![]() |
Αυτό το λήμμα ανήκει στη σειρά: Πολιτικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
![]() |
Η υπόθεση Flaminio Costa κατά ENEL (1964) 6/64 ήταν μια απόφαση ορόσημο του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που καθόρισε την υπεροχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τότε κοινοτικού δικαίου) έναντι της νομοθεσίας των κρατών μελών της. [1]
Ο κ. Flaminio Costa ήταν Ιταλός πολίτης και μέτοχος μιας εταιρείας ηλεκτρικής ενέργειας, της Edisonvolta. Για το λόγο αυτό αντιτάχθηκε στην εθνικοποίηση του τομέα ηλεκτρικής ενέργειας στην Ιταλία. Ζήτησε από δύο κατώτερα δικαστήρια στο Μιλάνο (δύο διαφορετικά Giudici conciliatori) να εξακριβώσουν ότι ο πραγματικός πιστωτής του λογαριασμού του ρεύματος (σχετικά μικρό χρηματικό ποσό, 1.925 λιρέτες) ήταν η εθνικοποιημένη εταιρεία, Edisonvolta, της οποίας ήταν μέτοχος, και όχι η νεοσύστατη κρατική εταιρεία Enel. Υποστήριξε ότι η εθνικοποίηση της βιομηχανίας ηλεκτρικής ενέργειας παραβίαζε τη Συνθήκη της Ρώμης και το ιταλικό Σύνταγμα. Το πρώτο Giudice conciliatore του Μιλάνου παρέπεμψε την υπόθεση στο ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο και το δεύτερο Giudice conciliatore την παρέπεμψε στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Το Ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο έλαβε απόφαση τον Μάρτιο του 1964, κρίνοντας ότι ενώ το Σύνταγμα της Ιταλίας επέτρεπε την απομείωση της εθνικής κυριαρχίας στα πλαίσια διεθνών οργανισμών όπως η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, αυτό δεν ανέτρεπε τον κανόνα νομικής ερμηνείας που ορίζει ότι, όταν δύο διατάξεις αντιφάσκουν, υπερισχύει η πιο πρόσφατη (lex posterior derogat priori). Με βάση την άποψη του Συνταγματικού Δικαστηρίου, η Συνθήκη της Ρώμης η οποία ενσωματώθηκε στο Ιταλικό δίκαιο το 1958 δε μπορούσε να υπερισχύσει του νόμου εθνικοποίησης του τομέα ηλεκτρικής ενέργειας που θεσπίστηκε το 1962.[2]
Υπό το πρίσμα της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου, η ιταλική κυβέρνηση υποστήριξε έναντι του ΔΕΚ ότι το αίτημα του δεύτερου Giudice conciliatore για προδικαστική απόφαση στο ΔΕΚ ήταν νομικώς απαράδεκτο με το σκεπτικό ότι, καθώς το ιταλικό δικαστήριο δεν είχε την εξουσία να αναιρέσει το επίμαχο εθνικό δίκαιο, μια προδικαστική απόφαση θα ήταν αλυσιτελής.
