Chevrolet Corvette C1 | |
---|---|
![]() ![]() ![]() | |
Σύνοψη | |
Κατασκευαστής | ![]() |
Μητρική εταιρεία | ![]() |
Παραγωγή | Ιούνιος 1953 — Ιούλιος 1962 |
Σεζόν | 1953 — 1962 |
Συναρμολόγηση | Φλιντ (Flint), Μίσιγκαν ΗΠΑ (Ιούνιος 1953 — αρχές του 1954) Σαιντ Λούις, Μιζούρι, ΗΠΑ (αρχές του 1954 — Ιούλιος 1962) |
Σχεδιαστής | Harley Earl (1952) |
Αμάξωμα και σασί | |
Κατηγορία | Σπορ αυτοκίνητο |
Αμάξωμα | 2-πορτο, 2-θέσιο convertible |
Διαμόρφωση | Κινητήρας μπροστά, πίσω κίνηση |
Πλατφόρμα | Series E2934 (1953 - 1957) Series J800 (1958 - 1959) Series 0800 (1960 - 1962)[1] |
Σχετική εξέλιξη | Chevrolet Corvette Scaglietti Coupe |
Σύστημα κίνησης | |
Κινητήρας | 3.9 λίτρα Blue Flame I6 (6-κύλινδρος σε σειρά) 4.3 λίτρα Small-block V8 4.6 λίτρα Small-block V8 5.4 λίτρα Small-block V8 Όλοι βενζίνης |
Μετάδοση | 2-τάχυτο αυτόματο κιβώτιο, το γνωστό ως Powerglide 3-τάχυτο μηχανικό κιβώτιο 4-τάχυτο μηχανικό κιβώτιο |
Χωρητικότητα καυσίμου | 62 - 65 λίτρα |
Διαστάσεις | |
Μεταξόνιο | 2.600 χιλιοστά (1953 – 1962) |
Μήκος | 4.250 χιλιοστά (1953 – 1955) 4.300 χιλιοστά (1956 – 1957) 4.500 χιλιοστά (1958 – 1962) |
Πλάτος | 1.770 χιλιοστά (1953 – 1955) 1.790 χιλιοστά (1956 – 1957) 1.850 χιλιοστά (1958 – 1961) 1.790 χιλιοστά (1962) |
Ύψος | 1.310 χιλιοστά (1953 – 1957) 1.300 χιλιοστά (1958 – 1962) |
Κενό Βάρος | 1.309 κιλά (1953 – 1954 και 1956) 1.272 κιλά (1955) 1.292 κιλά (1957) 1.327 κιλά (1958) 1.349 κιλά (1959) 1.354 κιλά (1960 – 1961) 1.390 κιλά (1962) |
Χρονολόγιο | |
Προηγούμενο μοντέλο | Κανένα |
Επόμενο μοντέλο | Chevrolet Corvette C2 |
Η πρώτη γενιά της Chevrolet Corvette, που έγινε γνωστή εκ των υστέρων ως Chevrolet Corvette C1 (δηλαδή Corvette 1ης γενιάς), μπήκε στην παραγωγή τον Ιούνιο του 1953 και κατασκευάστηκε έως τον Ιούλιο του 1962.[2] Συνολικά παρήχθησαν 69.015 αντίτυπα της Corvette C1. Τις σεζόν του 1958 και του 1961 υπέστη δύο έντονες αισθητικές ανανεώσεις, όπως επίσης και κάποιες ακόμα μικρές επεμβάσεις μόνο στο σαλόνι τις σεζόν του 1958 και του 1959. Τελικώς αντικαταστάθηκε τον Αύγουστο του 1962 από την Chevrolet Corvette C2 (την Corvette δεύτερης γενιάς).[3]
Ειδικά η πρώτη γενιά της Corvette παρήχθη μόνο ως 2-θέσια convertible (καμπριολέ), σε αντίθεση με όλες τις μετέπειτα γενιές της, που όλες κατασκευάστηκαν και ως coupé και ως convertible, πάντα όμως αυστηρά 2-θέσιες. Επίσης, η Corvette πρώτης γενιάς ήταν η μοναδική που έφερε πίσω άκαμπτο άξονα, με αποτέλεσμα να αναφέρεται συχνά ως «η γενιά του άκαμπτου άξονα», ενώ όλες οι μεταγενέστερες γενιές της έφεραν πάντα ανεξάρτητη ανάρτηση και στους 4 τροχούς.
