Ο όρος ars nova που σημαίνει στην Λατινική νέα τέχνη χρησιμοποιείται γενικά για τη μουσική του 14ου αιώνα, αντίθετα προς τον όρο ars antiqua ή παλαιά τέχνη, δηλαδή τη μουσική του 13ου αιώνα. Πρόκειται για μια περίοδο στην ιστορία της Αισθητικής που βοήθησε στην καθιέρωση νέων μουσικών κατακτήσεων. Η μουσική υπό την οπτική γωνία της ars nova παρουσιάζεται πιο απελευθερωμένη και επηρεασμένη από τη λαϊκή μουσική και το λειτουργικό μέλος. Οι μουσικές μορφές, αν και πολλές από αυτές είναι παλαιότερες, παρουσιάζονται ανανεωμένες.
Στις αρχές του 14ου αιώνα δύο σημαντικοί θεωρητικοί ο Γιοχάνες ντε Μούρις και ο Φιλίπ ντε Βιτρύ διαμόρφωσαν μια νέα γλώσσα και στη μουσική. Ο πρώτος έκανε ριζοσπαστικές αλλαγές στα έργα του και όπως ο ντε Βιτρί, υπήρξε υπέρμαχος της αντίστιξης για πολλές φωνές, με ελεύθερη χρήση της χρωματικής και ρυθμικής ποικιλίας[1]. Ο δεύτερος (1291-1361), Γάλλος διπλωμάτης, συνθέτης, ποιητής και θεωρητικός, λέγεται ότι συνέταξε την ομώνυμη πραγματεία, ένα εγχειρίδιο τεχνικής, το οποίο περιλάμβανε όλες τις νέες τάσεις που έτειναν να επικρατήσουν και οι οποίες μέχρι τότε δεν είχαν κωδικοποιηθεί.
Αν και αμφισβητείται η ύπαρξη τέτοιας πραγματείας[2], ωστόσο με το συνολικό έργο της μουσικής του διδασκαλίας κλόνιζε την κυριαρχία των εκκλησιαστικών τρόπων (κλιμάκων), καθιερώνοντας τον προσαγωγέα, του οποίου η λύση κατά ημιτόνιο προς την τονική επέβαλλε στο αυτί την αίσθηση του μείζονος και του ελάσσονος τρόπου. Επίσης, μέσω της τελειοποίησης της θεωρίας της αντίστιξης εδραίωνε τη χρήση διαστημάτων 3ης και 6ης[3], που θεωρούνταν μέχρι τότε διαφωνίες, ακόμα και τη χρήση της 2ας και 7ης. Έκανε μεθοδικότερη χρήση των αλλοιώσεων, κάτι που προετοίμασε την άφιξη και καθιέρωση του χρωματικού ύφους. Το κύριο επίτευγμα της ars nova και συγχρόνως το σημείο της επίθεσης των αντιπάλων της ήταν η κατάκτηση μιας νέας περιοχής στο πεδίο του ρυθμού και του μέτρου. Ουσιαστικά επέβαλε τη χρήση της τέλειας πτώσης, εφάρμοσε τη διαστολή του μέτρου στα μουσικά έργα, παύοντας έτσι την κυριαρχία του τρίσημου ρυθμού[4].
Αυτή η νέα τέχνη στην ιταλική εκδοχή της αντιπροσωπεύεται από τον Μάγκιστερ Πιέρο και άλλους συνθέτες της περιόδου. Τα μουσικά και σημειογραφικά χαρακτηριστικά της υποδεικνύουν ότι η ιταλική πολυφωνική μουσική ήταν καταρχήν κλάδος της γαλλικής παράδοσης του ύστερου 13ου αι. Ωστόσο, κατά την περίοδο 1275-1325 ανέπτυξε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που οδήγησαν σε διακριτό εθνικό ρεπερτόριο και τεχνοτροπία[5].
Η ars nova παρουσιάζει ένα κοινό υπόβαθρο με τις άλλες μορφές τέχνης, εισάγοντας νεωτερισμούς που αντανακλούν εν μέρει κοινωνικές αλλαγές στη δομή του μεσαιωνικού κράτους[6]. Η ανάγκη για απαλλαγή από τον εκκλησιαστικό κανόνα, ήδη παρούσα στην πικρή σάτιρα του Φοβέλ για τη διαφθορά του κλήρου στις αρχές του 14ου αιώνα με τους εξόριστους πάπες στην Αβινιόν[7] οδήγησε στην αναζήτηση νέων χρωματικών τόνων και την απελευθέρωση στο μέτρο, υποδεικνύοντας μία τάση κοινωνικής ανανέωσης που εκδηλώθηκε μέσω συγκεκριμένων στοιχείων στην τέχνη. Τα νεωτεριστικά στοιχεία της ars nova, ώθησαν σε μια νέα αντίληψη του ρυθμού και του μέτρου, εκκοσμικεύοντας και απαλλάσσοντας ταυτόχρονα τη μουσική από την κυριαρχία των εκκλησιαστικών τρόπων. Αναμφίβολα παρατηρείται αλληλεπίδραση κοινωνικών αλλαγών και αλλαγών στην τέχνη σε μια περίοδο σημαντικών μεταβολών σε σχέση με τη μεσαιωνική φεουδαρχία, νέους τρόπους διαχείρισης του κράτους και τη δημιουργία μιας ζωτικής μεσαίας τάξης, που άλλαξε για πάντα την εικόνα της ευρωπαϊκής ηπείρου.