Το ΔΕΚ έκρινε ότι ο κανόνας της Συνθήκης της Ρώμης για μια αγορά χωρίς στρεβλώσεις ήταν ένας κανόνας τον οποίο η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα μπορούσε να αντιτάξει στην ιταλική κυβέρνηση. Ως άτομο, ο Costa δεν είχε καμία δυνατότητα να αμφισβητήσει την απόφαση, επειδή αυτή η διάταξη της Συνθήκης δεν είχε άμεσο αποτέλεσμα. Ωστόσο, ο Costa θα μπορούσε να εγείρει ένα ζήτημα του κοινοτικού δικαίου κατά της Ιταλικής κυβέρνησης, στο πλαίσιο νομικής διαδικασίας ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους, δεδομένου ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν θα ήταν αποτελεσματικό, εάν ο Costa δεν μπορούσε να αμφισβητήσει το εθνικό δίκαιο βάσει της υποτιθέμενης ασυμβατότητάς του με την κοινοτική νομοθεσία. [3]
« | Αντίθετα προς τις συνήθεις διεθνείς συνθήκες, η Συνθήκη της ΕΟΚ δημιούργησε ιδιαίτερη έννομη τάξη, η οποία ενσωματώθηκε στα νομικά συστήματα των κρατών μελών από της θέσεως της Συνθήκης σε ισχύ και δεσμεύει τα δικαστήριά τους. Ιδρύοντας μία Κοινότητα απεριόριστης διάρκειας, έχουσα δικά της όργανα,νομική προσωπικότητα, ικανότητα δικαίου, ικανότητα διεθνούς εκπροσωπήσεως και ιδίως πραγματικές εξουσίες απορρέουσες από τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων τους και τη μεταβίβαση εξουσιών τους στην Κοινότητα, τα κράτη μέλη περιόρισαν, αν και σε ορισμένους μόνο τομείς, τα κυριαρχικά τους δικαιώματα και δημιούργησαν έτσι ένα σύστημα δικαίου εφαρμοζόμενο τόσο στους υπηκόους τους όσο και σ' αυτά τα ίδια. Αυτή η ενσωμάτωση διατάξεων που προέρχονται από κοινοτική πηγή στο δίκαιο κάθε κράτους μέλους και, γενικότερα, το γράμμα και το πνεύμα της Συνθήκης έχουν ως αναγκαία συνέπεια ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται κατά διατάξεων της εννόμου τάξεως την οποία έχουν αποδεχθεί με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας μεταγενέστερο μονομερές μέτρο, το οποίο,ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να αντιτάσσεται στην έννομη αυτή τάξη.
[...] Από το σύνολο των προεκτεθέντων συνάγεται ότι, εφ' όσον το δίκαιο που γεννήθηκε από τη Συνθήκη απορρέει από αυτόνομη πηγή δικαίου, δεν είναι δυνατόν, λόγω του ιδιόμορφου πρωτότυπου χαρακτήρα του, να του αντιτάσσεται οποιοδήποτε εσωτερικό νομοθετικό κείμενο, χωρίς να χάνει τον κοινοτικό του χαρακτήρα και χωρίς να διακυβεύεται η νομική βάση της ίδιας της Κοινότητας. |
» |
— Απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1964. Flaminio Costa κατά Ente Nationale per l'Energia Elettrica. Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Giudice conciliatore di Milano - Ιταλία. Υπόθεση 6-64. [4] |
Αυτή η πρωτοποριακή υπόθεση καθιέρωσε την αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, το οποίο αποτελεί μια ανεξάρτητη πηγή δικαίου που δεν μπορεί να παρακαμφθεί από την εθνική νομοθεσία. [1] Η αρχή της υπεροχής έχει χαρακτηρισθεί ως ένας από τους δύο θεμέλιους λίθους του συστήματος δικαίου της ΕΕ.[5]
Το άρθρο ΙII-10 του προταθέντος Ευρωπαϊκού Συντάγματος όριζε: «Το Σύνταγμα και οι κανόνες δικαίου που θεσπίζονται από τα Όργανα της Ένωσης στο πλαίσιο της άσκησης των αρμοδιοτήτων που της ανατίθενται υπερέχουν έναντι του δικαίου των κρατών μελών».[6] Το σύνταγμα δεν επικυρώθηκε ποτέ, αφού απορρίφθηκε σε δημοψηφίσματα στη Γαλλία και την Ολλανδία το 2005. Η Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία αντικατέστησε σε μεγάλο βαθμό την Συνταγματική Συνθήκη, δεν περιελάμβανε άρθρο για την υπεροχή του ενωσιακού δικαίου, αλλά μια δήλωση που υπενθυμίζει τη νομολογία.[7]
Ο Γάλλος δικαστής Robert Lecourt, μέλος του ΔΕΚ από το 1962 έως το 1976 και εισηγητής δικαστής στην υπόθεση, υποστήριξε αργότερα ότι αυτές οι αποφάσεις "δεν πρόσθεσαν τίποτα" άλλο από το να "θέσουν σε ισχύ" τις συνθήκες, ισχύ που ένιωθε ότι "επιβαλλόταν" από την ίδια τους την ύπαρξη. [8]