Χορλοογκίιν Τσοϊμπαλσάν

Χορλοογκίιν Τσοϊμπαλσάν
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Хорлоогийн Чойбалсан (Μογγολικά) και ᠬᠣᠷᠯᠤ᠎ᠠ ᠶ᠋ᠢᠨ ᠴᠣᠢᠢᠪᠠᠯᠰᠠᠩ (Μογγολικά)
Γέννηση8  Φεβρουαρίου 1895[1]
Μογγολία
Θάνατος26  Ιανουαρίου 1952[1]
Ουλάν Μπατόρ ή Μόσχα
Αιτία θανάτουκαρκίνος
Συνθήκες θανάτουφυσικά αίτια
Τόπος ταφήςSükhbaatar's Mausoleum
Χώρα πολιτογράφησηςΜογγολία
Θρησκείααθεϊσμός
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΜογγολική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
στρατιωτικός
Περίοδος ακμής1921
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/ΚίνημαMongolian People's Party
Οικογένεια
ΓονείςKhorloo
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςMarshal of the Mongolian People's Republic/Mongolian People's Army
Πόλεμοι/μάχεςSoviet–Japanese border conflicts και Ανατολικό Μέτωπο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΠρωθυπουργός της Μογγολίας (1939–1952)
Minister of Foreign Affairs (1939–1950)
ΒραβεύσειςΜετάλλιο για τη Νίκη επί της Ιαπωνίας
μετάλλιο για τη νίκη επί της Γερμανίας στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο
τάγμα του Κόκκινου Λαβάρου
τάγμα του Λένιν
Ιωβηλαίο μετάλλιο για την 20ή επέτειο του Κόκκινου Στρατού των εργατών και των αγροτών
Τάγμα του Σουβόροφ Α΄ τάξης
Ήρωας της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μογγολίας
τάγμα του Σαχμπαατάρ
Τάγμα του Ερυθρού Λαβάρου (Μογγολία)
Order of the Red Banner of Labour
Τάγμα του Πολικού Αστέρα
μετάλλιο για την 30η επέτειο του Σοβιετικού στρατού και ναυτικού
επίτιμο μέλος της Κα Γκε Μπε
μετάλλιο «Για τη Νίκη επί της Ιαπωνίας»
Badge “Participant in the battles of Khalkhin Gol”
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Χορλοογκίιν Τσοϊμπαλσάν (μογγολικά: Хорлоогийн Чойбалсан‎‎, 8 Φεβρουαρίου 1895 – 26 Ιανουαρίου 1952) ήταν ο ηγέτης της Λαϊκής Δημοκρατία της Μογγολίας και Στρατάρχης (γενικός αρχηγός) του Μογγολικού Λαϊκού Στρατού από τη δεκαετία του 1930 μέχρι τον θάνατό του το 1952. Η διακυβέρνηση του Τσοϊμπαλσάν ήταν η μόνη περίοδος στη σύγχρονη Μογγολία όπου ένας άνθρωπος είχε πλήρη εξουσία στη χώρα. Γνωστός και σαν «Στάλιν της Μογγολίας»[2], ο Τσοϊμπαλσάν επέβλεψε τις εκκαθαρίσεις της δεκαετίας του 1930 που ευθύνονται για τον θάνατο 30 με 35 χιλιάδων Μογγόλων. Τα περισσότερα από τα θύματα ήταν βουδιστές κληρικοί, διανοούμενοι, πολιτικοί αντιφρονούντες, Μπουριάτες και Καζάκοι, και άλλοι που θεωρούνται «εχθροί της επανάστασης».

Ενώ η συμμαχία του Τσοϊμπαλσάν με τον Ιωσήφ Στάλιν συνέβαλε στη διατήρηση της ανεξαρτησίας της χώρας του κατά τα πρώτα χρόνια της Μογγολικής Λαϊκής Δημοκρατίας, αυτή η συνεργασία έκανε τη Μογγολία να έρθει ιδιαίτερα κοντά με την Σοβιετική Ένωση (όπως και η γειτονική Τιβά). Καθ' όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, οι οικονομικοί, πολιτικοί και στρατιωτικοί δεσμοί της Μογγολίας με τη Σοβιετική Ένωση ενισχύθηκαν, η κατάσταση των υποδομών και τα ποσοστά αλφαβητισμού βελτιώθηκαν και η διεθνής αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Μογγολίας επεκτάθηκε, ειδικά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο Τσοϊμπαλσάν γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1895 στο Ατσίτ Μπεϊσίν, στο Τσοϊμπαλσάν, στην επαρχία Ντορνόντ.[3] Ήταν το μικρότερο από τα τέσσερα παιδιά μιας φτωχής ανύπαντρης βοσκού, της Χορλόο. Ο πατέρας του ήταν πιθανότατα ο Τζαμσού, ένας Νταούρος από την Εσωτερική Μογγολία, αλλά ο Τσοϊμπαλσάν ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε την ταυτότητά του. [4] Ονομάστηκε Ντουγκάρ κατά τη γέννησή του, έλαβε το θρησκευτικό όνομα Τσοϊμπαλσάν σε ηλικία 13 ετών αφού εγγράφηκε στο τοπικό βουδιστικό μοναστήρι του Σαν Μπεϊσίν Χιούρεε,[5] όπου εκπαιδεύτηκε για να γίνει Λαμαϊστής μοναχός. Πέντε χρόνια αργότερα κατέφυγε στο Χιούρεε (τη σημερινή Ουλαανμπαατάρ) μαζί με έναν άλλο νεαρό όπου άσκησε διάφορα επαγγέλματα. Εν μέρει για να αποτρέψει την επιστροφή του στο μοναστήρι, ένας συμπαθής μπουριάτης δάσκαλος, ο Νικολάι Νταντσίνοφ, τον εισήγαγε στη Ρωσομογγολική Σχολή Μεταφραστών που λειτουργούσε στο κτίριο του ρωσικού προξενείου.[6] Ένα χρόνο αργότερα στάλθηκε με δημόσια δαπάνη για να σπουδάσει σε ένα γυμνάσιο στο Ιρκούτσκ της Ρωσίας από το 1914 έως το 1917.

Μογγολική Επανάσταση του 1921

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύσταση του Μογγολικού Λαϊκού Κόμματος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το Ρωσικό Προξενείο έπαιξε κεντρικό ρόλο στην πρώιμη ανάπτυξη του Τσοϊμπαλσάν.
Ο Σουχμπαατάρ (στα αριστερά) με τον Τσοϊμπαλσάν στις αρχές της δεκαετίας του 1920

Ο Τσοϊμπαλσάν και οι υπόλοιποι Μογγόλοι φοιτητές στη Ρωσία κλήθηκαν από την κυβέρνηση του Μπογκντ Χαν να επιστρέψουν στη Μογγολία μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917. Αφού ήρθε σε επαφή με τον μπολσεβικισμό ενώ ζούσε ανάμεσα στον ριζοσπαστικοποιημένο φοιτητικό πληθυσμό του Ιρκούτσκ,[7] ο Τσοϊμπαλσάν εντάχθηκε στην επαναστατική ομάδα Προξενικός λόφος (Консулын дэнж- Κονσουλίν ντενζ), η οποία ήταν επηρεασμένη σε μεγάλο βαθμό από τη μπολσεβικική φιλοσοφία και ιδρύθηκε για να αντισταθεί στην κινεζική κατοχή της Εξωτερικής Μογγολίας (όπως αποκαλούταν τότε η χώρα) μετά το 1919. Τα αρχικά μέλη της ομάδας περιλάμβαναν τον Νταμπίν Τσαγκνταρζάβ και τον Νταριζαβίν Λοσόλ.[8] Ο Ντογκσομίν Μποντόο, ο αρχηγός της ομάδας, ήταν πρώην δάσκαλος και μέντορας του Τσοϊμπαλσάν στη Ρωσομογγολική Σχολή Μεταφραστών.[9] Με τα καλά ρωσικά που ήξερε, ο Τσοϊμπαλσάν υπηρέτησε ως μεταφραστής της ομάδας που είχε επαφές με το προξενείο. Αυτές οι επαφές ενθάρρυναν αργότερα την ομάδα του Τσοϊμπαλσάν να ενώσει τις δυνάμεις της με την πιο εθνικιστική αντιστασιακή ομάδα Ανατολικό Χιούρεε (Ζούουν χιουρέε), η οποία είχε μέλη όπως τον Σολίιν Ντανζάν, τον Ντανσραμπιλεγκιίν Ντογκσόμ και τον Νταμντίν Σουχμπαατάρ. Στις 25 Ιουνίου 1920,[10] το νέο σώμα υιοθέτησε το όνομα Μογγολικό Λαϊκό Κόμμα. Το 1924 το κόμμα μετονομάστηκε σε Μογγολικό Λαϊκό Επαναστατικό Κόμμα μετά το θάνατο του Μπογκντ Χαν και την επίσημη ανακήρυξη της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μογγολίας.

