Clock DVA | |
---|---|
Προέλευση | Αγγλία (Σέφιλντ) |
Μουσικά είδη | Ηλεκτρονική μουσική industrial, post-punk |
Παρουσία | 1978–1981, 1982–1984, 1988–1994, 2008–σήμερα |
Δισκογραφική εταιρεία | Industrial Records |
Μέλη | Adi Newton Jane Radion Newton |
Πρώην μέλη | Steven "Judd" Turner Charlie Collins Roger Quail David J. Hammond Paul Widger John Valentine-Carruthers Paul Browse Nick Sanderson Dean Dennis Robert E. Baker |
wikidata (π) |
Οι Clock DVA είναι συγκρότημα ηλεκτρονικής μουσικής industrial και post-punk από το Σέφιλντ της Αγγλίας. Το συγκρότημα δημιουργήθηκε το 1978, έχοντας δύο μέλη, τους Αντόλφους «Άντι» Νιούτον (Adolphus «Adi» Newton) και Στίβεν «Τζαντ» Τέρνερ (Steven «Judd» Turner). Όπως και στους σύγχρονούς τους Heaven 17, το όνομα των Clock DVA ήταν εμπνευσμένο από την, επηρεασμένη από τα ρωσικά («dva» είναι η ρωσική λέξη για το "δύο"), τεχνητή αργκό που χρησιμοποίησε ο συγγραφέας Άντονι Μπέρτζες (Anthony Burgess) στο μυθιστόρημα Κουρδιστό πορτοκάλι,[1] μυθιστόρημα στο οποίο βασίστηκε και η ομώνυμη ταινία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Ο Άντι είχε προηγουμένως συνεργαστεί με μέλη των Cabaret Voltaire σε μουσική κολλεκτίβα με την ονομασία The Studs καθώς και με τους Ian Craig Marsh και Martyn Ware στο συγκρότημα The Future (οι Marsh και Ware αργότερα δημιούργησαν το συγκρότημα ηλεκτρονικής ποπ Human League).
Το συγκρότημα έγινε αρχικά γνωστό για την πειραματική ηλεκτρονική μουσική του η οποία χρησιμοποιούσε βρόχους (λούπες) μαγνητοταινιών (tape loops) και συνθεσάιζερ. Ως φορείς της μουσικής industrial οι Clock DVA έγιναν γνωστοί το 1980, όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος τους White Souls in Black Suits, από τη δισκογραφική εταιρεία που είχε το πειραματικό συγκρότημα Throbbing Gristle, την Industrial Records.[2] Στον δίσκο αυτό, οι DVA παρωδούν τον ήχο της λευκής σόουλ των βρεταννικών συγκροτημάτων της εποχής, ωστόσο η χλευαστική προς τη σόουλ διάθεση διαστρέφεται με παράξενο τρόπο από τον αστικό μεταλλικό θόρυβο ο οποίος παραμορφώνει επιφανειακά τα τραγούδια. Το τελικό αποτέλεσμα είναι αλλόκοτο αλλά γοητευτικό, με σφριγηλό ρυθμό.[3]
Το 1981 ακολούθησε ο δίσκος Thirst, ο οποίος κυκλοφόρησε από τη Fetish Records, με θετικές κριτικές,[4] εκτοπίζοντας τον δίσκο των Adam and the Ants, Dirk Wears White Sox, από την κορυφή των Indie Charts του περιοδικού New Musical Express (NME]. Εκείνη την εποχή, οι Clock DVA ήδη συνδύαζαν τη συνήθη ροκ ενορχήστρωση με τεχνικές συγκεκριμένης μουσικής. Το σινγκλ 4 Hours, από τον δίσκο Thirst, διασκευάστηκε αργότερα από τον πρώην μπασσίστα των Bauhaus, David J, στον δίσκο e.p. Blue Moods Turning Tail.
