Η φρανσίσκα ή φραντζίσκα ήταν πολεμικός πέλεκυς, χρησιμοποιούμενος κατά τους πρώτους μεσαιωνικούς αιώνες, κυρίως από τους Φράγκους. Ήταν χαρακτηριστικό όπλο του λαού αυτού κατά τα χρόνια των Μεροβιγγείων και στη διάρκεια βασιλείας του Καρλομάγνου[1]. Μολονότι είναι συνδεδεμένο με τους Φράγκους, χρησιμοποιόταν και από άλλες γερμανικές φυλές την ίδια περίοδο, καθώς και από τους Αγγλοσάξωνες, αφού αρκετά ευρήματα υπάρχουν στην Αγγλία.
Ο όρος "φρανσίσκα" πρωτοεμφανίσθηκε στο βιβλίο Ethymologiarium sive originum του Ισιδώρου της Σεβίλλης (560-636), αρχιεπισκόπου της Ισπανίας, ως λέξη των Ισπανών για τα όπλα αυτά "εξαιτίας της χρήσης τους από τους Φράγκους".
Ο Βυζαντινός ιστορικός Προκόπιος (500-565) περιγράφει τη χρήση του όπλου απ' τους Φράγκους:
Από αυτό το απόσπασμα γίνεται ξεκάθαρο ότι οι Φράγκοι εξακόντιζαν τις φρανσίσκες πριν τη μάχη σώμα με σώμα, με σκοπό το σπάσιμο ασπίδων ή τον τραυματισμό των εχθρών πολεμιστών. Αν υπήρχε η κατάλληλη ορμή, το βάρος της σιδερένιας κεφαλής (περίπου 600 γρ.) σε συνδυασμό με το μικρό μήκος του όπλου, επέτρεπε στη φρανσίσκα να εκτοξευτεί ως και τα 12 μέτρα. Επίσης, το βάρος, το ιδιαίτερο σχήμα και η έλλειψη ισορροπίας της φρανσίσκας, της επέτρεπαν να αναπηδά αναπάντεχα στο έδαφος, κάτι πολύ δύσκολο ν' αντιμετωπιστεί από τους αμυνόμενους. Από την αναπήδηση αυτή, η φρανσίσκα τραυμάτιζε τους στρατιώτες στα πόδια ή έσπαζε τις ασπίδες τους. Οι Φράγκοι πολεμιστές χρησιμοποιούσαν τη φρανσίσκα, ώστε να προκαλέσει σύγχυση και φόβο στις εχθρικές γραμμές, πριν τη μάχη εκ του συστάδην.