Επαφή με τους Σοβιετικούς και πρώτο συνέδριο του κόμματος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα τέλη Ιουνίου 1920, ο ίδιος και ο Ντανσάν έφυγαν για το Ιρκούτσκ (αργότερα ενώθηκαν με τους Λοσόλ, Τσαγκνταρζάβ, Ντογκσόμ, Λ. Ντέντεφ και Σουχμπατάρ — τους περίφημους «Πρώτους Επτά») για να ξεκινήσουν επαφές με τους Σοβιετικούς και να ζητήσουν τη βοήθειά τους στον αγώνα τους για ανεξαρτησία. Ο Τσοϊμπαλσάν και ο Σουχμπαατάρ παρέμειναν μαζί στο Ιρκούτσκ για αρκετούς μήνες ευαισθητοποιώντας τους κατοίκους και τις αρχές για τα δεινά της Μογγολίας και λαμβάνοντας στρατιωτική εκπαίδευση. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Σουχμπαατάρ έγινε σταδιακά δεύτερος μέντορας του Τσοϊμπαλσάν. [11]

Ενώ η ομάδα των επτά συνέχιζε τις προσπάθειές της για λόμπι στη Σοβιετική Ρωσία, οι δυνάμεις του αντιμπολσεβίκου Ρόμαν φον Ούνγκερν-Στέρνμπεργκ εισέβαλαν στη Μογγολία από τα ανατολικά και εκδίωξαν τις κατοχικές κινεζικές φρουρές από το Χιούρεε τον Φεβρουάριο του 1921. Χωρίς πλέον να αντιμετωπίζουν άμεσα τους Κινέζους στη Μογγολία, οι Σοβιετικοί άρχισαν την επίσημη στήριξή τους στους Μογγόλους. Ο Τσοϊμπαλσάν και ο Σουχμπαατάρ εγκαταστάθηκαν στο Τρόιτσκοσάφσκ (σημερινή Κιάχτα, μια πόλη στα ρωσομογγολικά σύνορα) για να συντονίσουν τις επαναστατικές δραστηριότητες και να στρατολογήσουν Μογγολικούς μαχητές. Ο Τσοϊμπαλσάν πήγε κρυφά στο Χιούρεε για να συμβουλευτεί τους υποστηρικτές του κόμματος του, να στρατολογήσει μαχητές και να φέρει τα πνευματικά μέλη της οικογένειας του Σουχμπαατάρ στη Κιάχτα.[12]

Σε ένα συνέδριο του κόμματος που οργανώθηκε από τη Σοβιετική Ένωση που πραγματοποιήθηκε κρυφά στο Τρόιτσκοσάφσκ από 1 έως 3 Μαρτίου 1921 (που στη συνέχεια θεωρήθηκε ως το πρώτο συνέδριο του Μογγολικού Λαϊκού Επαναστατικού Κόμματος), ο Τσοϊμπαλσάν εξελέγη μέλος της προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης. Διορίστηκε επίσης Πολιτικός Επίτροπος (Αναπληρωτής Αρχηγός και επικεφαλής προπαγανδιστής) του Μογγολικού Λαϊκού Στρατού, με διοικητή τον Σουχμπαατάρ. [13]

Ο Ούνγκερν-Στέρνμπεργκ.

Ήττα του Ούνγκερν-Στέρνμπεργκ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέσα σε λίγες μέρες, ο μογγολικός παρτιζάνος στρατός του Σουχμπαατάρ (αποτελούμενος από 400 άνδρες) νίκησε τη μεγαλύτερη αλλά απογοητευμένη κινεζική φρουρά που είχε καταφύγει στο Κιάχτα Μαϊμαϊτσένγκ (σημερινό Αλτανμπουλάγκ). Οι κοινές δυνάμεις των Μογγόλων και του Κόκκινου Στρατού αντιμετώπισαν άμεσα τα στρατεύματα του Ούνγκερν σε μια σειρά μαχών κοντά στο Τρόιτσκοσάφσκ από τα τέλη Μαΐου έως τα μέσα Ιουνίου. Ο Τσοϊμπαλσάν ανέλαβε τον έλεγχο του μογγολικού τάγματος στο Ταριάτ, στη σύγχρονη επαρχία Αρχαναγκάι,[14] και, μαζί με τις ρωσικές δυνάμεις του Πιοτρ Γιεφίμοβιτς Στσετίνκιν πολέμησαν από κοινού για να υποστηρίξουν την κοινή ρωσομογγολική προέλαση στις επαρχίες Σελένγκε και Τουβ. Μετά από μικρές αψιμαχίες με τις υπόλοιπες μονάδες φρουράς του Ούνγκερν, η κοινή ρωσομογγολική δύναμη εισήλθε στο Χιούρεε χωρίς αμφισβήτηση στις 6 Ιουλίου 1921. Ο Τσοϊμπαλσάν καταδίωξε τα απομεινάρια του στρατού του Ούνγκερν και πιθανότατα βρισκόταν σε ετοιμότητα κατά τη σύλληψη του Ούνγκερν από τον Στσετίνκιν στις 22 Αυγούστου 1921.[15]

Άνοδος στην εξουσία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Τσοϊμπαλσάν στη δεκαετία του 1930.

Μετά την επανάσταση, ο Τσοϊμπαλσάν παρέμεινε Αναπληρωτής Αρχηγός του Μογγολικού Λαϊκού Στρατού, ενώ εκλέχτηκε επίσης Πρόεδρος του Μογγολικού Επαναστατικού Συνδέσμου Νέων.[13] Παρά το γεγονός ότι ήταν ένας από τους ιδρυτές του Μογγολικού Λαϊκού Κόμματος, στην δεκαετία του 1920 παρέμεινε σε δευτερεύουσες θέσεις.[16] Η ροπή προς το αλκοόλ, τις γυναίκες και η βίαιη ιδιοσυγκρασία του τον αποξένωσαν από τους ηγέτες των κομμάτων και κάποια στιγμή στις αρχές της δεκαετίας του 1930 υποβιβάστηκε προσωρινά από Υπουργός Εξωτερικών στο ρόλο του απλού Διευθυντή Μουσείου. Ενώ συχνά κινούταν προς την αριστερή πτέρυγα του κόμματος, σοβιετικές και μογγολικές αναφορές της εποχής, στις λίγες αναφορές που κάνουν στον Τσοϊμπαλσάν την εποχή εκείνη, τον υποπτεύονταν ότι ήταν φιλοδεξιός.[16] Ο ίδιος ο Τσοϊμπαλσάν δεν συμπεριέλαβε πολλές από τις δικές του ομιλίες της εποχής στα έργα του, δείχνοντας ότι ο ρόλος που είχε τότε ήταν μικρής σημασίας. Μόνο όταν ο σοβιετικός κρατικός μηχανισμός και αξιωματικοί όπως ο Κλίμεντ Βοροσίλοφ κατάλαβαν ότι ο Τσοϊμπαλσάν ήταν ένας χρήσιμος και ελέγξιμος αξιωματικός στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ήταν που άρχισαν να βελτιώνονται οι προοπτικές ανόδου του Τσοϊμπαλσάν.[17]

Διωγμός του πρωθυπουργού Μποντόο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο πρωθυπουργός Ντογκσομίν Μποντόο
Ο γενικός γραμματέας του κόμματος Σολίιν Ντανσάν

Στα τέλη του 1921, οι πεζοί στρατιώτες της Επαναστατικής Νεολαίας του Τσοϊμπαλσάν πραγματοποίησαν την εκσυγχρονιστική εκστρατεία του Πρωθυπουργού Μποντόο για τη βίαια αποκοπή «φεουδαρχικών» στολιδιών από τα μογγολικά ρούχα (μεγάλες μανσέτες, γυναικεία κοσμήματα, μακριά μαλλιά κ.λπ. ).[18] Οι αντιδράσεις των οργισμένων κατοίκων οδήγησαν στην εκκαθάριση και την τελική εκτέλεση του Μποντόο τον Αύγουστο του 1922, ενώ ο Τσοϊμπαλσάν έχασε τις θέσεις του στον στρατό και τον κόμμα. Μόνο η παρέμβαση του Σουχμπαατάρ τον έσωσε από την εκτέλεση.[19] Ο Τσοϊμπαλσάν στάλθηκε σε μια στρατιωτική ακαδημία στη Μόσχα μετά το θάνατο του Σουχμπαατάρ το 1923,[20] και όταν επέστρεψε στο Ουλαανμπαατάρ ένα χρόνο αργότερα του προσφέρθηκε η θέση του Αρχηγού των Λαϊκών Επαναστατικών Στρατευμάτων, δηλαδή του στρατού, θέση που είχε προηγουμένως ο μέντορας του Σουχμπαατάρ. Ήταν μέλος του Προεδρείου του Κρατικού Μεγάλου Χουράλ από το 1924 έως το 1928 και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος.

