Βάζο του Bovril και φέτα ψωμιού αλειμμένη με βούτυρο και Bovril. | |
Εφευρέτης | John Lawson Johnston (1870) |
---|---|
Έτος έναρξης | 1889 |
Εταιρεία | Bovril Company |
Σημερινός προμηθευτής | Unilever |
Το Bovril (ελληνική προφορά: Μπόβριλ), είναι το σήμα κατατεθέν όνομα για ένα παχύ, αλμυρό εκχύλισμα κρέατος, που αναπτύχθηκε το 1870 από τον John Lawson Johnston. Το προϊόν πωλείται σε ένα διακριτικό βολβώδες βάζο. Το Bovril παρασκευάζεται στο Burton upon Trent, του Staffordshire της Αγγλίας, στο Ηνωμένο Βασίλειο, ανήκει δε και διανέμεται από την Unilever.
Το Bovril μπορεί να γίνει ρόφημα με την αραίωσή του με ζεστό νερό ή λιγότερο συχνά, με γάλα.[1] Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως άρτυμα για σούπες, σε βραστά, στο πόριτζ (κουάκερ) ή σαν κρεμώδες τρόφιμο για επάλειψη στο ψωμί, ειδικά σε τοστ (παρομοίως με το Μάρμαϊτ (Marmite)).
Το πρώτο μέρος του ονόματος του προϊόντος προέρχεται από το Λατινικό «Bos», που σημαίνει βόδι ή αγελάδα. Ο Johnston πήρε την κατάληξη «-vril» από το δημοφιλές για εκείνη την εποχή, μυθιστόρημα «Η Φυλή που Καταφθάνει» ("The Coming Race") (1870) του Edward George Bulwer-Lytton, του οποίου η πλοκή περιστρέφεται γύρω από τους «Vril-ya», μια ανώτερη φυλή ανθρώπων, οι οποίοι αντλούν τις εξουσίες τους από μια ηλεκτρομαγνητική ουσία που ονομάζεται «Vril».[2][3]
Το 1870, στον γαλλο-πρωσικό πόλεμο, ο Ναπολέων Γ΄ παρήγγειλε ένα εκατομμύριο κονσέρβες βόειου κρέατος για να ταΐσει τα στρατεύματά του. Το έργο της παροχής όλης αυτής της ποσότητας του βόειου κρέατος, ανατέθηκε σε ένα Σκωτσέζο τον John Lawson Johnston που ζούσε στον Καναδά. Μεγάλες ποσότητες βόειου κρέατος ήταν διαθέσιμες σε ολόκληρη τη βρετανική επικράτεια και τη Νότια Αμερική, αλλά η μεταφορά και η αποθήκευση του ήταν προβληματική. Ως εκ τούτου, για να καλύψει τις ανάγκες του Ναπολέοντα Γ΄, ο Johnston δημιούργησε ένα προϊόν που είναι γνωστό ως «το υγρό βοδινό του Τζόνστον» ("Johnston's Fluid Beef"), που αργότερα ονομάστηκε Bovril.[4] Από το 1888, πάνω από 3.000 Βρετανικά δημόσια σπίτια, παντοπωλεία και φαρμακεία πωλούσαν Bovril. Το 1889, δημιουργήθηκε η "Εταιρεία Μπόβριλ" ("Bovril Company").
Στο Νότιο Πόλο, την ημέρα των Χριστουγέννων του 1902, οι Ρόμπερτ Φάλκον Σκοτ (Robert Falcon Scott) και Έρνεστ Σάκλετον (Ernest Shackleton), μετά από μια εξουθενωτική παγωμένη τετράωρη πορεία, ήπιαν από ένα φλιτζάνι Bovril.[5]
Το Bovril συνέχισε κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο να χρησιμεύει ως «τροφή πολέμου» και συχνά αναφερόταν στην έκθεση «Όχι Τόσο Ήσυχες... Υιοθετημένες Κόρες του Πολέμου» ("Not So Quiet... Stepdaughters of War") του 1930, από την Helen Zenna Smith (Evadne Price). Μια έκθεση από το βιβλίο, το περιγράφει να προετοιμάζεται για τις απώλειες της Μάχης του Μονς, στο Βέλγιο (Battle of Mons, Belgium), όπου «οι νοσηλευτές μόλις είχαν αρχίσει να παρασκευάζουν Bovril για τους τραυματίες, όταν βομβαρδίστηκαν οι μεταφορείς και τα ασθενοφόρα βαγόνια, καθώς έφερναν στο νοσοκομείο τους τραυματίες».[6]
Ένα θερμός από «τσάι βόειου κρέατος» (beef tea) ήταν για γενιές, ο προτιμώμενος τρόπος, για να αποκρούσουν την ψύχρα των αγώνων του χειμώνα, οι λάτρεις του βρετανικού ποδοσφαίρου. Έως αυτή την ημέρα, το Bovril διαλύεται σε ζεστό νερό και πωλείται στα στάδια σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο. Το «τσάι βόειου κρέατος» (beef tea) ήταν το κύριο ζεστό ρόφημα που η ομάδα του Έρνεστ Σάκλετον (Ernest Shackleton), έπρεπε να πίνει, όταν παγιδεύτηκε στη νήσο Ελέφαντα (Elephant Island), κατά τη διάρκεια της Εκστρατείας Αντοχής ή Αυτοκρατορικής Υπερ-Ανταρκτικής Αποστολής (Endurance Expedition or Imperial Trans-Antarctic Expedition).[7]
Όταν ο John Lawson Johnston πέθανε, κληρονόμησε ο γιος του George Lawson Johnston και ανέλαβε την επιχείρηση Bovril. Το 1929, ο George Lawson Johnston αναγνωρίστηκε από την Βρετανική Κυβέρνηση και τη μοναρχία και εξευγενίζεται ως Βαρόνος Λουκάς (Baron Luke) ή Λόρδος Λουκάς του Πάβενχαμ (Lord Luke of Pavenham) στην κομητεία του Μπέντφορντ (county of Bedford). Το 1943, αυτός ο κληρονομικός τίτλος, πέρασε στον Ian St John Lawson Johnston, 2ο. Βαρόνο Λουκά (2nd Baron Luke) και το 1996, στον Arthur Charles St John Lawson Johnston, 3ο. Βαρόνο Λουκά (3rd Baron Luke). Ο πρόσφατος Λόρδος Λουκάς (Lord Luke), είναι μετά τη μεταρρύθμιση του 1999, ένας από τους 92 κληρονομικούς λόρδους που επελέγησαν να παραμείνουν στην Βουλή των Λόρδων του Ηνωμένου Βασιλείου.
Το 1966, ξεκίνησε ο στιγμιαίος ζωμός κρέατος Bovril και το 1971, η γκάμα των άμεσων γεύσεων «Βασιλιάς του βοείου κρέατος» για μαγειρευτά φαγητά, φαγητά κατσαρόλας και σάλτσες κρέατος.
Το 1971, η Cavenham Foods απέκτησε την Bovril Company, αλλά στη συνέχεια πώλησε τα περισσότερα από τα γαλακτοκομεία και τις επιχειρήσεις της στη Νότια Αμερική, για την περαιτέρω χρηματοδότηση εξαγορών.[8] Η μάρκα ανήκει τώρα στην Unilever.[3]
Το Bovril κατέχει την ασυνήθιστη ιδιότητα να έχει διαφημιστεί με τον Πάπα. Μια διαφημιστική εκστρατεία των αρχών του 20ού αιώνα στη Βρετανία, απεικονίζει τον Πάπα Λέων ΙΓ΄ (20 Φεβρουαρίου 1878-20 Ιουλίου 1903) που κρατά μια κούπα του Bovril, να κάθεται στο θρόνο του. Το σύνθημα της εκστρατείας είχε ως εξής: «Οι δύο Αλάνθαστες Δυνάμεις - ο Πάπας και το Bovril».
Το Bovril παράγεται επίσης στη Νότια Αφρική από την Bokomo division of Pioneer Foods.[9] Η γκάμα των προϊόντων περιλαμβάνει και μια εκδοχή με τσίλι (chili). Ο κατασκευαστής (Unilever UK & Ireland Export) επίσης, ήλπιζε να αυξήσει τις εξαγωγές σε χώρες της Ασίας, όπως τη Μαλαισία, μια χώρα πρωτίστως μουσουλμανική, όπου η κυβέρνηση γινόταν περιοριστική όσον αφορά το κρέας μη-χαλάλ (non-halal) (το κρέας που δεν παρασκευάζεται σύμφωνα με το Μουσουλμανικό δίκαιο). Με την αλλαγή του Bovril σε μία βάση μη-κρέατος, η Unilever ήλπιζε να αυξήσει τις εκεί πωλήσεις της, όπου ο κόσμος απολαμβάνει το Bovril ανακατεμένο μέσα στο πόριτζ (κουάκερ) του.
Η απομάκρυνση του βοείου κρέατος από τη συνταγή το 2004, δεν έμεινε χωρίς κριτική, με πολλές διαμαρτυρίες ότι η νέα εκδοχή δεν είχε την ίδια γεύση και είχε μια διαφορετική αίσθηση στη γλώσσα. Τελικά το 2006, αφού η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήρε την απαγόρευση για την εξαγωγή των προϊόντων βοείου κρέατος Βρετανίας, το εκχύλισμα βοδινού επανήλθε εκ νέου, ως βασικό συστατικό του Bovril. Ήταν μόλις τότε, όταν ο κατασκευαστής δήλωνε ρητά, ότι αυτός ήταν και ο κύριος λόγος για την απομάκρυνση του βοείου κρέατος.
Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Ladysmith (Siege of Ladysmith) στο Δεύτερο πόλεμο των Μπόερ (Second Boer War), παράγεται ανεπίσημα εντός της φρουράς, μια κρεμώδης παραλλαγή του Bovril από κρέας αλόγου. Με το προσωνύμιο Chevril (που σχηματίζεται από την αντικατάσταση του «Bo-» (Λατινικά Bos = βόδι) με το «Chev-» (Γαλλικά Cheval = άλογο) στο όνομα Bovril), παρήχθη με τον βρασμό κρέατος αλόγου ή μουλαριού σε μια πάστα ζελέ και σερβίρεται όπως ένα τσάι βοείου κρέατος.[10][11]
Τον Νοέμβριο του 2004, η κατασκευάστρια Unilever, ανακοίνωσε ότι η σύνθεση του Bovril επρόκειτο να αλλάξει από εκχύλισμα βοδινού σε εκχύλισμα μαγιάς, ισχυριζόμενη ότι ήθελε να κάνει το προϊόν κατάλληλο για τους χορτοφάγους καθώς οι χορτοφάγοι εκείνη την εποχή, φοβόντουσαν ότι η σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών (ΣΕΒ) μπορεί να ήταν ένας παράγοντας. Σύμφωνα με την Unilever, «σε τυφλές γευστικές δοκιμές, το 10% δεν παρατήρησε καμία διαφορά στη γεύση, το 40% προτίμησε την αρχική και το 50% προτίμησε το νέο προϊόν». Τώρα άλλαξε και πάλι το Bovril ώστε χρησιμοποιεί εκχύλισμα βοδινού και μια ποικιλία κοτόπουλου χρησιμοποιώντας εκχύλισμα κοτόπουλου,[12] αν και η χορτοφαγική συνταγή εξακολουθεί να πωλείται σε ορισμένες περιοχές, όπως η Αυστραλία και το Χονγκ Κονγκ.
Από την εφεύρεσή του, το Bovril έχει γίνει σύμβολο της βρετανικής κουλτούρας. Συνδέεται συνήθως με την ποδοσφαιρική κουλτούρα, δεδομένου ότι κατά τη διάρκεια του χειμώνα, οι Βρετανοί φίλαθλοι του ποδοσφαίρου στα γήπεδα, συχνά το πίνουν από τα θερμός (ή κύπελλα μίας χρήσης στη Σκοτία, όπου τα δοχεία όπως τα θερμός, αλκοόλ κλπ. έχουν απαγορευτεί από τα γήπεδα του ποδοσφαίρου).[13][14]
Κατά τη διάρκεια ενός επεισοδίου Top Gear του 2011, ο James May έπινε από ένα δοχείο του Bovril κατά την οδήγηση ενός εκχιονιστήρα στη Νορβηγία και σχολίασε: «Όλοι γνωρίζουμε ότι όταν χιονίζει και κάνει κρύο έχετε το Bovril. Αυτός είναι ένας κανόνας της ζωής» ("We all know that when it's snowing and it's cold you have Bovril. That's a rule of life").[15]
Παρόμοια προϊόντα με το Bovril, στη γεύση, τη συνοχή και τη χρήση, είναι το Bonox (ένα εκχύλισμα βοδινού), το Vegemite, το Cenovis και το Marmite (Μάρμαϊτ) (όλα εκχυλίσματα μαγιάς).