To άθλημα του CrossFit είναι ένα ευρέως αποδεκτό πρόγραμμα φυσικής κατάστασης, κατάλληλο για άτομα όλων των ηλικιών και επιπέδων φυσικής κατάστασης. Έχει αποκτήσει μεγάλη αναγνώριση σε παγκόσμιο επίπεδο τα τελευταία 20 χρόνια.[1] Είναι ένα πρόγραμμα δύναμης και αντοχής, στο ασκησιολόγιο του οποίου περιλαμβάνονται υψηλής έντασης διαλειμματική προπόνηση, πλειομετρικές ασκήσεις, τρέξιμο, κωπηλασία εσωτερικού χώρου, άρσεις βαρών (άρσεις θανάτου, καθίσματα, πιέσεις πάγκου), ολυμπιακές άρσεις (εμπολέ, ζετέ και αρασέ) και στοιχεία της ενόργανης γυμναστικής, όπως ασκήσεις σε δίζυγο, κρίκους, μονόζυγο, και στηρίξεις χεριών (κατακόρυφο). Τα γυμναστήρια του CrossFit χρησιμοποιούν ποικίλο εξοπλισμό, όπως αλτήρες, μπάρες άρσης βαρών, μονόζυγα και κρίκους για έλξεις, δράμια, ιατρικές μπάρες, κωπηλατικά, κουτιά για άλματα, στατικά ποδήλατα και σκοινάκια για άλματα.[2][3]
Το πρώτο γυμναστήριο CrossFit άνοιξε το 2000 από τους Greg Glassman και Lauren Jenai στην Καλιφόρνια της Αμερικής και από τότε μέχρι και σήμερα έχουν ανοίξει πάνω από 13.000 γυμναστήρια σε 142 χώρες.[4] Πέρα από τα γυμναστήρια, το CrossFit χρησιμοποιείται ως πρόγραμμα εκγύμνασης και σε κολλέγια ειδικών δυνάμεων. Κάποια γυμναστήρια προσφέρουν επιπρόσθετα τμήματα, συμπληρωματικά στο CrossFit, όπως οι ολυμπιακές άρσεις και η ενόργανη γυμναστική.[2] Το 2013, τα επίσημα στοιχεία αναφέρουν ότι στο πρόγραμμα αυτό ασκούνταν πάνω από 3.5 εκατομμύρια αθλούμενοι σε παγκόσμιο επίπεδο, υποδηλώνοντας ότι το άθλημα αυτό έχει δυναμική.[5]
Τα γυμναστήρια ή τα affiliate boxes, συνήθως έχουν ένα σταθερό πρότυπο πρόγραμμα, το οποίο περιλαμβάνει στην αρχή την προθέρμανση, στη συνέχεια την εξάσκηση και ανάπτυξη δεξιοτήτων, μετά 5 με 20 λεπτά υψηλής έντασης προπόνηση της ημέρας (workout of the day ή WOD) και, τέλος, διατάσεις και ασκήσεις αποθεραπείας.[6] Πριν από το WOD, κάποια γυμναστήρια εφαρμόζουν ασκήσεις ενδυνάμωσης. Για να παρακολουθείται η βελτίωση του καθενός ξεχωριστά, υπάρχει τρόπος μέτρησης της απόδοσης, και με αυτό τον τρόπο ενισχύεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των αθλούμενων. Παρόλα αυτά, μια ευρέως προγραμματισμένη προσέγγιση προπόνησης CrossFit με στοιχεία περιοδικότητας δεν έχει ακόμα καθοριστεί.[2]
Ερευνητικά δεδομένα από πρόσφατες μελέτες αναφέρουν ότι το άθλημα του CrossFit έχει ευεργετικά αποτελέσματα για το σώμα. Τέτοια είναι η βελτίωση της φυσικής κατάστασης των αθλητών, όπως επίσης και η θετική επίδραση στην ψυχολογία των αθλητών. Συγκεκριμένα, στο πρόγραμμα του CrossFit ενσωματώνονται αερόβια και αναερόβια στοιχεία, τα οποία βελτιώνουν την καρδιοαναπνευστική αντοχή, την αναερόβια ικανότητα και τη σωματική μάζα και σύνθεση (π.χ. μείωση του σωματικού λίπους, ΔΜΣ, περιφέρειας μέσης) των αθλητών. [7][8][9] Οι ασκήσεις του CrossFit θεωρούνται ότι είναι μέτριας έως υψηλής έντασης, κάτι το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε μέτριες με υψηλές τιμές καρδιακού ρυθμού (ΗRmax 53.5-95%), υψηλές τιμές RPE (7.3/10-19/20), αυξημένες τιμές λακτόζης στο αίμα (μ.τ. 1.2 με > 10 mmol− 1) και αυξημένα ποσοστά VO2max (μ.τ. 56.7-66.2%).[6]
Από την άλλη, το CrossFit εμπεριέχει κινδύνους, όπως οι τραυματισμοί σε διάφορα σημεία του σώματος με τα πιο συνηθισμένα να είναι στον ώμο, στη μέση και στο γόνατο. [10] [11] Τα πιο συνηθισμένα είδη τραυματισμών είναι οι μυοσκελετικοί τραυματισμοί, αν και έχουν παρατηρηθεί και άλλα πιο σοβαρά, αλλά λιγότερο συνηθισμένα είδη τραυματισμών, όπως η ραβδομυόλυση (exertional rhabdomyolysis ή ΕR). Ένας μικρός αριθμός αθλητών εμφανίζει καρδιοαναπνευστικές διαταραχές, όπως επίσης νευρολογικές διαταραχές, όπως πονοκεφάλους, ημικρανίες, αδυναμίες και παραισθησία.[11] Τα ποσοστά τραυματισμού στο CrossFit ποικίλουν, ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο προσδιορίζεται ο τραυματισμός από τους ερευνητές, από 19.4%[10] έως 73.5%[12]. Σε δύο έρευνες παρατηρήθηκε ότι το ποσοστό των τραυματισμένων ατόμων που χρειάστηκε να εγχειριστεί ήταν της τάξης του 7%.[12][11]
