Arhopalus ferus | ||||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Arhopalus ferus
| ||||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||||
| ||||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||||
Arhopalus ferus (Mulsant 1839) |
Το Arhopalus ferus είναι ένα κολεόπτερο από την οικογένεια Cerambycidae.[1] Το γένος Arhopalus εκπροσωπείται στην Ευρώπη με τέσσερα είδη.[2] Παγκοσμίως κατατάσσονται είκοσι είδη στο γένος Arhopalus που διαιρείται σε δύο υπογένη.[3] Από αυτά τα είδη το Arhopalus ferus,[1] το Arhopalus rusticus [4] και το Arhopalus syriacus [5] απαντάται στην Ελλάδα.
Το έντομο αναφέρεται για πρώτη φορά ως Criocephalum Ferum το 1837 σε ένα κατάλογο για τα κολεόπτερα της περίφημης συλλογής του Γάλλου Dejean.[6] Αναφέρεται όμως μόνο το όνομα, λείπει μια καταγραφή. Αυτή δόθηκε το 1839 από τον Mulsant υπό τον όνομα Criocephalus ferus.[1] Κατά την εκτίμηση του Mulsant, ο οποίος είναι ένα από τους κολεοπτερολόγους που δούλεψαν για τον Dejean πάνω στη συλλογή του, το έντομο είναι μόνο μια παραλλαγή του Criocephalum rusticum [7] Παραπάνω ο Mulsant παρατηρεί, πως αυτή η παραλλαγή ονομάστηκε Callidium triste από τον Fabricius. Αντί Criocephalum ο Mulsant γράφει Criocephalus.[8]
Αργότερα οι περισσότεροι κολεοπτερολόγοι (Reitter, Freude-Harde-Lohse) θεωρούν το έντομο γνήσιο είδος και το ονομάζουν Criocephalus tristis συνδυάζοντας το όνομα είδους που δόθηκε από τον Fabricius, που ήταν πιο περίφημο από τον Mulsant, και το όνομα γένους όπως το έγραφε ο Mulsant. Αυτό το όνομα είναι ακόμα πολύ κοινό στη βιβλιογραφία.
Ο Γάλλος Serville (ή Audinet-Serville) διόρισε πια 1833 το γένος Arhopalus με τύπο το Arhopalus rusticus,[9] το ίδιο είδος που ο Mulsant ονόμασε Criocephalus rusticus το 1839. Με τους σημερινούς κανόνες της νομοθεσίας ισχύει το αρχαιότερα όνομα δηλαδή Arhopalus αντί Criocephalus. Παραπάνω είναι αμφίβολο, εάν η περιγραφή του Fabricius για το tristis είναι συνώνυμο για ferus ή για rusticus.[10] Για αυτό το μόνο σωστό όνομα είναι σήμερα Arhopalus ferus, εάν ακόμα χρησιμοποιείται επίσης Arhopalus tristis.
Το όνομα του είδους, η λέξη ferus είναι η λατινική λέξη που σημαίνει "άγριο"[11] Το συνώνυμο tristis είναι η λατινική λέξη για "θλιβερό, σκοτεινό" και αναφέρεται στο σκούρο χρώμα.[11]
Το όνομα του γένους Criocephalus προέρχεται από τις λέξεις "κριός" και "κεφαλή" και αναφέρεται στις κεραίες που θυμίζουν τα κέρατα του κριού. Το όνομα Arhopalus είναι σύνθεση από το "α" για την απουσία και "ρόπαλον" και θέλει εκφράζει, πως η οι κεραίες δεν τελειώνουν με ένα ρόπαλο.[12]
Όλα τα είδη του γένους έχουν θαμπό καστανό μέχρι μαύρο χρώμα. Το Arhopalus ferus αποκτά μήκος δεκατριών μέχρι εικοσιπέντε χιλιοστόμετρων και φάρδος περίπου έξι χιλιοστόμετρων.