Το πρότζεκτ που διαμόρφωσε την πρώτη γενιά της Corvette ξεκίνησε στα τέλη του 1951, ως απάντηση στα σπορ μοντέλα που ήδη κυκλοφορούσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες από ξένες αυτοκινητοβιομηχανίες, και το αυτοκίνητο σχεδιάστηκε από τον Χάρλεϊ Ιρλ (Harley Earl) το 1952. Ο Myron Scott έδωσε στο νέο μοντέλο το όνομα Corvette (Κορβέτ), από ένα μικρό και ευέλικτο πολεμικό πλοίο, την Κορβέττα.[4] Το μοντέλο βασίστηκε σε ένα πλαίσιο τύπου σκάλας, κοινώς «χτιστό» πάνω σε πλατφόρμα σχήματος σκάλας.
Επίσημα παρουσιάστηκε στο Σαλόνι Αυτοκινήτου General Motors Motorama στο πολυτελές ξενοδοχείο Waldorf Astoria στη Νέα Υόρκη στις 17 Ιανουαρίου 1953, όταν και εισήχθη το επίσημο λογότυπο της Corvette. Το αρχικό προσχέδιο του λογότυπου της Corvette περιελάμβανε ακόμα και τη σημαία των ΗΠΑ, που όμως αντικαταστάθηκε την τελευταία στιγμή από το σήμα της Chevrolet, και έφερε επίσης ήδη την καρό σημαία των αγώνων, η οποία διατηρήθηκε και στο τελικό λογότυπο. Το αρχικό αυτό λογότυπο επρόκειτο να εμφανιστεί στην πρώτη Corvette το 1953, αλλά απορρίφθηκε μόλις 4 ημέρες πριν από την παρουσίαση και έγινε η προαναφερθείσα αλλαγή, επειδή διαπιστώθηκε ότι δεν επιτρεπόταν η εμφάνιση της αμερικανικής σημαίας σε εμπορικό προϊόν.
Η παραγωγή του αυτοκινήτου ξεκίνησε τον Ιούνιο του ίδιου έτους, ενώ το πρώτο αντίτυπο κύλησε από τη γραμμή παραγωγής στις 30 Ιουνίου 1953 και η αρχική Corvette κυκλοφόρησε στην αγορά των ΗΠΑ σχεδόν αμέσως. Η αρχική εμπορική τιμή ήταν στα 3.490 δολάρια (38.795 δολάρια με την ισοτιμία του 2023),[5] δηλαδή σημαντικά υψηλότερη από τον στόχο των 2.000 δολαρίων που είχε αρχικά υπολογίσει ο Harley Earl κατά το στάδιο της εξέλιξης.[6]
Η πρώτη σεζόν, ωστόσο, ήταν εξαιρετικά σύντομη, καθώς μόλις 300 αντίτυπα κατασκευάστηκαν από τη σεζόν (model year / έτος μοντέλου) του 1953 και μάλιστα όλα στο χέρι και, κατά συνέπεια, με ιδιαίτερα υψηλή εμπορική τιμή για τα τότε στάνταρ, όπως προαναφέρθηκε. Μάλιστα όλα κατασκευάστηκαν σε έναν μόνο συνδυασμό χρωμάτων, με λευκή εξωτερική βαφή, κόκκινο σαλόνι και μπλε βαφή του κινητήρα, ως αναφορά στα χρώματα της σημαίας των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς και με μαύρη αναδιπλούμενη οροφή. Τα 300 αυτά αντίτυπα ήταν περισσότερο δοκιμαστικά και ο αριθμός αυτών των αντιτύπων είχε προκαθοριστεί επίσημα πριν ακόμα ξεκινήσει η παραγωγή, ανεξαρτήτως από την εμπορική ζήτηση. Τα αυτοκίνητα της πρώτης σεζόν, του 1953, ήταν ουσιαστικά χειροποίητα και οι τεχνικές παραγωγής εξελίχθηκαν κατά τη διάρκεια του κύκλου παραγωγής, έτσι ώστε κάθε Corvette του 1953 να είναι ελαφρώς διαφορετική από όλες τις άλλες.
