Τα Φράικορπς (γερμανικά: Freikorps, Ελεύθερα Σώματα) ήταν παραστρατιωτικές οργανώσεις που συγκροτήθηκαν στη Γερμανία μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Ο όρος χρησιμοποιούνταν από τον 18ο αιώνα για ομάδες εθελοντών στρατιωτών, ακόμη και αλλοδαπών. Η σημασία τους όμως άλλαξε μετά το 1918 καθώς αναμίχτηκαν ενεργά στην ασταθή μετά τον πόλεμο πολιτική σκηνή της Γερμανίας. Από τις τάξεις των Φράικορπς προήλθαν ορισμένα στελέχη της SA όπως ο Ερνστ Ρεμ, των SS, και ο Ρούντολφ Ες (διοικητής του Άουσβιτς).
Συγκροτήθηκαν κυρίως από βετεράνους του Α' Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και Γερμανούς πολίτες. Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Γερμανική Επανάσταση του 1918-1919, τα Φράικορπς τέθηκαν ως δεξιές παραστρατιωτικές πολιτοφυλακές για την καταπολέμηση της αριστεράς στη νεοσυσταθείσα Δημοκρατία της Βαϊμάρης. "Έκαναν αιματηρές αντιπαραθέσεις με ρεπουμπλικανούς και διέπραξαν μερικές από τις πιο διαβόητες δολοφονίες" της εποχής της Βαϊμάρης και θεωρούνται ευρέως ως "πρόδρομοι του ναζισμού".[1] Το Φράικορπ Έρχαρτ (Ehrhardt) ήταν το πρώτο που χρησιμοποίησε τη σβάστικα ως σημαία. Μια ολόκληρη σειρά βραβείων Φράικορπς υπήρξε επίσης.
Η σημασία της λέξης Φράικορπς άλλαξε με την πάροδο του χρόνου. Μετά το 1918, ο όρος χρησιμοποιήθηκε για τις παραστρατιωτικές οργανώσεις που ξεπήδησαν στη Γερμανία καθώς οι στρατιώτες επέστρεψαν μετά την ήττα στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν οι βασικές παραστρατιωτικές ομάδες της Βαϊμάρης που δραστηριοποιούνταν εκείνη την εποχή. Πολλοί Γερμανοί βετεράνοι αισθάνθηκαν αποσυνδεδεμένοι από την πολιτική ζωή και προσχώρησαν στα Φράικορπς, αναζητώντας σταθερότητα μέσα σε μια στρατιωτική δομή. Άλλοι, θυμωμένοι με την ξαφνική, φαινομενικά ανεξήγητη ήττα τους, ενώθηκαν σε μια προσπάθεια να καταστείλουν τις κομμουνιστικές εξεγέρσεις, όπως την εξέγερση των Σπαρτακιστών, ή να απονέμουν κάποια μορφή εκδίκησης σε όσους θεωρούσαν υπεύθυνους για την ανακωχή. Έλαβαν σημαντική υποστήριξη από τον Υπουργό Άμυνας Γκούσταβ Νόσκε, μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας. Ο Νόσκε τους χρησιμοποίησε για να συντρίψει τη γερμανική επανάσταση του 1918-19 και τη μαρξιστική Ένωση Σπάρτακος.[2] Τα Φράικορπς δραστηριοποιήθηκαν στην επιτυχημένη βίαιη καταστολή της επανάστασης του 1918 και την κατάλυση της Σοβιετικής Δημοκρατίας της Βαυαρίας, μιας προσωρινής κυβέρνησης που είχε εγκατασταθεί ως αποτέλεσμα της επανάστασης αυτής. Συμμετείχαν επίσης στην απαγωγή, το βασανισμό και τη δολοφονία του Καρλ Λίμπκνεχτ και της Ρόζας Λούξεμπουργκ.