Το κεφάλι είναι πιο πλατύ παρά μακρύ. Τα στοματικά μόρια δείχνουν προς τα μπροστά. Το τελευταίο μέρος των γναθικών προσακτρίδων είναι μικρό και διευρύνεται μόνο λίγο προς την άκρη, ενώ στο Arhopalus syriacus το τελευταίο μέρος σχηματίζει φαρδύ τρίγωνο.[13] Οι σύνθετοι οφθαλμοί είναι μεγάλοι και νεφροειδείς. Μεταξύ των ομματιδίων το πολύ υπάρχουν λιγοστά και πολύ βράχια μαλλιά (Εικ. 2, το κίτρινο χρώμα είναι μόνο αποτέλεσμα της ξήρανσης, στο ζωντανό έντομο οι οφθαλμοί είναι σκούρο καφέ), ενώ στο Arhopalus rusticus υπάρχουν αρκετά κοντά μαλλιά (Εικ. 3). Οι κεραίες είναι νηματοειδείς και συνίστανται από ένδεκα μέρη. Στα θηλυκά φτάνουν μέχρι τη μέση των ελύτρων, στα αρσενικά είναι λίγο μακρύτερο.
Το πρόνωτο είναι λίγο στρογγυλό και φαρδύτερο από το κεφάλι. Δείχνει στη μέση κατά μήκος μια ρηχή σούφρα. Σε κάθε πλευρά από αυτήν βρίσκεται ένα αβαθή βαθούλωμα.
Τα έλυτρα μαζί είναι λίγο φαρδύτερα από το πρόνωτο. Το μήκος είναι περίπου τρεις φορές πλάτος. Οι πλευρές είναι περίπου παράλληλες. Κάθε έλυτρο έχει δυο ή τρεις αδύνατες καρίνες. Τα έλυτρα τελειώνουν στη ραφή αμβλύα στρογγυλεμένα,
Αντίθετα σε άλλα γένη της υποοικογένειας Aseminae το γένος Arhopalus έχει μόνο ένα αγκάθι στο μπροστινή κνήμη (Εικ. 4).[14] Οι ταρσοί φαίνονται να έχουν μόνο τέσσερα μέρη, γιατί το μέρος μεταξύ του τρίτου και του τελευταίου είναι πολύ μικρό. Το τρίτο μέρος στο οπίσθιο ταρσό είναι σχισμένο μόνο περίπου μέχρι τη μέση (Εικ. 5, το τελευταίο μέρος του ταρσούς αφαιρέθηκε), ενώ στα άλλα ελληνικά είδη το σχίσμα είναι πολύ βαθύτερα (Εικ. 6).
Η προνύμφη μοιάζει πολύ με την προνύμφη του γένους Asemum. Το πρόνωτο είναι ο πιο φαρδύς δακτύλιος του κορμιού, μετά οι δακτύλιοι στενεύουν μέχρι το πέμπτο κοιλιακό δακτύλιο, οι ακόλουθοι τρεις δακτύλιοι διευρύνονται. Ο ακόλουθος τελευταίος κοιλιακός δακτύλιος είναι περίπου τόσο φαρδύ όπως ο έβδομος και τελειώνει με δυο αγκάθια. Τα αγκάθια φύονται σε μικρή απόσταση το ένα από το άλλα, είναι περίπου παράλληλα και κλίνουν λίγο προς τα πάνω και στο τέλος προς τη μέση. Ο δεύτερος και ο τρίτος θωρακικός δακτύλιος είναι πολύ κοντοί, μαζί είναι περίπου το ίδιο κοντοί όπως κάθε κοιλιακός δακτύλιος και πιο κοντοί από τον πρώτο θωρακικό δακτύλιο. Τα πόδια είναι πάρα πολύ μικρά, διμερής με νύχι. Στο Arhopalus ferus το κεφάλι είναι πιο κοντό παρά στο Arhopalus rusticus.[14]