Το αποτέλεσμα ήταν η σεζόν του 1953 να μείνει στην ιστορία ως η σεζόν με τον μικρότερο αριθμό αντιτύπων στην ιστορία όλων των Chevrolet Corvette. Η μαζική παραγωγή του μοντέλου κατάφερε τελικώς να ξεκινήσει τη σεζόν του 1954, όταν και εμφανίστηκαν και άλλοι χρωματικοί συνδυασμοί, ενώ στα επόμενα χρόνια της Corvette C1 προστέθηκαν σταδιακά και αρκετοί άλλοι.
Ωστόσο, ακόμα και μέσα στο 1954 οι πωλήσεις δεν ήταν οι αρχικώς αναμενόμενες, καθώς η αρχική υποδοχή από το κοινό ήταν πολύ χλιαρή. Για την ακρίβεια, ενώ η Chevrolet είχε σχεδιάσει για τη σεζόν του 1954 να φτάσει την παραγωγή στα 10 χιλιάδες αντίτυπα, τελικώς έφτασε τα μόλις 3.640 αντίτυπα στο διάστημα αυτό, και μάλιστα σχεδόν το 1 τρίτο από αυτά είχαν παραμείνει απούλητα έως τη λήξη της σεζόν.[7] Ο κυριότερος λόγος ήταν ότι τα δύο πρώτα έτη παραγωγής της, 1953 και 1954, η Corvette C1 έφερε έναν μέτριας, για σπορ αυτοκίνητο, ισχύος 150 hp βενζινοκινητήρα 6-κύλινδρο σε σειρά (I6) και κυβισμού 3.859 cm³, τον γνωστό ως «Blue Flame» («Μπλε Φλόγα»), με την επιτάχυνση 0–60 mph (0–97 km/h) στα 11,5 δευτερόλεπτα,[8] επιδόσεις που θεωρήθηκαν τότε ως «άτονες».[9] Ένας ακόμα λόγος, ήταν ότι η Chevrolet την τότε εποχή ήταν γνωστή στο αμερικανικό κοινό ως μια εταιρεία άριστων σε αξιοπιστία, αλλά οδηγικώς αδιάφορων αυτοκινήτων, δημιουργώντας έτσι στους υποψήφιους αγοραστές την εντύπωση ότι δεν θα μπορούσε να κατασκευάσει ένα καθαρόαιμο σπορ αυτοκίνητο, σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι είναι, διαχρονικά, η χαμηλότερη στην ιεραρχία μάρκα στον όμιλο της General Motors.[10] Ως αποτέλεσμα, οι αρχικές πωλήσεις του μοντέλου, ακόμα και τη σεζόν (model year, έτος μοντέλου) του 1954 που οι ρυθμοί παραγωγής αυξήθηκαν σημαντικά, ήταν πολύ χαμηλότερες από τις προσδοκίες, σε βαθμό που τα ανώτατα στελέχη του μητρικού ομίλου της General Motors μέσα στο 1954 άρχισαν να σκέφτονται στα σοβαρά την οριστική διακοπή της Corvette,[11] κάτι που αν είχε γίνει τότε, θα είχε αφήσει την Corvette μια στιγμιαία κουκκίδα στην ιστορία της αυτοκίνησης.
Ευτυχώς όμως για την Corvette, η Chevrolet προέβη από τη σεζόν του 1955 σε μια σειρά ριζικών βελτιωτικών αλλαγών που διέσωσαν το μοντέλο. Η κυριότερη από αυτές, ήταν ότι με την έναρξη της σεζόν του 1955 η εταιρεία εισήγαγε τον πρώτο της από το 1919 κινητήρα V8, που ήταν ένας Small-block 4.3 λίτρων V8 βενζίνης και αρκετά υψηλότερης ισχύος, και τον τοποθέτησε και στην Corvette C1 ως στάνταρ (για την ακρίβεια, τη σεζόν του 1955 μόλις 6 αντίτυπα κατασκευάστηκαν με τον 6-κύλινδρο κινητήρα και μετά ο 6-κύλινδρος διακόπηκε οριστικά) και μετά η C1 συνδυάστηκε πάντα με 8-κύλινδρους βενζινοκινητήρες, διάταξης V8, όπως συνέβη και με όλες τις μετέπειτα γενιές της Corvette. Οι κυβισμοί και οι ιπποδυνάμεις των κινητήρων σταδιακά αυξάνονταν με τα χρόνια, διορθώνοντας την αρχική χλιαρή υποδοχή λόγω μέτριων επιδόσεων και προσδίδοντας στην Corvette C1 το ίματζ ενός πραγματικού σπορ αυτοκινήτου.
