Συγγραφέας | Τίμοθι Σνάιντερ |
---|---|
Τίτλος | Bloodlands |
Υπότιτλος | Europe Between Hitler and Stalin |
Γλώσσα | Αγγλικά |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 28 Οκτωβρίου 2010 |
Βραβεία | βραβείο Χάνα Άρεντ[1] Βραβείο Βιβλίου Λάιπζιγκερ[2] |
LΤ ID | 9382214 |
BL Class | 369200 |
Πρώτη έκδοση | Basic Books |
δεδομένα ( ) |
Bloodlands: Europe Between Hitler and Stalin (ελληνικός τίτλος: Αιματοβαμμένες χώρες. Η Ευρώπη μεταξύ Χίτλερ και Στάλιν) είναι τίτλος βιβλίου, συγγραφέας του οποίου είναι ο ιστορικός Τίμοθυ Σνάιντερ (Timothy D. Snyder), καθηγητής του Πανεπιστημίου του Γέιλ. Η πρώτη έκδοση του βιβλίου έγινε το 2010 από τις εκδόσεις Basic Books. Το βιβλίο εξετάζει το πολιτικό, πολιτισμικό και ιδεολογικό πλαίσιο κάτω από το οποίο τα καθεστώτα της Σοβιετικής Ένωσης του Ιωσήφ Στάλιν και της Ναζιστικής Γερμανίας του Αδόλφου Χίτλερ διέπραξαν μαζικές δολοφονίες περίπου 14 εκατομμυρίων αμάχων μεταξύ των ετών 1933 και 1945, τις περισσότερες από αυτές έξω από τα στρατόπεδα θανάτου του Ολοκαυτώματος. Οι δολοφονίες διαπράχθηκαν σε συγκεκριμένα εδάφη, "bloodlands", που περιλαμβάνονται στα σύγχρονα κράτη της Πολωνίας, Ουκρανίας, Λευκορωσίας, Ρωσίας και των Βαλτικών Δημοκρατιών. Θέση του Σνάιντερ είναι ότι σ' αυτή την περιοχή πραγματοποιήθηκε η αλληλεπίδραση των ολοκληρωτικών καθεστώτων του Στάλιν και του Χίτλερ, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη χειρότερη αιματοχυσία που είδε ποτέ η δυτική ιστορία. Γιατί, παρά τους αντικρουόμενους σκοπούς τους, τα δύο καθεστώτα είχαν ομοιότητες, πράγμα που, όπως παρατηρεί, επέτρεψε αλληλεπιδράσεις, οι οποίες ενίσχυσαν την καταστροφή και τη δυστυχία που υπέστησαν οι άμαχοι. Κάνοντας χρήση πολλών νέων πρωτογενών και δευτερογενών πηγών από την Ανατολική Ευρώπη, ο Σνάιντερ υποστηρίζει διά της ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας πολλά τμήματα της ιστορίας που υπήρξαν αντικείμενο λήθης ή πλημμελούς μνήμης και κατανόησης και τονίζει ιδιαιτέρως ότι τα περισσότερα θύματα θανατώθηκαν έξω από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των αντίστοιχων καθεστώτων.[3]. Επιπροσθέτως, ο Σνάιντερ εκτιμά ότι οι Ναζί ήταν υπεύθυνοι για διπλάσιες δολοφονίες αμάχων από αυτές που διέπραξε το καθεστώς του Στάλιν.[4] Το βιβλίο κέρδισε πολλές θετικές κριτικές και θεωρήθηκε "αναθεωρητική ιστορία του καλύτερου είδους".[5] Τιμήθηκε, επίσης, με πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων και το Βραβείο Χάνα Άρεντ (Hannah Arendt Prize) για την πολιτική σκέψη (2013). Η ελληνική έκδοση του βιβλίου κυκλοφορεί από τις 13 Νοεμβρίου 2017 με τίτλο Αιματοβαμμένες Χώρες: Η Ευρώπη μεταξύ Χίτλερ και Στάλιν από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος.