Παρ όλο που κατά την ημέρα το έντομο φαίνεται βραδύ και ληθαργικό, τη νύχτα αποδειχθεί να είναι πολύ ενεργό και τρέχει και πετάει αρκετά γρήγορα. Τα κολεόπτερα βγαίνουν από τις κρυψώνες τους αργά το βράδυ. Το θηλυκό αποθέτει τα αυγά βαθιά στις ρωγμές του φλοιού στο κάτω μέρος του κορμιού ή μόνο ή σε ομάδες μέχρι 20 αυγά. Συνολικά ο αριθμός των αυγών εκτιμάται να φτάνει τα χίλια. Για αυτό το σκοπό επιλέγει διάφορα είδη της πεύκας ή του έλατου, που ακόμα είναι ζωντανά και γερά ή νέα κομμένα, επίσης όρθιες κουτσούρες. Η εκκόλαψη πραγματοποιείται περίπου δυο εβδομάδες αργότερα. Περίπου δυο μέρες μετά η προνύμφη αρχίζει με την κατανάλωση του ξύλου. Στις κουτσούρες ορύσσει προς το σομφόξυλο και εκεί κυρίως στη διεύθυνση των ινών του ξύλου προς τα κάτω. Κάθε μερικά λεπτά η προνύμφη γυρίζει και συμπιέσει τα περιττώματά προς τα πίσω. Το όγκος του καταναλωμένου ξύλου είναι μεγαλύτερο από το όγκος των συμπιεσμένων απορρίμματα, και για αυτό το μήκος του κενού χώρου μεταξύ το κεφάλι των σηράγγων και το βουλωμένο τέλος αυξάνεται συνεχώς. Μπορεί να κατασκευάζονται σήραγγες με μήκος μέχρι ενάμισι μέτρα και μόνο τα αρχικά πενήντα εκατοστόμετρα γεμάτα με απορρίμματα.[15] Η προνύμφη του τελευταίου σταδίου ορύσσει πια την έξοδο για το ακμαίο. Μετά τη βουλώνει πολύ σφιχτά με μικρά κομμάτια του φλοιού. Η βουλωμένο μέρος πολλές φορές φτάνει μέχρι στο ξύλο, όπου τα κομμάτια φλοιού αντικατασταθούν με μακρές ίνες ξύλου. Κοντά στην έξοδο η προνύμφη ορύσσει μια κοντή διακλάδωση χωρίς έξοδο. Σε αυτήν καταθέσει τα τελευταία εκδύματα και μετά σκεπάζει την είσοδο με συντρίμμια ξύλου. Η νύμφωση γίνεται στην Αγγλία κατά το τέλος του φθινόπωρου. Μετά από την έκδυση του ακμαίου, αυτό παραμένει ακόμα περίπου δυο εβδομάδες στη νυμφική θήκη πριν βγαίνει κατά το αργά λυκόφως. Οι τρύπες, όπου βγαίνουν οι ακμαίες, είναι ωοειδείς με καθαρές άκρες.[16] Στη Νέα Ζηλανδία το έντομο προκαλεί ορισμένες ζημίες σε δάσους που έχουν αποδυναμωθεί από πυρκαγιές. Ο βιολογικό κύκλος ολοκληρώνεται στη Νέα Ζηλανδία κατά κανόνα σε ένα χρόνο, μπορεί όμως να αρκεί μερικά χρόνια.[17]
Πρόκειται αρχικά για παλαιαρκτικό είδος, το οποίο εισήχθη στη Νέα Ζηλανδία.[17] Απαντάται στη Νότια Ευρώπη, την Κεντρική Ευρώπη και το νότιο μέρος της Βόρειας Ευρώπης, τη Βόρεια Αφρική, τη Μικρή Ασία, τη Συρία, τον Καυκασο και στη Σιβηρία. Δεν απαντάται στις Κυκλάδες στα Νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, στα Δωδεκάνησα και στην Ευρωπαϊκή Τουρκία αλλά συναντούμε το έντομο στην ηπειρωτική Ελλάδα, στην Κρήτη και στην Κύπρος.[1]