Ίδρυση | 1963 |
---|---|
Ιδρυτής | Isaiah L. Kenen |
Νομική υπόσταση | 501(c)(4) |
Έδρα | Ουάσινγκτον, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής |
Προϋπολογισμός | $67 million (Fiscal year ending 2010-9-30)[1] |
Ιστότοπος | aipac.org |
δεδομένα ( ) |
Το AIPAC (προφέρεται: [ˈeɪpæk], αγγλικά: American Israel Public Affairs Committee, ελληνικά: Αμερικανοϊσραηλινή Επιτροπή Δημοσίων Υποθέσεων)[2] είναι λόμπι που υποστηρίζει πολιτικές υπέρ του Ισραήλ, όσον αφορά το Κογκρέσο και την εκτελεστική εξουσία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ως ένα από τα πολλά λόμπι υπέρ του Ισραήλ στις ΗΠΑ,[3] η AIPAC έχει περισσότερα από 100.000 μέλη,[4] δεκαεπτά περιφερειακά γραφεία και «μια τεράστια δεξαμενή δωρητών».[4] Έχει χαρακτηριστεί ως «ο πιο σημαντικός οργανισμός που επηρεάζει τη σχέση της Αμερικής με το Ισραήλ»[5] και ένα από τα ποιο ισχυρά λόμπι στις Ηνωμένες Πολιτείες.[4] Η ομάδα δεν αντλεί κεφάλαια προς πολιτικούς υποψήφιους, αλλά βοηθά στην οργάνωση για τη διοχέτευση χρημάτων στους υποψήφιους.[4]
Επικριτές του έχουν δηλώσει ότι ενεργεί ως αντιπρόσωπος της ισραηλινής κυβέρνησης, με ασφυκτικό κλοιό στο Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών, με τη δύναμη και την επιρροή του.[6] Έχει κατηγορηθεί για συμμαχία με το κόμμα Λικούντ του Ισραήλ και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα στις ΗΠΑ, αλλά ένας εκπρόσωπος της AIPAC σχολίασε αυτές τις αναφορές ως «κακόβουλο χαρακτηρισμό».[4] Η AIPAC παρουσιάζεται ως μια δικομματική οργάνωση[7] και η επιρροή της περιλαμβάνει τόσο τους Δημοκρατικούς, όσο και τους Ρεπουμπλικανούς. Η Washington Post περιέγραφε τις διαφορές μεταξύ AIPAC και η J Street: «Ενώ και τα δύο λόμπι αυτοαποκαλούνται διακομματικά, η AIPAC έχει κερδίσει την υποστήριξη από τη συντριπτική πλειοψηφία των Ρεπουμπλικάνων Εβραίων, ενώ η J Street αυτοπαρουσιάζεται ως εναλλακτική λύση για τους Δημοκρατικούς που αντιτίθενται στις πολιτικές του Νετανιάχου, ενώ οι συντηρητικοί πρόσκεινται στο AIPAC».[8]
Το 2005, Λόρενς Φράνκλιν (Lawrence Franklin), ένας αναλυτής του Πενταγώνου ομολόγησε την ενοχή του για κατασκοπεία όσον αφορά διαβαθμισμένες πληροφορίες της κυβέρνησης των ΗΠΑ, τις οποίες παρέδωσε στον πολιτικό διευθυντή του AIPAC, Στίβεν Ρόουζεν (Steven Rosen) και τον ανώτερο αναλυτή του AIPAC για θέματα που αφορούν το Ιράν, Κειθ Βάισμαν (Keith Weissman), θέμα το οποίο είναι γνωστό ως σκάνδαλο κατασκοπείας AIPAC. Ρόουζεν και Βάισμαν αργότερα απολύθηκαν από την AIPAC.[9] Το 2009, οι κατηγορίες εναντίον των πρώην εργαζομένων της AIPAC μειώθηκαν.[10]