Οι περιοχές της Ανατολικής Ευρώπης, τις οποίες ο Σνάιντερ ονομάζει "Βloodlands", είναι ο χώρος όπου το όραμα του Χίτλερ για φυλετική ανωτερότητα και ζωτικό χώρο (Lebensraum) συνάντησε, άλλοτε μέσω σύγκρουσης και άλλοτε μέσω συνεργασίας, το όραμα του Στάλιν, διαπνεόμενο από την κομμουνιστική ιδεολογία. Όπως είναι γνωστό, το όραμα του πρώτου κατέληξε στην Τελική Λύση και άλλες ναζιστικές θηριωδίες, ενώ του δεύτερου είχε ως αποτέλεσμα τη σκόπιμη λιμοκτονία, τον εγκλεισμό και τη δολοφονία αθώων ανδρών, γυναικών και παιδιών σε γκουλάγκ και αλλού.[6][5] Έτσι, οι συνδυασμένες προσπάθειες των δύο καθεστώτων κατέληξαν στον θάνατο περίπου δεκατεσσάρων εκατομμυρίων αμάχων σε περιοχές της Ανατολικής Ευρώπης. Ο Σνάιντερ τεκμηριώνει ότι η Ναζιστική Γερμανία είναι υπεύθυνη για τα δύο τρίτα σχεδόν του συνολικού αριθμού αυτών των θανάτων.[5][7][8] Υποστηρίζει, επίσης, ότι 5,4 εκατομμύρια έχασαν τη ζωή τους στο πολύ γνωστό Ολοκαύτωμα, αλλά πολύ περισσότεροι πέθαναν σε πιο σκοτεινές περιστάσεις.[7]
Ο συγγραφέας επανεξετάζει πολλά ζητήματα του Πολέμου και των μεταπολεμικών χρόνων, όπως είναι η συμμαχία Ναζί-Σοβιετικών το 1939, η διάσωση Εβραίων από Πολωνούς κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος, η σοβιετική καταδίωξη του "κρυφού πολωνικού κράτους", των "καταραμένων στρατιωτών" και όσων από αυτούς ήταν αιχμάλωτοι πολέμου, μετά τον πόλεμο.[5][8] Αποκαθιστά, εξάλλου, παρανοήσεις. Για παράδειγμα, τεκμηριώνει ότι πολλοί Εβραίοι θανατώθηκαν με μαζικούς τουφεκισμούς σε χωριά ή στην ύπαιθρο, εκτός από τους θανάτους που πραγματοποιήθηκαν σε στρατόπεδα εξόντωσης.[5] Όπως σχολιάζει η Ανν Άπλμπαουμ (Anne Applebaum), "η μεγαλύτερη πλειονότητα των θυμάτων του Χίτλερ, Εβραίοι ή άλλοι, δεν είδαν ποτέ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης".[6] Κατά τον ίδιο τρόπο, τα περισσότερα θύματα των Σοβιετικών θανατώθηκαν έξω από το σύστημα των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Μέσα στα στρατόπεδα υπολογίζεται ότι έχασαν τη ζωή τους περίπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι.[6] Όσον αφορά τους θανάτους των αιχμαλώτων πολέμου, οι θάνατοι Σοβιετικών σε στρατόπεδα των Ναζί ξεπέρασαν τα τρία εκατομμύρια.[6] Οι περισσότεροι πραγματοποιήθηκαν το Φθινόπωρο του 1941 και υπερβαίνουν τον συνολικό αριθμό αιχμαλώτων προερχόμενων από τους Δυτικούς Συμμάχους που πέθαναν καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου.[6]
Το βιβλίο επισημαίνει ομοιότητες ανάμεσα στα δύο καθεστώτα:[5]