Στις 5 Μαΐου 1919, τα μέλη του Φράικορπς Λύτσοφ στο Πέρλαχ κοντά στο Μόναχο, ενήργησαν έπειτα από πληροφορίες ενός τοπικού κληρικού, συνέλαβαν και σκότωσαν δώδεκα υποτιθέμενους κομμουνιστές εργαζόμενους (οι περισσότεροι από αυτούς ήταν στην πραγματικότητα μέλη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος). Ένα μνημείο στο Πφάντσελτπλατς στο Μόναχο μνημονεύει σήμερα το περιστατικό.[3][4][5]
Τα Φράικορπς πολέμησαν επίσης κατά των κομμουνιστών στη Βαλτική, τη Σιλεσία, την Πολωνία και την Ανατολική Πρωσία μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, συμπεριλαμβανομένων των εναέριων μαχών, συχνά με σημαντική επιτυχία. Ο αντι-σλαβικός ρατσισμός ήταν μερικές φορές παρών, αν και η ιδεολογία της εθνοκάθαρσης και ο αντισημιτισμός που θα εκφραζόταν στα επόμενα χρόνια δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί.[6] Στις Βαλτικές χώρες πολέμησαν κατά των κομμουνιστών καθώς και κατά των νεοσυσταθέντων ανεξάρτητων δημοκρατικών χωρών Εσθονίας και Λετονίας. Στη Λετονία, τα Φράικορπς δολοφόνησαν 300 πολίτες στο Μιτάου οι οποίοι ήταν ύποπτοι ότι είχαν «συμπάθειες για τους Μπολσεβίκους». Μετά την κατάληψη της Ρίγα, άλλοι 3000 εικαζόμενοι κομμουνιστές σκοτώθηκαν,[7] συμπεριλαμβανομένων των συνοπτικών εκτελέσεων 50-60 κρατουμένων την ημέρα.[8] Αν και επίσημα διαλύθηκαν το 1920, μερικά από αυτά συνέχισαν να υπάρχουν για αρκετά χρόνια[9] και πολλά Φράικορπς προσπάθησαν ανεπιτυχώς να ανατρέψουν τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης στο πραξικόπημα του Καππ (Kapp-Putsch) τον Μάρτιο του 1920.[10] Η επίθεσή τους σταμάτησε όταν Γερμανοί πολίτες πιστοί στην κυβέρνηση κατέβηκαν σε γενική απεργία, κόβοντας πολλές υπηρεσίες και καθιστώντας την καθημερινή ζωή τόσο προβληματική, ώστε να ματαιωθεί το πραξικόπημα.
Το 1920, ο Αδόλφος Χίτλερ είχε μόλις ξεκινήσει την πολιτική του καριέρα ως αρχηγός του μικροσκοπικού και μέχρι τότε άγνωστου Γερμανικού Εργατικού Κόμματος Deutsche Arbeiterpartei/DAP, το οποίο μετονομάστηκε σύντομα σε Nationalsozialistische Deutsche Arbeiterpartei/NSDAP (Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα) ή Ναζιστικό κόμμα στο Μόναχο. Πολλά μελλοντικά μέλη και ηγέτες του Ναζιστικού κόμματος είχαν υπηρετήσει στα Φράικορπς, όπως ο Ερνστ Ρεμ, μελλοντικός επικεφαλής των Στουρμαμπτάιλουνγκ ή SA, ο Χάινριχ Χίμλερ, μελλοντικός επικεφαλής των Σουτσστάφφελ ή SS, και ο Ρούντολφ Ες, ο μελλοντικός διοικητής του στρατοπέδου συγκέντρωσης Άουσβιτς. Ο Χέρμαν Έρχαρντ, ιδρυτής και ηγέτης της θαλάσσιας ταξιαρχίας Έρχαρντ, και ο αναπληρωτής του διοικητής Έμπερχαρντ Κάουτερ, ηγέτες της Ομάδας των Βίκινγκ, αρνήθηκαν να βοηθήσουν τον Χίτλερ και τον Έριχ Λούντεντορφ στο Πραξικόπημα της Μπιραρίας που είχαν οργανώσει και συνωμότησαν εναντίον τους.
Ο Χίτλερ θεώρησε τελικά κάποια από αυτά ως απειλές. Μια τεράστια τελετή οργανώθηκε στις 9 Νοεμβρίου 1933, κατά την οποία οι ηγέτες των Φράικορπς παρουσίασαν συμβολικά τις παλιές σημαίες μάχης στα SA και τα SS του Χίτλερ. Ήταν ένα σημάδι υπακοής στη νέα εξουσία τους, το ναζιστικό κράτος.[11] Στην εσωτερική εκκαθάριση του κόμματος, τη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών, το 1934, ένας μεγάλος αριθμός ηγετών των Φράικορπς στοχοποιήθηκε για δολοφονία ή σύλληψη, συμπεριλαμβανομένων των Έρχαρντ και Ρεμ. Ο ιστορικός Ρόμπερτ Τζ.Λ. Ουέιτ ισχυρίζεται ότι ο Χίτλερ στην ομιλία του με τίτλο «διωγμός του Ρεμ» στο Ράιχσταγκ στις 13 Ιουλίου 1934, υπονοούσε ότι τα Φράικορπς ήταν μία από τις ομάδες των «παθολογικών εχθρών του κράτους».[12]