Σημαντικό ρόλο στη διαρκή βελτίωση των επιδόσεων, έπαιξε και η εισαγωγή νέων κιβωτίων ταχυτήτων. Αρχικά, τα έτη παραγωγής με τον 6-κύλινδρο σε σειρά κινητήρα των 3.9 λίτρων, η Corvette C1 προσφερόταν αποκλειστικά με το 2-τάχυτο αυτόματο κιβώτιο Powerglide, ένα κιβώτιο που είχε σχεδιαστεί από τον όμιλο της General Motors και χρησιμοποιήθηκε κυρίως στα Chevrolet από τον Ιανουάριο του 1950[12] έως το 1973, και από το 1953 επίσης και σε λίγα μοντέλα της Pontiac. Από τη σεζόν (model year / έτος μοντέλου) του 1955 όμως, εισήχθη στην Corvette C1 και ένα προαιρετικό 3-τάχυτο μηχανικό κιβώτιο και βελτίωσε περαιτέρω τις επιδόσεις της Corvette C1, το οποίο με την έναρξη της σεζόν του 1956 έγινε στάνταρ, ενώ το 2-τάχυτο αυτόματο κιβώτιο έγινε προαιρετικό. Τη σεζόν του 1956, επίσης, καθιερώθηκε εξ αρχής αποκλειστικά ο κινητήρας V8 και παράθυρα που ανοιγόκλειναν με τον παραδοσιακό περιστρεφόμενο μοχλό.
Από τις 9 Απριλίου 1957, έγινε διαθέσιμο ως έξτρα και ένα 4-τάχυτο μηχανικό κιβώτιο,[13] που γνώρισε μεγάλη απήχηση στο κοινό. Να σημειωθεί ότι με την καθιέρωση των κινητήρων V8, σε όλα τα μοντέλα με V8 η μπαταρία του αυτοκινήτου άλλαξε από 6 σε 12 βολτ, κάτι εξαιρετικά σπάνιο εν έτει 1955.[14]
Υπήρξε και ένας ακόμα καθοριστικός παράγοντας που συνετέλεσε στη διάσωση της Chevrolet Corvette και ήταν η εισαγωγή του Ford Thunderbird πρώτης γενιάς τη σεζόν του 1955,[15] με τις πρώτες πωλήσεις του να ξεκινούν στις 22 Οκτωβρίου 1954. Αν και το Thunderbird εξ αρχής προωθήθηκε ως ένα πολυτελές μοντέλο, που έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στον εξοπλισμό και στην άνεση, παρά στις επιδόσεις, και όχι ως ένα αμιγώς σπορ αυτοκίνητο,[16] ωστόσο λόγω της διαχρονικής αντιπαλότητας μεταξύ της General Motors και της Ford, ο όμιλος της General Motors δεν θέλησε τότε να δείξει ότι «πέταξε λευκή πετσέτα», κατά τα κοινώς λεγόμενα, απέναντι στην πρόκληση αυτή.
Αρχικά, η Corvette C1 ξεκίνησε με μονούς μπροστινούς προβολείς, αλλά από τη σεζόν του 1958 απέκτησε διπλούς μπροστινούς προβολείς και άφθονο χρώμιο στο μπροστινό μέρος, λόγω επιδράσεων από τα πρότυπα που είχαν καθιερώσει οι τότε αμερικανικές λιμουζίνες, αν και τα μπροστινά «δόντια» από χρώμιο στην Corvette μειώθηκαν τότε από 13 σε 9. Την ίδια σεζόν, το σαλόνι και το ταμπλό επανασχεδιάστηκαν και ταυτόχρονα όλες οι Corvette C1 απέκτησαν και ένα στάνταρ στροφόμετρο, που ήταν μπροστά από τον οδηγό και κάτω από το ταχύμετρο. Αντιθέτως, σε όλες οι μεταγενέστερες γενιές της Corvette το στροφόμετρο ήταν και παραμένει δίπλα στο ταχύμετρο.