« | Ο Χίτλερ και ο Στάλιν μοιράζονταν, ως εκ τούτου, μια συγκεκριμένη πολιτική τυραννίας: Προκάλεσαν καταστροφές, κατηγόρησαν τον εχθρό της επιλογής τους, και στη συνέχεια προχώρησαν σε θανάτους εκατομμυρίων, για να επιβεβαιώσουν την υπόθεση ότι οι πολιτικές τους ήταν αναγκαίες ή επιθυμητές. Καθένας τους είχε μια ουτοπία μετασχηματισμού [της κοινωνίας], μια ομάδα που έπρεπε να ενοχοποιηθεί όταν η πραγματοποίησή της ουτοπίας αποδείχθηκε αδύνατη και, επιπλέον, μια πολιτική μαζικών δολοφονιών που θα μπορούσε να ανακηρυχθεί ως ένα είδος υποκατάστατου νίκης.[5] | » |
Ο Σνάιντερ αντιπαρατίθεται στην απλουστευτική άποψη για την ιστορία του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, που ήταν κυρίαρχη τον 20ο αιώνα και συνοψίζεται στη φράση "Ναζί κακοί, Σοβιετικοί καλοί".[5] Επιπροσθέτως, ανατρέπει τον τρόπο με τον οποίο αναλύονται συχνά τα δύο καθεστώτα, σαν να λειτουργούσαν ανεξάρτητα και χωρίς έξωθεν επιρροή. Για παράδειγμα, υπογραμμίζει ότι η πρώιμη υποστήριξη των Σοβιετικών στην Εξέγερση της Βαρσοβίας ενάντια στη ναζιστική κατοχή δεν ακολουθήθηκε από προθυμία να βοηθήσουν την εξέγερση. Αντίθετα, ήταν πρόθυμοι να δουν τους Ναζί να κάνουν εκκαθαρίσεις στην πόλη, πράγμα που θα διευκόλυνε μια μεταγενέστερη σοβιετική κατοχή. Αυτό είναι, σύμφωνα με τον Σνάιντερ, ένα παράδειγμα αλληλεπίδρασης που φαίνεται πως οδήγησε σε πολύ περισσότερους θανάτους από αυτούς που θα προκαλούνταν αν κάθε καθεστώς είχε δράσει ανεξάρτητα:
« | Τα καθεστώτα των Ναζί και των Σοβιετικών υπήρξαν μερικές φορές σύμμαχοι, όπως στην από κοινού κατοχή της Πολωνίας (1939-1941). Ως εχθροί, κάποιες φορές είχαν συμβατούς στόχους, όταν π.χ. ο Στάλιν επέλεξε να μη βοηθήσει τους εξεγερμένους στη Βαρσοβία το 1944, επιτρέποντας, ως εκ τούτου, στους Γερμανούς να δολοφονήσουν ανθρώπους που αργότερα θα είχαν προβάλει αντίσταση στην κομμουνιστική κυριαρχία. Συχνά οι Γερμανοί και οι Σοβιετικοί παρακινούσαν ο ένας τον άλλο σε κλιμακώσεις που κόστισαν περισσότερες ζωές από όσες θα είχαν οι πολιτικές καθενός κράτους χωριστά.[6] | » |
Το βιβλίο περιγράφει, λοιπόν, πώς τα δύο καθεστώτα συνεργάστηκαν και βοήθησαν το ένα το άλλο τουλάχιστον μέχρι τη γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση το 1941 (βλ., για παράδειγμα, τις διασκέψεις μεταξύ Γκεστάπο και NKVD). [6] Συνεργάστηκαν, εξάλλου, στις δολοφονίες Πολωνών: Και οι δύο, Ναζιστική Γερμανία και Σοβιετική Ένωση, σκότωσαν περίπου 200.000 Πολωνούς πολίτες την περίοδο 1939-1941. .[6][7][9]
Ο Σνάιντερ εστιάζει σε τρεις περιόδους, τις οποίες συνοψίζει ο Ρίτσαρντ Ρόουντς (Richard Rhodes) ως εξής:
"Σκόπιμη μαζική λιμοκτονία και τουφεκισμοί στη Σοβιετική Ένωση κατά την περίοδο 1933-1938. Μαζικές δολοφονίες στην κατεχόμενη Πολωνία, κατά το μάλλον ή ήττον ίδιες σε αριθμό από Γερμανούς και Σοβιετικούς , μεταξύ 1939 και 1941. Σκόπιμη λιμοκτονία 3,1 εκατομμυρίων Σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου και μαζικές δολοφονίες με τουφεκισμούς και αέρια πάνω από 5 εκατομμυρίων Εβραίων από τους Γερμανούς στο διάστημα 1941-1945".[10]