Δεξιός οπορτουνισμός (1925–1928)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο Τρίτο Συνέδριο του Κόμματος το 1924, ο Τσοϊμπαλσάν εντάχθηκε στη παράταξη του Ριντσινγκιίν Ελμπεγκντόρζ καθώς οι αριστερές και δεξιές φράξιες του κόμματος ζήτησαν τη σύλληψη και την εκτέλεση του μετριοπαθούς αρχηγού του κόμματος Ντανζάν, ο οποίος κατηγορήθηκε για προστασία των αστικών συμφερόντων και τη συνεργασία με κινεζικές εταιρείες.[21] Μετά το θάνατο του Ντανζάν, η πολιτική επιρροή του Τσοϊμπαλσάν και του Ριντσινγκίιν μειώθηκε [22] καθώς τον έλεγχο της χώρας ανέλαβε η δεξιά πτέρυγα του κόμματος, με επικεφαλής τον Τσερέν-Οτσιρίν Νταμπαντόρζ. Ο Νταμπαντόρζ υιοθέτησε δεξιές πολιτικές που θύμιζαν την Νέα Οικονομική Πολιτική του Λένιν στη Σοβιετική Ένωση.

Αριστερή περίοδος (1928–1932)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η άνοδος του Ιωσήφ Στάλιν και ο τερματισμός της Νέας Οικονομικής Πολιτικής του Λένιν επηρέασαν τις πολιτικές εξελίξεις στη Μογγολία με το έβδομο συνέδριο του Μογγολικού Λαϊκού Επαναστατικού Κόμματος το 1928 να εγκαινιάζει την «Αριστερή Περίοδο». Σοβιετικοί σύμβουλοι ζήτησαν ο Τσοϊμπαλσάν «να σπρωχθεί προς τα πάνω» (δηλαδή, να προωθηθεί) δίνοντας του έτσι τη θέση του προέδρου του Μικρού Χουράλ (ονομαστικός αρχηγός κράτους).[19] Εκεί, το 1929 και το 1930, υποστήριξε την εφαρμογή αριστερών πολιτικών κολεκτιβοποίησης που υποστηριζόταν από τη Σοβιετική Ένωση, δηλαδή απαλλοτρίωση γης και δίωξη της βουδιστικής πίστης .

Στο Όγδοο Συνέδριο του Κόμματος το 1930 ο Τσοϊμπαλσάν συνέβαλε στην ενίσχυση των αριστερών σοσιαλιστικών μεταρρυθμίσεων όταν εισήγαγε διατάγματα που ενίσχυαν τη δήμευση της γης και τα αναγκαστικά μέτρα κολεκτιβοποίησης, μέτρα που τον ενθάρρυναν οι σοβιετικοί πράκτορες ώστε να τα λάβει.[23] Ο διορισμός του το 1931 ως Υπουργός Κτηνοτροφίας και Γεωργίας (θέση που κράτησε μέχρι το 1935) του έδωσε ακόμη μεγαλύτερη εξουσία να επιβάλει τις πολιτικές που είχε προτείνει η Σοβιετική Ένωση. Οι παραδοσιακοί κτηνοτρόφοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις στέπες και να εισέλθουν σε συλλογικές φάρμες, όπου λόγω της κακοδιαχείρισης, χάθηκε το ένα τρίτο των κτηνοτροφικών ζώων στη Μογγολία.[24] Πάνω από 800 ακίνητα που ανήκαν στους ευγενείς και τη βουδιστική πίστη κατασχέθηκαν και πάνω από 700 αρχηγοί νοικοκυριών, κυρίως μελών της μογγολικής αριστοκρατίας, εκτελέστηκαν.[25]

Τα επιθετικά μέτρα της κυβέρνησης οδήγησαν τελικά σε βάναυσες ένοπλες εξεγέρσεις στις επαρχίες Χουβσγκούλ, Αρχανγκάι, Ουβουρχανγκάι και Ζαβχάν το 1932. Ως αντίδραση, η Μόσχα διέταξε τον προσωρινό περιορισμό των προσπαθειών οικονομικής συγκεντροποίησης. Οι πράκτορες της Κομιντέρν υπολόγιζαν ότι ο Τσοϊμπαλσάν θα ήταν ισχυρός υποστηρικτής της πολιτικής της Νέας Στροφής. Η Νέα Στροφή ήταν το επίσημο όνομα μιας πολιτικής που στόχο είχε να διορθώσει της «υπερβολές» της «Αριστερής Απόκλισης» και εισήχθη σε μια έκτακτη ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος τον Ιούνιο του 1932. Οι μεταγενέστερες ιστορίες της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μογγολίας θα πιστώσουν στον Τσοϊμπαλσάν το γεγονός ότι ήταν ο πρώτος που επέκρινε την αριστερή περίοδο και πρότεινε μεταρρυθμίσεις, αλλά αυτή η θεωρία κατασκευάστηκε για να ενισχυθεί η προσωπολατρία του Τσοϊμπαλσάν.[26]

Ο Τζαμπίν Λχιουμπέ.

Το καλοκαίρι του 1934, το όνομα του Τσοϊμπαλσάν εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια ανακρίσεων μελών του κόμματος που συνελήφθησαν ως μέρος της «Υπόθεσης Λχιουμπέ», μιας κατασκευασμένης συνωμοσίας στην οποία ο Γενικός Γραμματέας του κόμματος Τζαμπίν Λχιουμπέ αλλά και άλλα μέλη του κόμματος, ιδίως Μπουριάτες, κατηγορήθηκαν ψευδώς για συνωμοσία με Ιάπωνες κατασκόπους. Η εισβολή στη γειτονική Μαντζουρία από τις ιαπωνικές δυνάμεις το 1931 είχε εγείρει φόβους στο Ουλάν Μπατόρ και τη Μόσχα για πιθανή ιαπωνική στρατιωτική επέκταση στη Μογγολία και τη Σοβιετική Άπω Ανατολή. Πάνω από 1.500 άτομα επηρεάστηκαν από τις εκκαθαρίσεις του 1934 και 56 εκτελέστηκαν. Ο Τσοϊμπαλσάν κλήθηκε στη Μόσχα όπου συνελήφθη και ανακρίθηκε για πιθανή εμπλοκή του στο σκάνδαλο. Μέσα σε λίγες μέρες, ωστόσο, συνεργαζόταν με το Λαϊκό Κομισαριάτο Εσωτερικών Υποθέσεων για την ανάκριση και το βασανισμό ομοεθνών Μογγόλων.[17] Ικανοποιημένος με την πίστη του στο καθεστώς, ο Στάλιν διέταξε τον Πρωθυπουργό της Μογγολίας Πελτζιντίιν Γκεντέν να διορίσει τον Τσοϊμπαλσάν αντιπρόεδρο της κυβέρνησης. Ο Γκεντέν αντιτάχθηκε σθεναρά, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Καθώς οι σχέσεις μεταξύ Γκεντέν και Στάλιν επιδεινώθηκαν, η επιρροή του Τσοϊμπαλσάν με τη Μόσχα αυξήθηκε. Το 1935, ως δημόσια ένδειξη της εύνοιάς του, ο Στάλιν δώρισε στον Τσοϊμπαλσάν 20 αυτοκίνητα GAZ τα οποία μοίρασε σε ισχυρά μέλη του κόμματος για να αυξήσει την επιρροή του.[27]

Μεγάλη εκκαθάριση στη Μογγολία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκκαθάριση του Γκεντέν

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1936 ο Τσοϊμπαλσάν και ο Γκελεγκντορτζίιν Ντεμίντ διορίστηκαν Στρατάρχες των Ενόπλων Δυνάμεων, ενώ ο Τσοϊμπαλσάν έγινε επίσης επικεφαλής του Υπουργείου Εσωτερικών, του οποίου η θέση στο κράτος είχε ενισχυθεί σημαντικά. Εκεί το 26% του προσωπικού του υπουργείου ήταν αποσπασμένοι πράκτορες του Κομισαριάτου από τη Μόσχα.[28] Ενεργώντας σύμφωνα με οδηγίες από τη κυβέρνηση της Μόσχας, ο Τσοϊμπαλσάν εκκαθάρισε τον Γκεντέν τον Μάρτιο του 1936 κατηγορώντας τον σαμποτάρισμα των μογγολοσοβιετικών σχέσεων επειδή απέρριψε την απαίτηση του Στάλιν να εξαλείψει τον βουδιστικό κλήρο της χώρας. [29] Ο Γκεντέν παύθηκε από τα καθήκοντα του πρωθυπουργού και υπουργού Εξωτερικών. Ο Γκεντέν συνελήφθη και στάλθηκε στη Μόσχα, όπου εκτελέστηκε ένα χρόνο αργότερα. Στη θέση του πρωθυπουργός έγινε ο Αναντίν Αμάρ .