Το συγκρότημα διασπάστηκε το 1981, καθώς τα μη ιδρυτικά μέλη έφυγαν για να ιδρύσουν τους The Box.[2]
Το 1983, ο Νιούτον σχημάτισε νέα μορφή της μπάντας. Αφού κυκλοφόρησε το σινγκλ "High Holy Disco Mass" στην Polydor Records, ως DVA, το συγκρότημα εξέδωσε τον δίσκο Advantage (με μερικά σινγκλ) με την ονομασία Clock DVA. Το Advantage χαρακτηρίστηκε ως το δυνατότερο LP τους, «ένα φάνκι μίγμα έντονου χορευτικού μπάσσου/ντραμς διάστικτου με ακουστικές αναδράσεις, αγχωτικά φωνητικά από τον Νιούτον, παρεμβολές από μαγνητοταινίες και σωρούς από θορύβους ήχων από σαξόφωνο και τρομπέτα» με περιστασιακές παρεκτροπές προς μια παραμορφωμένη μορφή μπίμποπ.[3] Όμως, μετά από μια ευρωπαϊκή περιοδεία, οι Clock DVA διαλύθηκαν μετά από οξύτατη σύγκρουση μεταξύ τους.
Μετά τη διάλυση του 1983, ο Άντι Νιούτον δημιούργησε τους The Anti-Group ή T.A.G.C.[4] Το συγκρότημα αυτό κυκλοφόρησε μερικούς δίσκους, συνεχίζοντας σε παρόμοιο, αν και πιο πειραματικό, ύφος με τους Clock DVA.
Το 1987, ο Άντι Νιούτον επανενεργοποίησε τους DVA και ζήτησε από τους Ντιν Ντένις (Dean Dennis) και Πολ Μπρόουζ (Paul Browse) να επιστρέψουν για να τον βοηθήσουν στις τεχνικές δειγματοληψίας μέσω υπολογιστή που είχε αναπτύξει με τους Anti Group. Ο δίσκος Buried Dreams που κυκλοφόρησαν ήταν ένας δίσκος ηλεκτρονικής μουσικής τον οποίο η κριτική αποδέχθηκε ως πρωτοποριακή δουλειά. Το περιοδικό TrouserPress τον χαρακτήρισε «ακουστική πραγματεία για τον θάνατο, τον φετιχισμό και την παρακμή - έναν ακόμη απολαυστικό εφιάλτη στο βινύλιο». Σε αυτόν τον δίσκο επανεμφανίζονται τα κομμάτια The Act και The Hacker, μαζί με δημιουργίες εμπνευσμένες από την ιστορία μιας αιμοσταγούς κόμισσας του 16ου αι. (Buried Dreams), από τον Αλμπέρ Καμύ (The Reign) και ένα περιστατικό από την Psychopathia Sexualis του σεξολόγου Ρίχαρντ Φον Κραφτ-Έμπινγκ. Οι αργοί, πένθιμοι θόρυβοι των συνθεσάιζερ και οι φωνές, που είναι επεξεργασμένες για να ηχούν δυσάρεστες, προσδίδουν στον δίσκο έντονη θεατρική δύναμη.[3]
Ο Μπρόουζ εγκατέλειψε το συγκρότημα το 1989 και αντικαταστάθηκε από τον Αρ Ι Μπέικερ (R E Baker). Ακολούθησε ο δίσκος Man-Amplified, ο οποίος ήταν διερεύνηση της κυβερνητικής. Η επόμενη κυκλοφορία ήταν ο οργανικός δίσκος Digital Soundtracks. Μετά την αποχώρηση του Ντένις από το συγκρότημα, οι Νιούτον και Μπέικερ κυκλοφόρησαν τον δίσκο Sign.
Το 2008, ο Άντι Νιούτον επανενεργοποίησε τους Clock DVA, με τη βοήθεια της δημιουργικής συντρόφου του Τζέιν Ράντιον Νιούτον (Jane Radion Newton). Το συγκρότημα πρόκειται να παίξει ζωντανά, για πρώτη φορά μετά το 1994, στο φεστιβάλ Wave-Gotik-Treffen της Γερμανίας, τον Ιούνιο του 2011.[5]
Τον Μάρτιο του 2016 οι CLOCK DVA εμφανίστηκαν σε συναυλία στην Αθήνα (για πρώτη φορά στον συναυλιακό χώρο Gagarin 205)[6].