό όνομα Captagon είναι κοινή στη Μέση Ανατολή,[8][9] και παραποιημένες εκδόσεις του φαρμάκου εξακολουθούν να είναι διαθέσιμες.[10][11] Το Captagon είναι πολύ λιγότερο συνηθισμένο εκτός της Μέσης Ανατολής, στο σημείο που η αστυνομία μπορεί να μην αναγνωρίσει το ναρκωτικό.
Η παραγωγή και η εξαγωγή του έχει γίνει μεγάλη βιομηχανία που χορηγείται από την Συριακή κυβέρνηση, με τα έσοδα από τις εξαγωγές να συμβάλλουν σε περισσότερα από 90% του ξένου νομίσματος του.[12] Το ετήσιο εμπόριο του καθεστώτος Άσαντ από το Captagon εκτιμάται ότι θα είχε αξία 57 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2022, περίπου τρεις φορές το συνολικό εμπόριο όλων των Μεξικανών βαρώνων ναρκωτικών.[13][14][4]
Το εν λόγω παράνομο φάρμακο έχει κατεξοχήν χρησιμοποιηθεί από άτομα σε τρομοκρατικές επιθέσεις.[15][16]