Γενικά, τα ποσοστά τραυματισμού στο CrossFit είναι ανάλογα με αυτά άλλων ατομικών αθλημάτων, όπως η ολυμπιακή άρση βαρών, το τρέξιμο, και η αγωνιστική γυμναστική, αλλά λιγότερα σε σχέση με τα αθλήματα όπως το ποδόσφαιρο, το rugby, και το ice hockey.[13][6] Αυτό που έχει παρατηρηθεί είναι ότι οι άντρες είναι πιο επιρρεπείς στους τραυματισμούς από τις γυναίκες, αλλά και οι άπειροι αθλούμενοι χωρίς παρακολούθηση από τον γυμναστή.[10] Τέλος, υπάρχει αυξημένος κίνδυνος τραυματισμού στο σημείο το οποίο έχει τραυματιστεί στο παρελθόν. Για παράδειγμα, σε μια έρευνα με 54 γυμνασμένους αθλούμενους με ιστορικό τραυματισμού στις αρθρώσεις (π.χ. στον αστράγαλο κτλ.), παρατηρήθηκε ότι είχαν 3.75 περισσότερες πιθανότητες επανατραυματισμού στο σημείο αυτό.[14]
Άλλοι πιο σοβαροί, αλλά λιγότερο συνηθισμένοι τραυματισμοί που παρατηρούνται στο CrossFit είναι η ραβδομυόλυση, η οφθαλμική δυσλειτουργία, το κοιλιακό άλγος, οι πνευμονικές δυσλειτουργίες, η φλεγμονή του όσχεου, η πρωτεϊνουρία, και η αφυδάτωση.[11] Η ραβδομυόλυση είναι το αποτέλεσμα της βλάβης του μυϊκού ιστού λόγω της έντονης άσκησης, υψηλής θερμοκρασίας και αφυδάτωσης. Παρόλο που το CrossFit είναι μία έντονη μορφή άσκησης, η οποία μπορεί να προκαλέσει έντονη κόπωση, πόνο στους μύες, πρήξιμο των μυών, δύσπνοια, μυϊκό πόνο κατά την αφή και περιορισμένο εύρος κινήσεων, έχουν παρατηρηθεί μόλις 3 περιπτώσεις ραβδομυόλυσης σε τρεις έρευνες με συνολικό αριθμό 290 ατόμων.[15][12][16]
Οι παγκόσμιοι αγώνες CrossFit ή CrossFit Games διεξάγονται από το 2007 κάθε καλοκαίρι. Οι αγώνες αυτοί περιλαμβάνουν κατηγορίες για όλες τις ηλικίες, φύλα και ομάδες. Από το 2011, λόγω αυξημένης ζήτησης, υιοθετήθηκε ένα σύστημα επιλογής των αθλητών με βάση την επίδοσή τους, το οποίο εφαρμόζεται στο διαδίκτυο και λέγεται CrossFit Open. Σε αυτό, αρχικά οι αθλητές αγωνίζονται διαδικτυακά σε τοπική διοργάνωση, στη συνέχεια προάγονται να ανταγωνιστούν μεταξύ τους ζωντανά σε στάδια στα περιφερειακά αγωνίσματα (π.χ. Europe Regional Event), και καταλήγουν να αγωνίζονται σε παγκόσμιο επίπεδο, όπου συμμετέχουν 80 αθλητές.
Αναλόγως, οι αγώνες CrossFit στην Ελλάδα πραγματοποιούνται από το 2010 σε πανελλήνιο επίπεδο. Κι ενώ οι πανελλήνιοι αγώνες δημιουργήθηκαν με βάση τα πρότυπα της Αμερικής, εντούτοις αποτελούν μια διαφορετική, ανεξάρτητη διοργάνωση. Στην αρχική διοργάνωση συμμετείχαν μόλις 40 άτομα, τα οποία αυξήθηκαν στα 650 το 2014, κάτι το οποίο δείχνει την πολύ μεγάλη εξάπλωση του αθλήματος στον ελληνικό χώρο. Λόγω των αυξημένων αναγκών, κάθε χρονιά εξασφαλίζονται μεγάλοι χώροι και ο αριθμός των συμμετεχόντων περιορίζεται στου 600 αθλητές. Η συμμετοχή είναι ελεύθερη, χωρίς προκριματικούς αγώνες.
Οι κατηγορίες στις οποίες αγωνίζονται οι αθλητές είναι: teenage boys 16-18 χρόνων, fitness men/women, elite men/women και masters 35+ men/women. Οι αθλητές για να φτάσουν στα μετάλλια, αγωνίζονται σε τρεις φάσεις. Η πρώτη φάση αποτελείται από δύο ή τρεις κατά περίπτωση προκριματικές δοκιμασίες. Ο αριθμός των δοκιμασιών, των ασκήσεων που εκτελούνται και των αθλητών που προκρίνονται καθορίζεται από τη διοργανωτική επιτροπή. Ο αθλητής που προκρίνεται αποκτά τον τίτλο του πιο fit αθλητή στην Ελλάδα, κατ' αναλογία με τον τίτλο του πιο fit αθλητή στον κόσμο.[2]