Τα επόμενα τρία χρόνια, Σοβιετικοί μέντορες στο Υπουργείο Εσωτερικών καθοδήγησαν τον Τσοϊμπαλσάν στο σχεδιασμό και την πραγματοποίηση της «Μεγάλης Εκκαθάρισης». Έχει υποστηριχθεί ότι αφού τον συμβούλεψε ο Τσόπιακ, ένας από τους αξιωματούχους που είχε στείλει το σοβιετικό κράτος,[28] ο Τσοϊμπαλσάν τροποποίησε τους κανόνες της Επιτροπής Εσωτερικών Υποθέσεων τον Μάιο του 1936 για να διευκολυνθεί η διαδικασία κράτησης υψηλόβαθμων πολιτικών χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με πολιτικούς ανωτέρους. Λίγο αργότερα, 23 υψηλόβαθμοι λάμα συνελήφθησαν για συμμετοχή σε ένα «αντεπαναστατικό κέντρο». Μετά από μια χρόνια δίκη, οι 23 λάμα (βουδιστές ηγέτες) εκτελέστηκαν σε δημόσια θέα. Ακόμη και ο γενικός εισαγγελέας της χώρας, ο οποίος διαφώνησε με τις εκτελέσεις, εκτελέστηκε και ο ίδιος.[30]

Θάνατος του Στρατάρχη Ντεμίντ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο αναπληρωτής αρχηγός του Λαϊκού Κομισαριάτου Μιχαήλ Φρινόφσκι.

Τον Αύγουστο του 1937, ο 36χρονος Στρατάρχης Ντέμιντ, ο οποίος ήταν μισητός στο Τσοϊμπαλσάν εξαιτίας της δημοτικότητας που είχε,[30] πέθανε κάτω από ύποπτες συνθήκες με αποτέλεσμα την προαγωγή του Τσοϊμπαλσάν στη θέση του Ανώτατου Διοικητή του μογγολικού στρατού και του Υπουργού Άμυνας της Μογγολίας. Την επόμενη μέρα ο Τσοϊμπαλσάν, ως υπουργός Εσωτερικών, εξέδωσε το Διάταγμα 366 το οποίο δήλωνε ότι πολλοί Μογγόλοι είχαν πέσει στην επιρροή Ιαπώνων κατασκόπων και σαμποτέρ. Τον ίδιο μήνα ο Στάλιν, θορυβημένος από τις κινήσεις ιαπωνικών στρατευμάτων στο κράτος-μαριονέτα της Ιαπωνίας, Μαντσουρία,[31] διέταξε την εγκατάσταση 30.000 στρατευμάτων του Κόκκινου Στρατού στη Μογγολία και έστειλε μια αντιπροσωπεία στην Ουλάν Μπατόρ, την οποία ηγήθηκε ο Σοβιετικός αναπληρωτής κομισάριος του Λαϊκού Κομισαριάτου Μιχαήλ Φρινόφσκι. Ο Φρινόφσκι έθεσε σε κίνηση τις βίαιες εκκαθαρίσεις, δουλεύοντας με τον ίδιο τρόπο όπως στη Σοβιετική Ένωση, όπου επικεφαλής του Κομισαριάτου ήταν ο Νικολάι Γιέζοφ. Ο Φρινόφσκι, έχοντας στο πλευρό του Σοβιετικούς συμβούλους στο Υπουργείο Εσωτερικών και τον Τσοϊμπαλσάν να παρέχει κάλυψη, ο Φρινόφσκι άρχισε να ετοιμάζει τις εκκαθαρίσεις, σχεδιάζοντας τον κατάλογο των ατόμων προς σύλληψη. Επίσης, δημιούργησε μια τρόικα με επικεφαλής τον Τσοϊμπαλσάν για να δικάσει τους υπόπτους.

Τα ερείπια του Μανζουσίρ Χίιντ, ενός εκ των εκατοντάδων μοναστηριών που ισοπεδώθηκαν κατά τη διάρκεια των εκκαθαρίσεων.

Εκτελέσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 1937

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σύλληψη 65 υψηλόβαθμων κυβερνητικών στελεχών και διανοουμένων τη νύχτα της 10ης Σεπτεμβρίου 1937 σηματοδότησε την έναρξη των εκκαθαρίσεων στα σοβαρά. Όλοι κατηγορήθηκαν για συμμετοχή στη συνωμοσία που κατά το κατηγορητήριο οργάνωσαν οι Γκεντέν και Ντεμίντ, αλλά και για κατασκοπεία υπέρ της Ιαπωνίας. Οι περισσότεροι, αφού υπέστησαν έντονα βασανιστήρια, ομολόγησαν.[32] Η πρώτη στημένη δίκη έλαβε χώρα στο Κεντρικό Θέατρο από τις 18 έως τις 20 Οκτωβρίου 1937. Δεκατρείς από τους 14 κατηγορούμενους καταδικάστηκαν σε θάνατο.

Σε μια περίοδο τρομοκρατίας που διήρκεσε σχεδόν 18 μήνες, η τρόικα του Τσοϊμπαλσάν ενέκρινε και εκτέλεσε την εκτέλεση περισσότερων από 17.000 αντεπαναστατών λάμα. Οι μοναχοί που δεν εκτελέστηκαν υποχρεώθηκαν να απαρνηθούν την πίστη τους με τη βία,[33] ενώ 746 από τα μοναστήρια της χώρας εκκαθαρίστηκαν. Χιλιάδες αντιφρονούντες διανοούμενοι, πολιτικοί και κυβερνητικοί αξιωματούχοι που χαρακτηρίστηκαν «εχθροί της επανάστασης», καθώς και Μπουριάτες και Καζάκοι συνελήφθησαν και δολοφονήθηκαν. Είκοσι πέντε ανώτεροι αξιωματικοί του κόμματος και της κυβέρνησης εκτελέστηκαν, όπως και 187 άτομα από τη στρατιωτική ηγεσία, αλλά και 36 από τα 51 μέλη της Κεντρικής Επιτροπής. [34] Ακολουθώντας το ρωσικό μοντέλο, ο Τσοϊμπαλσάν εγκαινίασε στρατόπεδα γκουλάγκ στην ύπαιθρο για να φυλακίσει τους αντιφρονούντες.[35] Ενώ το Κομισαριάτο διαχειρίστηκε αποτελεσματικά την επιχείρηση εκκαθάρισης οργανώνοντας στημένες δίκες και πραγματοποιώντας εκτελέσεις,[36] ένας συχνά μεθυσμένος[37] Τσοϊμπαλσάν ήταν μερικές φορές παρών κατά τη διάρκεια βασανιστηρίων [37] και ανακρίσεων ατόμων που κατηγορήθηκαν για αντεπαναστατική δραστηριότητα. Επίσης κατηγορήθηκαν για τα παραπάνω παλιοί φίλοι και σύντροφοι του Τσοϊμπαλσάν. Ο Τσοϊμπαλσάν ενέκρινε τις διαταγές εκτέλεσης που προώθησαν οι Σοβιετικοί στη περιοχή, ορισμένες φορές απεύθυνε και ο ίδιος διαταγές εκτέλεσης ατόμων που θεωρούνταν αντικαθεστωτικά.[34] Επίσης πρόσθεσε ονόματα πολιτικών εχθρών στους καταλόγους ατόμων προς σύλληψη του Κομισαριάτου, απλά προς εκκαθάριση παλιών διαφωνιών με στελέχη του κόμματος.[36][37]

Τέλος της Μεγάλης Εκκαθάρισης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατατρεγμένος από το άγχος, ο Τσοϊμπαλσάν πέρασε έξι μήνες (Αύγουστος 1938 – Ιανουάριος 1939) αναρρώνοντας στην ΕΣΣΔ. Ο ίδιος συμβουλεύτηκε τους Βοροσίλοφ, Γιέζοφ και Στάλιν στη Μόσχα και το Σότσι.[38] Σοβιετικοί πράκτορες και αξιωματούχοι του Υπουργείου Εσωτερικών διεξήγαγαν επιχειρήσεις εκκαθάρισης στη Μογγολία. Όταν επέστρεψε στη Μογγολία, ο Τσοϊμπαλσάν ακολούθησε τις σοβιετικές οδηγίες και διέταξε την σύλλψη του πρωθυπουργού Αμάρ που είχε μεγάλη δημοτικότητα στους πολίτες. Ο Τσοϊμπαλσάν ισχυρίστηκε ότι «είχε βοηθήσει τους αντικυβερνητικούς συνωμότες, ήταν αντίθετος στη σύλληψή τους και είχε παραμελήσει την υπεράσπιση των συνόρων. Πρόδωσε την ίδια του τη χώρα και ήταν προδότης της επανάστασης».[39] Μετά από μια συντονισμένη προπαγανδιστική εκστρατεία, ο Αμάρ συνελήφθη στις 7 Μαρτίου 1939 και στάλθηκε στην ΕΣΣΔ, όπου αργότερα δικάστηκε από μια σοβιετική τρόικα και εκτελέστηκε.