Το κεφάλαιο που καλύπτει τον λιμό που προκάλεσε η Σοβιετική Ένωση στην Ουκρανία στις αρχές της δεκαετίας του 1930 περιέχει σημαντικές λεπτομέρειες. Ο συγγραφέας αφηγείται ότι σ' ένα μη αναγνωρισμένο ορφανοτροφείο σε χωριό της περιοχής του Χαρκόβου τα παιδιά ήταν τόσο πεινασμένα, ώστε κατέφυγαν σε κανιβαλισμό.[7][11] 3,3 εκατομμύρια πέθαναν κατά τη διάρκεια του ουκρανικού λιμού του 1933 (Γολοντομόρ).[5] Μέσω του σχεδίου λιμοκτονίας, εξάλλου, ο Χίτλερ καταδίκασε σε θάνατο 4,2 εκατομμύρια ανθρώπων στη Σοβιετική Ένωση (περιλαμβανομένων και 3,1 εκατομμυρίων αιχμαλώτων πολέμου), στην πλειοψηφία τους Ρώσοι, Λευκορώσοι και Ουκρανοί.[6][7][12]
Όπως παρατηρεί ο Σνάιντερ, αφού οι Δυτικοί Σύμμαχοι συμμάχησαν με τον Στάλιν εναντίον του Χίτλερ, μετά το τέλος του πολέμου δεν είχαν τη θέληση να πολεμήσουν το δεύτερο ολοκληρωτικό καθεστώς. Και, καθώς Αμερικανοί και Βρετανοί στρατιώτες ποτέ δεν πήγαν στην Ανατολική Ευρώπη, η τραγωδία αυτών των χωρών δεν έγινε απολύτως γνωστή στον αμερικανικό και βρετανικό λαό.[6][8]
Ο συνολικός αριθμός των θυμάτων Χίτλερ και Στάλιν ανέρχεται, σύμφωνα με τον Σνάιντερ, στα 14 εκατομμύρια. Οι περισσότεροι ήταν άμαχοι, στους οποίους περιλαμβάνονταν και Εβραίοι που διακομίστηκαν σε γερμανικά στρατόπεδα θανάτου στην Πολωνία, καθώς και μέλη της πολωνικής ιντελλιγκέντσιας που δολοφονήθηκαν σε εγκλήματα πολέμου, όπως η σφαγή του Κατύν. Στους μάχιμους συγκαταλέγονταν αφοπλισμένο στρατιωτικό προσωπικό στις κατεχόμενες χώρες και αιχμάλωτοι πολέμου. Οι μετρήσεις του συγγραφέα δεν αφορούσαν στρατιώτες που πέθαναν στα πεδία των μαχών. Παραδέχεται, ωστόσο, ότι οι μετρήσεις του δεν αποτελούν πλήρη υπολογισμό των θανάτων που προκάλεσε στην περιοχή η εξουσία Γερμανών και Σοβιετικών. Ο Σνάιντερ αναγνωρίζει όσους υπήρξαν θύματα προμελετημένων πολιτικών μαζικών δολοφονιών, όπως εκτελέσεις, σκόπιμος λιμός και στρατόπεδα θανάτου, αλλά αποκλείει από τον υπολογισμό θανάτους που οφείλονταν σε ασθένειες ή υποσιτισμό σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, εκτοπίσεις, αναγκαστική εργασία και εκκενώσεις. Δεν υπολογίζει, επίσης, θανάτους που προκλήθηκαν από ελλείψεις εφοδίων λόγω πολέμου, βομβαρδισμούς ή άλλες πολεμικές ενέργειες. Ωστόσο, όσον αφορά τους αριθμητικούς υπολογισμούς των θυμάτων, ο συγγραφέας σημειώνει ότι αυτοί είναι συντηρητικοί.[13]
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, τα δεκατέσσερα εκατομμύρια θυμάτων συνοψίζονται σε[14]: