Η 31η Συμφωνία σε Ρε μείζονα, K. 297/300a (γερμανικά: Sinfonie D-Dur Köchelverzeichnis 297), γνωστή και ως η Συμφωνία του Παρισιού (Pariser Sinfonie), είμαι μία συμφωνία του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, που γράφτηκε στο Παρίσι το 1778. Πρόκειται για μία από τις πιο γνωστές συμφωνίες του Μότσαρτ, και η πρώτη πιθανώς που εκδόθηκε, το 1779, από τον οίκο Seiber.[1]
Η σύνθεση της Συμφωνίας έγινε το 1778, κατά την αποτυχημένη προσπάθεια του Μότσαρτ να βρει δουλειά στο Παρίσι. Ο συνθέτης τότε ήταν 22 ετών. Η πρεμιέρα της έγινε στις 12 Ιουνίου του 1778, σε μία ιδιωτική εμφάνιση στον οίκο του Κόντε Καρλ Χάινριχ Γιόζεφ φον Σίκιγκεν. Η πρεμιέρα της στο μπροστά στο κοινό έγινε έξι μέρες αργότερα, στο Concert Spirituel.[2]
Η δημόσια πρεμιέρα έλαβε καλές κριτικές. Στις 26 Ιουνίου, στο τεύχος Courrier de l'Europe, που κυκλοφόρησε στο Λονδίνο, έγραψε:[3]
Στις 15 Αυγούστου, στον ίδιο χώρο, η Συμφωνία εκτελέστηκε ξανά, αυτή τη φορά με ένα νέο δεύτερο μέρος, ένα Andante, που αντικατέστησε το Andantino, (σύμφωνα με τον Otto Erich Deutsch, το τελευταίο «είχε αποτύχει να ευχαριστήσει το κοινό»).[4] Παρόλα αυτά, το έργο έγινε δημοφιλές. Ο Deutsch, έχει καταχωρίσει πολλές ακόμα εκτελέσεις του μέσα στο 1779, ακόμα και μέσα στο 1780.[5] Στις 11 Μαρτίου του 1783, η Συμφωνία παρουσιάστηκε και στο Burgtheater, στη Βιέννη, προς όφελος της νύφης του, της τραγουδίστριας Α. Γουέμπερ.[6]
Η Συμφωνία διέθετε αξιοσημείωτα μεγάλη ενορχήστρωση για την εποχή της, κι αυτό λόγω του ότι ο Μότσαρτ εκμεταλλεύθηκε την τεράστια ορχήστρα που διέθετε το Παρίσι τότε. Το έργο γράφτηκε για τα εξής όργανα: 2 φλάουτα, 2 όμποε, 2 κλαρινέτα (σε Λα), 2 φαγκότα, 2 κόρνα, 2 τρομπέτες, τυμπάνια και έγχορδα. Αυτή είναι και η πρώτη συμφωνία που ο Μότσαρτ χρησιμοποιεί κλαρινέτο.
Ο Στάνλι Σάντι σημειώνει ότι αυτή είναι η μεγαλύτερη ορχήστρα για την οποία ο Μότσαρτ συνέθεσε στην καριέρα του. Ο αριθμός των εγχόρδων (συνήθως) δε σημειώνεται στην παρτιτούρα, όμως ο Σάντι αναφέρει: «στην πρεμιέρα υπήρχαν 22 βιολιά, 5 βιόλες, 8 τσέλα και 5 κοντραμπάσα», συμπληρώνοντας: «Ο πατέρας του Μότσαρτ, Λέοπολντ, φαίνεται να κρίνει τις παριζιάνικες συμφωνίες, και να λέει ότι μάλλον οι Γάλλοι αρέσκονται σε θορυβώδεις συμφωνίες».[7]
Η Συμφωνία αποτελείται από τρία μέρη και ακολουθεί παραδοσιακές φόρμες της κλασσικής περιόδου.
Και τα δύο δεύτερα μέρη υπάρχουν ακόμα,[8] όπως επίσης και μια παλιότερα παρτιτούρα, μιας διαφορετικής εκδοχής του Andantino.[9][10]