Με την απομάκρυνση του Αμάρ, ο Τσοϊμπαλσάν έγινε ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της Μογγολίας, όντας ταυτόχρονα Πρωθυπουργός, Υπουργός Εσωτερικών, Υπουργός Πολέμου και Αρχηγός των μογγολικών ενόπλων δυνάμεων. Έχοντας εξασφαλίσει την παντοδυναμία του, ο Τσοϊμπαλσάν έβαλε τέλος στον τρόμο τον Απρίλιο του 1939 δηλώνοντας ότι οι υπεύθυνοι για τις υπερβολές των εκκαθαρίσεων ήταν ορισμένα μέλη του κόμματος ενώ έλειπε στην ΕΣΣΔ, αλλά ότι είχε επιβλέψει τις συλλήψεις πραγματικών εγκληματιών. Η επίσημη ευθύνη για τις εκκαθαρίσεις έπεσε στον αναπληρωτή υπουργό Εσωτερικών Νασαντόγκτοχ και τον σοβιετικό αξιωματούχο Κιτσίκοφ, ο οποίος ανέλαβε να δρομολογήσει τις εκκαθαρίσεις. Αργότερα, οι αρχές συνέβαλαν και εκτέλεσαν και άλλους υποστηρικτές της εκκαθάρισης, συμπεριλαμβανομένων των Λουβσανσάραβ, Μπαγιασγκαλάν, Ντάστσεβεγκ και Λουβσαντόρζ. Οι Ντογκσόμ και Λοσόλ, τα δύο τελευταία ζωντανά μέλη (εκτός από τον ίδιο τον Τσοϊμπαλσάν) από την εφτάδα των ιδρυτών του κόμματος, συνελήφθησαν.[40] Ο Ντόγκσομ εκτελέστηκε το 1941. Ο Λοσόλ πέθανε σε μια σοβιετική φυλακή πριν έρθει σε δίκη η υπόθεσή του.

Μάχες του Χαλχίν Γκολ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Ζούκοφ και ο Τσοϊμπαλσάν (αριστερά) συζητούν κατά τη διάρκεια της μάχης του Χαλχίν Γκολ.

Την άνοιξη του 1939, οι στρατιωτικοί ηγέτες του ιαπωνικού στρατού Κουαντούνγκ κινητοποιήθηκαν για να δοκιμάσουν την αποφασιστικότητα των σοβιετικών και μογγολικών στρατευμάτων να προστατεύσουν τα αμφισβητούμενα εδάφη κατά μήκος των νοτιοανατολικών συνόρων της Μογγολίας με την κατεχόμενη από την Ιαπωνία Μαντζουρία. Κατά τη διάρκεια τριών μαχών (Μάιος – Σεπτέμβριος 1939) μια βαριά θωρακισμένη σοβιετική στρατιωτική δύναμη υπό την διοίκηση του Γκεόργκι Ζούκοφ νίκησε αποφασιστικά την ιαπωνική προέλαση κοντά στο χωριό Νομονχάν. Οι σοβιετικές και οι ιαπωνικές δυνάμεις έχασαν σχεδόν 8.000 άνδρες έκαστος.[41] Ωστόσο, η νίκη, που έλαβε χώρα κοντά στη γενέτειρά του, βοήθησε να εδραιωθεί η αυξανόμενη προσωπολατρία του Τσοϊμπαλσάν που τον απεικόνιζε ως ένθερμο υπερασπιστή της μογγολικής ανεξαρτησίας ενάντια στην ιμπεριαλιστική ιαπωνική επιθετικότητα.

Υποστήριξη για τη Σοβιετική Ένωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Τσοϊμπαλσάν διακήρυξε την ακλόνητη υποστήριξη της χώρας του στη Σοβιετική Ένωση μετά την εισβολή της Γερμανίας στην ΕΣΣΔ τον Ιούνιο του 1941, αν και η Μογγολία δεν κήρυξε ποτέ επίσημα πόλεμο εναντίον της Γερμανίας και περίμενε τον Αύγουστο του 1945 για να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας. Ήδη από το 1939, ο Στάλιν είχε πιέσει τον Τσοϊμπαλσάν να αυξήσει τον πληθυσμό κτηνοτροφικών ζώων της Μογγολίας σε 200 εκατομμύρια για να τροφοδοτηθεί η Σοβιετική Ένωση σε περίπτωση πολέμου.[42] Καθ' όλη τη διάρκεια της σύγκρουσης, η οικονομία της Μογγολίας έγινε πολεμική για να παράσχει υλική υποστήριξη στη Σοβιετική Ένωση στη μορφή ζώων, πρώτων υλών, χρημάτων, τροφίμων, στρατιωτικών ενδυμάτων, κρέατος, προβάτων, μποτών από τσόχα, παλτών με γούνα και χρηματοδότησης για αρκετές σοβιετικές στρατιωτικές μονάδες. Ο Τσοϊμπαλσάν και ο νεοεκλεγείς Γενικός Γραμματέας του MPRP Γιουμτζααγκίιν Τσεντενμπάλ ταξίδεψαν στο μέτωπο κοντά στη Μόσχα για να μοιράσουν δώρα στα στρατεύματα του Κόκκινου Στρατού.[42] Ο Στάλιν απένειμε στον Τσοϊμπαλσάν το παράσημο του Λένιν για την εξαιρετική προσπάθειά του να οργανώσει τον Μογγολικό λαό στην παράδοση υλικής βοήθειας στον Κόκκινο Στρατό τον Ιούλιο του 1944.

Εσωτερικές εξελίξεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρά τις στερήσεις του πολέμου, ο Τσοϊμπαλσάν και οι ηγέτες του κόμματος προσπάθησαν να εξασφαλίσουν μια κάποια κοινωνική πρόοδο ενώ βοηθούσαν την Σοβιετική Ένωση, επιτάσσοντας σε μεγάλο βαθμό τους πόρους της χώρας για να στηρίξει την ΕΣΣΔ. Ο Τσοϊμπαλσάν επιζητούσε με συνέπεια τη συναίνεση της Μόσχας πριν λάβει βασικές πολιτικές αποφάσεις, ακόμη και για θέματα δευτερεύουσας σημασίας, με στόχο να διασφαλίσει την εύνοια της Μόσχας.[43] Στο Δέκατο Συνέδριο του Κόμματος τον Μάρτιο έως τον Απρίλιο του 1940, ο Τσοϊμπαλσάν κανόνισε την εκκαθάριση του Γενικού Γραμματέα του κόμματος Μπαασανζάβ και την αντικατάσταση του με τον νέο αγαπημένο του Στάλιν, τον 24χρονο Υπουργό Οικονομικών Γιουμτζααγκίιν Τσεντενμπάλ. Αν και ο ίδιος παραιτήθηκε από την ηγεσία του κόμματος, ο Τσοϊμπαλσάν συνέχισε να είναι η κυρίαρχη δύναμη στη Μογγολική πολιτική, προωθώντας την μεταρρύθμιση του συντάγματος. Η μεταρρύθμιση[44] ουσιαστικά τερμάτισε την επιρροή και τη δύναμη της βουδιστικής εκκλησίας στα πράγματα της χώρας και έφερε το σύνταγμα κοντά σε αυτό το σοβιετικό σύνταγμα του 1936.[42] Μεταξύ των ετών 1941 και 1946 η χώρα υιοθέτησε την κυριλλική γραφή στη θέση της παραδοσιακής μογγολικής γραφής. Στις 5 Οκτωβρίου 1942 η χώρα άνοιξε το πρώτο της πανεπιστήμιο, το πανεπιστήμιο Τσοϊμπαλσάν, στη πρωτεύουσα,[45] χρηματοδοτούμενο σε μεγάλο βαθμό από τους Σοβιετικούς. Τα μαθήματα γίνονταν στα ρωσικά.

Τέλος πολέμου και φιλοδοξίες για την επέκταση της χώρας του

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όντας ένθερμος Μογγολικός εθνικιστής, ο Τσοϊμπαλσάν δεν εγκατέλειψε ποτέ την ελπίδα να ενώσει όλους τους Μογγόλους σε ένα κομμουνιστικό κράτος. Μέχρι το 1945 ο ίδιος είχε υποκινήσει μια εξέγερση στο ανατολικό Σιντσιάνγκ (με την υποστήριξη του Στάλιν), προσπαθώντας να ενισχύσει την επιρροή της Μογγολίας στη περιοχή, ακόμη και στο γειτονικό Κανσού και το Τσινγκχάι. Ο ίδιος έβλεπε την πραγμάτωση των ονείρων του για την συγκρότηση της «Μεγάλης Μογγολίας» (το κράτος που θα προέκυπτε από την ένωση της Εξωτερικής και της Εσωτερικής Μογγολίας) σαν φυσικό αποτέλεσμα της ήττας της Ιαπωνίας και των υπηρεσιών που προσέφερε στην Σοβιετική Ένωση η Μογγολία, περιμένοντας έτσι την στήριξη του Στάλιν.[46] Στις 10 Αυγούστου 1945, η Μογγολία κήρυξε τον πόλεμο στην Ιαπωνία δύο ημέρες μετά από τη Σοβιετική Ένωση και οι δύο στρατοί ένωσαν τις δυνάμεις τους για να επιτεθούν σε ιαπωνικά οχυρά στη βόρεια Κίνα κατά τη διάρκεια της σοβιετικής εισβολή στη Μαντσουρία. Ταυτόχρονα, ο Τσοϊμπαλσάν υποκίνησε ένα σύντομο κίνημα παμμογγολιστικού εθνικισμού μέσω του Τύπου, καλώντας τους Μογγόλους της Εσωτερικής Μογγολίας να ενοποιηθούν με την Μογγολία. Παράλληλα υποστήριξε ένα παμμογγολιστικό κίνημα στη περιοχή.[43] Όταν ο Τσοϊμπαλσάν διέταξε τα μογγολικά στρατεύματα να κινηθούν νότια του Σινικού Τείχους μέχρι το Τσανγκτσιακόου, το Τσενγκντέ και το Μπατού-Χάαλγκα, έλαβε εντολή από έναν θυμωμένο Στάλιν να σταματήσει.[47] Αντίθετα, η κίνηση αυτή σηματοδότησε επίσης τη μονιμοποίηση της διαίρεσης της Μογγολίας μεταξύ της ανεξάρτητης Μογγολικής Λαϊκής Δημοκρατίας και της γειτονικής Εσωτερικής Μογγολίας.

Μεταπολεμική Μογγολία.

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Τσοϊμπαλσάν με στρατιωτική στολή σε στρατιωτική παρέλαση τη δεκαετία του 1940. Δεξιά του η Σουχμπαταρίιν Γιαντζμάα.

Προσπάθειες εκσυγχρονισμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με το τέλος του πολέμου, η Μογγολία ξεκίνησε μια πολιτική με στόχο την «οικοδόμηση των θεμελίων του σοσιαλισμού». Διακηρύσσοντας ότι είναι «αναγκαίο να εξαλειφθεί η έννοια της ιδιοκτησίας»,[48] ο Τσοϊμπαλσάν προσπάθησε να εκσυγχρονίσει τη χώρα με βάση το σοβιετικό μοντέλο ενώ επεξέτεινε τον τομέα της συλλογικής γεωργίας. Χρηματοδοτούμενο σε μεγάλο βαθμό από τη σοβιετική βοήθεια, το πρώτο πενταετές σχέδιο της χώρας (1948–1952) επικεντρώθηκε στην οικονομική ανάπτυξη, την κατασκευή υποδομών και τον διπλασιασμό του ζωικού κεφαλαίου της χώρας. Η κυβέρνηση έλαβε πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της αγροτιάς, της βιομηχανίας και του οδικού δικτύου. Υπό την διακυβέρνησή του αναπτύχθηκαν το ανθρακωρυχείο Ναλάιχ, το ηλεκτρικό δίκτυο της χώρας, το εργοστάσιο πετρελαίου Ζούουν Μπαγιάν, άλλα εργοστάσια μετάλλων και ορυκτών, ο σιδηρόδρομος Ναούσκ-Ουλάν Μπατόρ (μογγολικά: Ουλαανμπαατάρ) και το δίκτυο μεταφορών.[49] Επίσης η Μογγολία του Τσοϊμπαλσάν ενίσχυσε το δίκτυο των επικοινωνιών, το τομέα της εξόρυξης ορυκτών και τη βελτίωση του συστήματος εκπαίδευσης και παροχής υπηρεσιών υγείας. Ο Τσοϊμπαλσάν ίδρυσε το πρώτο πανεπιστήμιο της χώρας, και έλαβε μέτρα για την εξάλειψη του αναλφαβητισμού. Θεσπίστηκε ένα σύστημα υποχρεωτικής δεκαετούς εκπαίδευσης. Η νίκη του κομμουνιστικού κόμματος το 1949 στη Κίνα εξάλειψε, τουλάχιστον προσωρινά, την απειλή στα νότια σύνορα της Μογγολίας, επιτρέποντας στην Μογγολία να μειώσει το μέγεθος του στρατού της από 80.000 που ήταν το 1949, σε μια χώρα που είχε πληθυσμό που μόλις ξεπερνούσε το εκατομμύριο. Οι αμυντικές δαπάνες μειώθηκαν από 33 τοις εκατό του συνολικού προϋπολογισμού το 1948 σε 15 τοις εκατό το 1952. [50]

Καθιέρωση διεθνούς αναγνώρισης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρόλο που ο Τσοϊμπαλσάν διατήρησε μια πολιτική ισχυρότερων δεσμών με τη Σοβιετική Ένωση (τον Φεβρουάριο του 1946 ανανέωσε τη Συνθήκη του 1936 για τη Φιλία και την Αμοιβαία Βοήθεια για άλλα δέκα χρόνια και συνήψε την πρώτη διμερή συμφωνία για την οικονομική και πολιτιστική συνεργασία μεταξύ των δύο κρατών[51]), εντούτοις κατάλαβε τη σημασία της παγίωσης της ανεξαρτησίας της Μογγολίας μέσω της διεθνούς αναγνώρισης. Το 1948 η Μογγολία συνήψε σχέσεις με τη Βόρεια Κορέα και στη συνέχεια με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας το 1949 (η Μογγολία ήταν η πρώτη χώρα που αναγνώρισε τη ΛΔΚ). Το 1950 οι κυβερνήσεις (μελών του Ανατολικού Μπλοκ) της Ανατολικής Γερμανίας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας και της Τσεχοσλοβακίας καθιέρωσαν επίσημες σχέσεις με τη Μογγολία.

Ο Τσοϊμπαλσάν αρνήθηκε να παρευρεθεί στον εορτασμό των 70ων γενεθλίων του Στάλιν το 1949, στέλνοντας στη θέση του τον Τσεντενμπάι (ο άνθρωπος με τα γυαλιά, άκρο δεξιά).

Ενίσχυση της κυριαρχίας στο κόμμα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και δεν έφτασαν ποτέ στα φρενήρη επίπεδα του 1937-1939, οι συλλήψεις και οι εκτελέσεις αντιφρονούντων συνεχίστηκαν μέχρι το θάνατο του Τσοϊμπαλσάν το 1952. Κύματα καταστολών υπήρξαν το 1940, το 1941 και το 1942. [52] Το 1947, οι αρχές έκαναν διώξεις εμπλεκομένων στο σκάνδαλο "Πορτ-Άρθουρ", το οποίο κατασκευάστηκε γύρω από μια πλασματική συνωμοσία για τη δολοφονία του Τσοϊμπαλσάν. Συνελήφθησαν ογδόντα άτομα, εκ των οποίων τα 42 εκτελέστηκαν. Η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος εξέδωσε διακηρύξεις για την καταπολέμηση του αυξημένου αντεπαναστατικού αισθήματος και η μυστική αστυνομία του υπουργείου Εσωτερικών επεκτάθηκε αποκτώντας συνεργάτες σε όλη τη χώρα. Η κομματική αφοσίωση ενισχύθηκε με την αυξανόμενη συμμετοχή στο κόμμα. Τα μέλη του διπλασιάστηκαν από το 1940 έως το 1947, φτάνοντας σχεδόν τα 28.000.[53]

Επιδείνωση των σχέσεων με τον Στάλιν

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Τσοϊμπαλσάν συνέχισε να έχει ελπίδες για την ένωση της Μογγολίας, ειδικά μετά τη νίκη των Κινέζων κομμουνιστών το 1949. Όταν έγινε σαφές ότι ο Στάλιν δεν θα υποστήριζε την ενοποίηση, απογοητεύτηκε ολοένα και περισσότερο με τον Στάλιν. Οι προσωπικές σχέσεις μεταξύ των δύο ηγετών επιδεινώθηκαν σε σημείο που το 1949 ο Τσοϊμπαλσάν αρνήθηκε να παρευρεθεί στον εορτασμό των 70ων γενεθλίων του Στάλιν στη Μόσχα, στέλνοντας στη θέση του τον Τσεντενμπάλ. Όταν το 1950 ο Τσεντενμπάλ και άλλοι προστατευόμενοι του παρότρυναν τον Τσοϊμπαλσάν να ακολουθήσει το παράδειγμα της Τιβά και να ζητήσει την ένταξη της Μογγολίας στην Σοβιετική Ένωση, ο Τσοϊμπαλσάν τους επέπληξε αυστηρά.[43][54]

Ασθένεια, θάνατος και ταφή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τα λείψανα του Τσοϊμπαλσάν ενταφιάστηκαν στο μαυσωλείο του Σουχμπαατάρ από το 1954 έως το 2005.

Στα τέλη του 1951 ο Τσοϊμπαλσάν ταξίδεψε στη Μόσχα για να λάβει θεραπεία για τον καρκίνο του νεφρού.[55]  Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, αυτό έγινε εξαιτίας της πίεσης των Σοβιετικών να έρθει στη Μόσχα γιατί η Μογγολία δεν είχε εξοπλισμό για να θεραπεύσει την ασθένεια.[55] Ο ίδιος μεταφέρθηκε με τρένο στο νοσοκομείο (σε ένα ταξίδι που κράτησε εφτά μέρες) και πέθανε εκεί στις 26 Ιανουαρίου 1952, λίγο μετά την άφιξή του.[55] Λόγω της διαμάχης μεταξύ του ίδιου και του Στάλιν που προηγήθηκε της παραμονής του στη Μόσχα, έχουν κυκλοφορήσει υποψίες περί της εμπλοκής της σοβιετικής κυβέρνησης στο θάνατο του.[55]

Η σορός του Τσοϊμπαλσάν επεστράφη με ειδικό τρένο στη Μογγολία με πλήρεις στρατιωτικές τιμές. Επίσης έλαβε χώρα μια κρατική κηδεία στην πρωτεύουσα, στην οποία συμμετείχαν Μογγόλοι και Σοβιετικοί αξιωματούχοι.[55] Σε όλη τη χώρα κηρύχθηκε πολυήμερο πένθος.[55] Αρχικά θάφτηκε στο νεκροταφείο Αλτάν Ουλγκίι στο Ουλάν Μπατόρ.[56] Τον Ιούλιο του 1954 το σώμα του μεταφέρθηκε στο νεόκτιστο μαυσωλείο Σουχμπαατάρ μπροστά από το Κυβερνητικό Μέγαρο στη βόρεια πλευρά της πλατείας Σουχμπαατάρ[57] όπου οι δύο ήταν θαμμένοι και μετά τηΔημοκρατική Επανάσταση του 1990 στη Μογγολία. Το Μαυσωλείο γκρεμίστηκε το 2005 και τα πτώματα και των δύο ηγεμόνων αποτεφρώθηκαν τελετουργικά υπό την επίβλεψη του βουδιστικού κλήρου και οι στάχτες ενταφιάστηκαν ξανά στο νεκροταφείο Αλτάν Ουλγκίι.[58]

Ο Τσοϊμπαλσάν παντρεύτηκε μια πιστή βουδίστρια μοδίστρα ονόματι Μποροτολογκάι το 1921 και οι δυο τους παρέμειναν παντρεμένοι μέχρι το 1935 παρά τις παράλληλες σχέσεις που διατηρούσε. Το 1929 ξεκίνησε μια σχέση με την ηθοποιό Ντίβα. Στη συνέχεια, ο Τσοϊμπαλσάν παντρεύτηκε την Μπ. Γκιουνντεγκμάα. Δεν απέκτησε παιδιά. Το 1937 ο Τσοϊμπαλσάν υιοθέτησε τον γιο ενός από τους υφισταμένους του στο Υπουργείο Εσωτερικών, αν και κάποιοι υποστήριξαν ότι το αγόρι ήταν στην πραγματικότητα νόθο παιδί του Τσοϊμπαλσάν. Αργότερα η Γκιουνντεγκμάα υιοθέτησε την Σουβντ, ένα κορίτσι.[19]

Το άγαλμα του Τσοϊμπαλσάν στέκεται μπροστά από το Εθνικό Πανεπιστήμιο στο Ουλάν Μπατόρ.

Η εικόνα που έχουν οι Μογγόλοι για τον Τσοϊμπαλσάν στη σύγχρονη Μογγολία παραμένει μικτή. Τη στιγμή του θανάτου του, θρηνήθηκε ευρέως ως ήρωας, πατριώτης και τελικά μάρτυρας για της Μογγολικής ανεξαρτησίας. Τα απομεινάρια της ισχυρής προσωπολατρίας του, καθώς και οι επιτυχημένες προσπάθειες του διαδόχου του Τσεντενμπάλ να εμποδίσει τις προσπάθειες «αποσταλινοποίησης» που θα μπορούσαν να ρίξουν φως στις ενέργειες του Τσοϊμπαλσάν κατά τη διάρκεια των εκκαθαρίσεων, βοήθησαν να εδραιωθεί η θετική εκτίμηση που είχαν πολλοί Μογγόλοι για τον πρώην ηγέτη τους. Οι επίσημες επικρίσεις για τον Τσοϊμπαλσάν το 1956 και το 1969, οι οποίες τον κατηγόρησαν για «ωμές παραβιάσεις του επαναστατικού νόμου που οδήγησαν στον θάνατο πολλών ανθρώπων»[59], αλλά και η λήψη απόφασης από την κεντρική επιτροπή του κόμματος το 1962 για να ληφθούν «αποφασιστικά μέτρα για τη διασφάλιση της πλήρους εξάλειψης των βλαβερών συνεπειών της λατρείας της προσωπικότητας του Χ. Τσοϊμπαλσάν σε όλους τους τομείς της ζωής», [60] απέτυχαν να δημιουργήσουν σοβαρό δημόσιο διάλογο για τη κληρονομιά του μογγόλου ηγέτη.[61]

Μερικοί μελετητές έχουν προτείνει ότι η τάση των Μογγόλων να αποφύγουν να κατηγορήσουν τον Τσοϊμπαλσάν για τις εκκαθαρίσεις είναι στην πραγματικότητα μια προσπάθεια να τον αθωώσουν για τις εκκαθαρίσεις.[62] Ο θυμός του κοινού για τη βία των εκκαθαρίσεων πέφτει κυρίως στη Σοβιετική Ένωση και το Λαϊκό Κομισαριάτο, με τον Τσοϊμπαλσάν να αντιμετωπίζεται με συμπάθεια (αν όχι αξιολύπητα) ως μια μαριονέτα που έπρεπε να επιλέξει είτε να ακολουθήσει τις διαταγές της Μόσχας, είτε να έχει την τύχη των Γκεντέν και Αμάρ.

Με το τέλος της σοσιαλιστικής διακυβέρνησης το 1990, η διακυβέρνηση του Τσοϊμπαλσάν έχει εν μέρει επανεξεταστεί, και φαίνεται ότι υπάρχει μια προσπάθεια από ορισμένους Μογγολούς να συμβιβαστούν με το σοσιαλιστικό παρελθόν της χώρας σε ένα γενικότερο πλαίσιο. Ωστόσο, ο Τσοϊμπαλσάν δεν είναι αντικείμενο έντονης δυσαρέσκειας στη Μογγολία. Αυτό το συναίσθημα επιφυλάσσεται στη Σοβιετική Ένωση. Το άγαλμα του Στάλιν μπροστά από την Εθνική Βιβλιοθήκη αποκαθηλώθηκε το 1990, λίγο μετά τη Δημοκρατική επανάσταση της Μογγολίας. Το άγαλμα του Τσοϊμπαλσάν, από την άλλη, εξακολουθεί να στέκεται μπροστά από το Εθνικό Πανεπιστήμιο στο Ουλάν Μπατόρ, για το οποίο συνέβαλε στην ίδρυση του και έφερε το όνομα του για ένα διάστημα. Επιπλέον, η πρωτεύουσα της επαρχίας Ντορνόντ φέρει το όνομα του μέχρι σήμερα.

Όσον αφορά τη διαρκή επιρροή του Τσοϊμπαλσάν, αυτό που είναι ξεκάθαρο είναι ότι η επιθετικά φιλορωσική του στάση και ο ενεργός ρόλος του στην αύξηση της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής εξάρτησης της Μογγολίας από τη Σοβιετική Ένωση μετέτρεψαν τη χώρα σε σοβιετική μαριονέτα, γεγονός με διαρκές αντίκτυπο στην σύγχρονη μογγολική ταυτότητα και ανάπτυξη.[63] Ο αποδεκατισμός του βουδιστικού κλήρου και η ισοπέδωση εκατοντάδων μοναστηριών έκλεψαν επίσης από τη Μογγολία μια πλούσια πολιτιστική κληρονομιά.

Το 2017, η Μογγολική Τράπεζα παρουσίασε ένα νόμισμα με τη μορφή του Τσοϊμπαλσάν.[64]

  • Ήρωας της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μογγολίας (δύο φορές)
  • Τάγμα του Sukhbaatτάρ ar (τέσσερις φορές)
  • Τάγμα του Ερυθρού Λαβάρου (πέντε φορές)
  • Τάγμα της Κόκκινης Πανό της Εργασίας
  • Τάγμα του Πολικού Αστέρα
  • Μετάλλιο "Για τη νίκη επί της Ιαπωνίας"
  • Μετάλλιο για τη νίκη επί της Ιαπωνίας ("Κερδίσαμε")
  • Μετάλλιο "25 Χρόνια Λαϊκής Επανάστασης"
  • Τάγμα του Λένιν (δύο φορές)
  • Τάγμα Σουβόροφ, 1ου βαθμού
  • Τάγμα του Κόκκινου Λαβάρου (δύο φορές)
  • Μετάλλιο Ιωβηλαίου "20 χρόνια εργατοαγροτικού Κόκκινου Στρατού"
  • Μετάλλιο "Για τη νίκη επί της Γερμανίας στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο 1941-1945"
  • Μετάλλιο "Για τη νίκη επί της Ιαπωνίας"
  • Μετάλλιο Ιωβηλαίου "30 χρόνια Σοβιετικού Στρατού και Ναυτικού"
  • Τιμητικό Όπλο
  • Επίτιμος Εργάτης του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΣΣΔ
  1. 1,0 1,1 1,2 (Γερμανικά) Εγκυκλοπαίδεια Μπρόκχαους. tschoibalsan-chorlogijn.
  2. «Choibalsan - History». mongolia.com. 19 Μαΐου 2020. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2022. 
  3. Sanders, Alan J. K. (1996). Historical Dictionary of Mongolia. Lanham: Scarecrow Press. σελ. 41. ISBN 0-8108-3077-9. 
  4. Atwood, Christopher P. (2004). Encyclopedia of Mongolia and the Mongol Empire. New York: Facts on File inc. σελίδες 103. ISBN 0-8160-4671-9. 
  5. Atwood 2004, p. 103.
  6. Baabar (1999). History of Mongolia. Cambridge: Monsudar Publishing. σελ. 198. ISBN 99929-0-038-5. 
  7. Znamenski, Andrei A (2011). Red Shambhala: Magic, Prophecy, and Geopolitics in the Heart of Asia. Quest Books. σελ. 131. ISBN 978-0-8356-0891-6. 
  8. Bawden, C.R. (1989). The Modern History of Mongolia. London: Kegan Paul International Ltd. σελίδες 206. ISBN 0-7103-0326-2. 
  9. Baabar 1999, p. 198
  10. Kh. Choibalsan, D. Losol, D. Demid, Mongolyn ardyn ündesnii khuv'sgal ankh üüseg baiguulagdsan tovch tüükh [A short history of the Mongolian revolution] (Ulaanbaatar, 1934), v. 1, p. 56.
  11. Bawden 1989, p. 215
  12. Bagaryn Shirendyb (1976). History of the Mongolian People's Republic. Cambridge, MA: Harvard University Press. σελίδες 99. ISBN 0-674-39862-9. 
  13. 13,0 13,1 Sanders 1996, p. 42.
  14. Bagaryn Shirendyb et al 1976, p. 137
  15. Palmer, James (2008). The Bloody White Baron. London: Faber and Faber. σελ. 226. ISBN 978-0-571-23023-5. 
  16. 16,0 16,1 Bawden 1989, p. 292
  17. 17,0 17,1 Baabar 1999, p. 351
  18. Baabar 1999, p. 231
  19. 19,0 19,1 19,2 Atwood 2004, p.104.
  20. Rupen, Robert Arthur (1979). How Mongolia Is Really Ruled. U.S.: Hoover Institution Press. σελίδες 31. ISBN 0-8179-7122-X. 
  21. Sanders 1996, p. 52.
  22. Lattimore, Owen (1962). Nomads and Commissars: Mongolia Revisited. Oxford University Press. σελίδες 119. ISBN 1-258-08610-7. 
  23. Bawden 1989, p. 293
  24. Palmer, James (2008). The Bloody White Baron. London: Faber and Faber. σελ. 235. ISBN 978-0-571-23023-5. 
  25. Becker, Jasper (1992). Lost Country, Mongolia Revealed. London: Hodder and Stoughton. σελίδες 123. ISBN 0-340-55665-X. 
  26. Bawden 1989, p. 292-293
  27. Baabar 1999, p. 352
  28. 28,0 28,1 Baabar 1999, p. 353
  29. Baabar 1999, p. 348
  30. 30,0 30,1 Baabar 1999, p. 355
  31. Baabar 1999, p. 359
  32. Baabar 1999, p. 361: quoting N. Erdene-Ochir, "Extra-Special Commission", Ardyn Erh, No. 153, 1991
  33. Palmer, James (2008). The Bloody White Baron. London: Faber and Faber. σελ. 237. ISBN 978-0-571-23023-5. 
  34. 34,0 34,1 Baabar 1999, p. 362
  35. Sandag, Shagdariin (2000). Poisoned arrows: The Stalin-Choibalsan Mongolian massacres, 1921–1941. University of Michigan. σελίδες 70. ISBN 0-8133-3710-0. 
  36. 36,0 36,1 Baabar 1999, p. 358
  37. 37,0 37,1 37,2 Becker 1992, p. 95
  38. Baabar 1999, p. 365
  39. Coox, Alvin D. (1990). Nomonhan: Japan Against Russia, 1939, Volumes 1–2. Stanford University Press. σελ. 170. ISBN 0-8047-1835-0. 
  40. Baabar 1999, p. 370
  41. Krivosheeva, G. F. (1993). Grif sekretnosti sniat': poteri Vooruzhennykh Sil SSSR v voynakh, boevykh deystviyakh i voennykh konfliktakh. Moscow: Voennoe izd-vo. σελίδες 77–85. ISBN 5-203-01400-0. 
  42. 42,0 42,1 42,2 Robert L. Worden and Andrea Matles Savada, editors. «Economic Gradualism and National Defense, 1932–45». Mongolia: A Country Study. GPO for the Library of Congress. Ανακτήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2012. CS1 maint: Extra text: authors list (link)
  43. 43,0 43,1 43,2 Atwood 2004, p.105.
  44. Ginsburgs, G (1961). «Mongolia's "Socialist" Constitution». Pacific Affairs 34 (2): 141–156. doi:10.2307/2752987. https://archive.org/details/sim_pacific-affairs_summer-1961_34_2/page/141. 
  45. Bagaryn Shirendyb et al 1976, p. 826
  46. Radchenko, Sergey. «Carving up the Steppes: Borders, Territory and Nationalism in Mongolia, 1943–1949» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 12 Ιανουαρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2012. 
  47. Becker 1992, p. 96
  48. Morozova, Irina Y. (2009). Socialist Revolutions in Asia: The Social History of Mongolia in the 20th Century. US: 2009 Taylor & Francis. σελ. 124. ISBN 978-0-7103-1351-5. 
  49. Morozova 2009, p. 126
  50. «Mongolia-Postwar Developments». Ανακτήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2012. 
  51. Chahryar Adle, Madhavan K.. Palat, Anara Tabyshalieva (Editors) (2005). Vol. VI: Towards Contemporary Civilization: From the Mid-Nineteenth Century to the Present Time. UNESCO. σελ. 371. ISBN 92-3-102719-0. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link) CS1 maint: Extra text: authors list (link)
  52. Morozova 2009, p. 105
  53. Morozova 2009, p. 120
  54. Becker 1992, p. 97
  55. 55,0 55,1 55,2 55,3 55,4 55,5 https://web.archive.org/web/20220312092102/https://124.158.124.6/news/enews/117130. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Μαρτίου 2022. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2022.  Missing or empty |title= (βοήθεια)
  56. «Olloo.mn – Єдєр бvр дэлхий даяар – Д.Сvхбаатар, Х.Чойбалсан, Ж.Самбуу нарт зориулсан бунхан барина». archive.olloo.mn. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Σεπτεμβρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2021. 
  57. «Прогулка по мавзолеям». www.kommersant.ru (στα Ρωσικά). 1 Ιουνίου 1999. Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2021. 
  58. «1960–2014 оны Улаанбаатар хот». mass.mn. Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2021. 
  59. Bagaryn Shirendyb et al 1976, p. 345
  60. Lattimore 1962, p 148
  61. Kenneth Christie, Robert Cribb, Robert B. Cribb 2002, pg 161
  62. Kenneth Christie, Robert Cribb, Robert B. Cribb 2002, pg 162
  63. Atwood 2004, p. 60
  64. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Δεκεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2022. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]