Τη σεζόν του 1959, έλαβαν χώρα μικρές επεμβάσεις στο σαλόνι, με διαφορετικά γραφικά στον πίνακα οργάνων και έναν χώρο αποθήκευσης στην πλευρά του συνοδηγού. Αυτή ήταν η μοναδική σεζόν που μπορούσε να παραγγελθεί τιρκουάζ χρώματος αναδιπλούμενη οροφή.[14] Από τη σεζόν του 1961, τα «δόντια» από χρώμιο στη μπροστινή γρίλια μειώθηκαν σε διαστάσεις, ενώ στο πίσω μέρος απέκτησε 4 συνολικά (από 2 σε κάθε γωνία) προβολείς - ένα σήμα κατατεθέν της Corvette σε όλες τις μετέπειτα γενιές της, μέχρι και σήμερα.
Τους πρώτους μήνες της καριέρας της, η Corvette κατασκευαζόταν στο Φλιντ (Flint) του Μίσιγκαν, σε μια παλαιά μονάδα κατασκευής φορτηγών, όπου όμως παρατηρήθηκαν σοβαρά κατασκευαστικά προβλήματα. Τα συχνότερα ήταν αστοχίες συναρμολόγησης των υλικών και η στατιστικώς συχνότερη διαμαρτυρία των ιδιοκτητών της, όπως διαπιστώθηκε σε σχετική στατιστική έρευνα του περιοδικού Popular Mechanics στο τεύχος τον Οκτώβριο του 1954, ήταν ότι έσταζαν σε έντονο βαθμό μέσα στο σαλόνι σε ισχυρή βροχόπτωση,[17] αλλά αναφέρθηκαν ακόμα και πόρτες που άνοιγαν από μόνες τους κατά τη διάρκεια της οδήγησης!
Ως αποτέλεσμα, η Chevrolet δημιούργησε έως τον Δεκέμβριο του 1953 μια νέα και πολύ πιο σύγχρονη μονάδα παραγωγής στο Σαιντ Λούις του Μιζούρι, όπου και μεταφέρθηκε η παραγωγή της Corvette από τις αρχές του 1954. Για την ιστορία, από τον Ιούνιο του 1981 (λίγο πριν λήξει η παραγωγή της Corvette C3) μέχρι σήμερα, οι νεότερες γενιές του μοντέλου κατασκευάζονται στο Μπόουλινγκ Γκριν (Bowling Green) του Κεντάκι.
Κινητήρας | Σεζόν | Ισχύς |
---|---|---|
235 cu.in. (3.9 λίτρα) Blue Flame I6 | 1953–1954 | 150 hp (110 kW) |
1955 | 155 hp (116 kW) | |
265 cu.in. (4.3 λίτρα) Small-block V8 | 1955 | 195 hp (145 kW) |
1956 | 210 hp (160 kW) | |
1956 | 240 hp (180 kW) | |
283 cu.in. (4.6 λίτρα) Small-block V8 | 1957 | 220 hp (160 kW) |
1958–1961 | 230 hp (170 kW) | |
1957–1961 | 245 hp (183 kW) | |
1957–1961 | 270 hp (200 kW) | |
283 cu.in. (4.6 λίτρα) Small-block V8 με fuel injection | 1957–1959 | 250 hp (190 kW) |
1960–1961 | 275 hp (205 kW) | |
1957 | 283 hp (211 kW) | |
1958–1959 | 290 hp (220 kW) | |
1960–1961 | 315 hp (235 kW) | |
327 cu.in. (5.4 λίτρα) Small-block V8 | 1962 | 250 hp (190 kW) |
1962 | 300 hp (220 kW) | |
1962 | 340 hp (250 kW) | |
327 cu.in. (5.4 λίτρα) Small-block V8 με fuel injection | 1962 | 360 hp (270 kW) |