Curtiss-Wright CW-21 | |
---|---|
Ένα από τα CW-1 που παραδόθηκαν στην Αεροπορία των Ολλανδικών Ανατολικών Ινδιών. | |
Τύπος | μαχητικό |
Χώρα προέλευσης | ΗΠΑ |
Σχεδιασμός | Curtiss-Wright Corporation |
Παρθενική πτήση | 22 Σεπτεμβρίου 1938 |
Πρώτη παρουσίαση | 1942 |
Κύριος χειριστής | Αεροπορία των Ολλανδικών Ανατολικών Ινδιών Κινέζικη Αεροπορία (Κουομιντάνγκ) |
Μονάδες που παρήχθησαν | 62 |
Αναπτύχθηκε από | Curtiss-Wright CW-19 |
Εξελίχθηκε σε | Curtiss-Wright CW-22 |
Το Curtiss-Wright CW-21 ή Curtiss-Wright Model 21 ήταν αμερικάνικο μαχητικό-αναχαιτιστικό αεροσκάφος που ανέπτυξε η Curtiss-Wright Corporation τη δεκαετία του 1930.
Το 1938 ο Τζωρτζ Α. Πέιτζ (George A. Page), επικεφαλής του Tμήματος Aεροσκαφών της Curtiss-Wright στο Σεντ Λιούις, αποφάσισε να αναπτύξει ένα μαχητικό έχοντας σαν βάση το διθέσιο CW-19. Ο Πέιτζ ήθελε να δημιουργήσει ένα ελαφρύ μαχητικό-αναχαιτιστικό που θα είχε τον υψηλότερο δυνατό ρυθμό ανόδου ώστε να μπορεί να φθάσει ταχύτητα στο ύψος που πετούσαν οι σχηματισμοί των εχθρικών βομβαρδιστικών και κατά συνέπεια θα ήταν ικανό να τα αναχαιτίζει ακόμα και όταν η προειδοποίηση για την επικείμενη εχθρική επίθεση ήταν ελάχιστη χρονικά. Εάν πάλι αντιμετώπιζε εχθρικά μαχητικά, το αεροσκάφος του Πέιτζ δεν θα ενεπλέκονταν σε αερομαχία, αλλά θα χρησιμοποιήσει τον ανώτερο ρυθμό ανόδου του για να διαφύγει.[1] Η προσέγγιση του ερχόταν σε αντίθεση με τις απαιτήσεις του Αεροπορικού Σώματος του Στρατού των ΗΠΑ (United States Army Air Corps, USAAC), που έδινε έμφαση στις επιδόσεις των μαχητικών σε χαμηλά ύψη, όμως αυτό δεν προβλημάτισε τον Πέιτζ καθώς το νέο μαχητικό του προοριζόταν για εξαγωγή.[2][3]
Τον λεπτομερή σχεδιασμό του CW-21 ανέλαβε ομάδα με επικεφαλής τον αρχιμηχανικό Γουίλις Γουέλς (Willis Wells). Ήταν ένα μονοθέσιο χαμηλοπτέρυγο μονοπλάνο ολομεταλλικής κατασκευής με ανασυρόμενο σύστημα προσγείωσης. Η άτρακτος ήταν ημι-μονοκόκ και στένευε πολύ πίσω από το κόκπιτ. Προωθούνταν από έναν αερόψυκτο εννεακύλινδρο αερόψυκτο κινητήρα Wright R-1820-G5, μέγιστης ισχύος 1.000 hp. Μπορούσε να φέρει στο ρύγχος του δύο συγχρονισμένα πολυβόλα των 7,62 mm ή των 12,7 mm, αλλά δεν είχε θωράκιση ή αυτοφρασσόμενες δεξαμενές καυσίμου προκειμένου να εξοικονομηθεί βάρος.[2][4]
Το πρωτότυπο πραγματοποίησε την πρώτη του πτήση στις 22 Σεπτεμβρίου 1938.[2] Παρόλο που το CW-21 δεν είχε παραγγελθεί από τις αμερικάνικες ένοπλες δυνάμεις, δοκιμάστηκε στο Ράιτ Φιλντ (Wright Field) στο Ντέιτον του Οχάιο. Το USAAC το απέρριψε αμέσως, με έναν αξιωματικό να σχολιάζει ότι «χρειάζεται να είσαι ιδιοφυΐα για να το προσγειώσεις».
Το πρωτότυπο CW-21 παραδόθηκε στην Κίνα για αξιολόγηση. Οι Κινέζοι εντυπωσιάστηκαν από την απόδοση του CW-21 και άρχισαν διαπραγματεύσεις για την αγορά του. Ενώ οι διαπραγματεύσεις ήταν εν εξελίξει, το πρωτότυπο χρησιμοποιήθηκε σε αποστολές αναχαίτισης των ιαπωνικών βομβαρδιστικών που χτυπούσαν το Τσονγκτσίνγκ. Τον Μάιο του 1939 υπογράφηκε συμβόλαιο βάσει του οποίου οι Κινέζοι απέκτησαν το πρωτότυπο καθώς και τρία ολοκληρωμένα αεροσκάφη που κατασκεύασε η Curtiss, καθώς και κιτ για 27 επιπλέον αεροσκάφη που θα συναρμολογούνταν στην Κίνα. Τα αεροσκάφη αυτά θα ήταν οπλισμένα με δύο πολυβόλα των 12,7 mm και δύο πολυβόλα των 7,62 mm.[5]
Τα τρία αεροσκάφη που κατασκεύασε η Curtiss έφθασαν στην Κίνα τον Μάιο του 1940 και τελικά παραδόθηκαν στην μονάδα των Flying Tigers,[6] που ήταν στελεχωμένη από Αμερικανούς εθελοντές που πετούσαν στο πλευρό των Κινέζων εναντίων των Ιαπώνων. Και τα τρία συνετρίβησαν και καταστράφηκαν στις 23 Δεκεμβρίου 1941, λόγω κακής ορατότητας, σε πτήση από το Ρανγκούν στο Κουνμίνγκ.[7] Επίσης, κανένα από τα 27 αεροσκάφη που επρόκειτο να συναρμολογηθούν στην Κίνα δεν ολοκληρώθηκε διότι η κινεζική εταιρεία αναγκάστηκε να εκκενώσει το εργοστάσιο όπου θα πραγματοποιούνταν οι εργασίες της εξαιτίας της προέλασης των ιαπωνικών δυνάμεων το 1942.[8]
Στο ενδιάμεσο η Curtiss ανέπτυξε το βελτιωμένο CW-21B. Η κυριότερη διαφορά αφορούσε το σύστημα προσγείωσης, που προέρχονταν από το εκπαιδευτικό CW-23. Επίσης εγκαταστάθηκαν υδραυλικά πηδάλια. Παρά το αυξημένο βάρος, το CW-21B ήταν κατά 29 km/h ταχύτερο από το αρχικό CW-21, αλλά με μειωμένο ρυθμό ανόδου.[9]
Τον Απρίλιο του 1940 η Ολλανδική Αεροπορία, που χρειάζονταν κατεπειγόντως σύγχρονα μαχητικά αεροσκάφη, παρήγγειλε 24 CW-21B από την Curtiss-Wright. Έπειτα από την κατάληψη της Ολλανδίας από τους Γερμανούς τον Μάιο του 1940, η παραγγελία μεταφέρθηκε στην κυβέρνηση των Ολλανδικών Ανατολικών Ινδιών.[10]
Τα 24 αεροσκάφη συναρμολογήθηκαν τον Φεβρουάριο του 1941 στο Μπαντούνγκ και εξόπλισαν το Σμήνος Νο. 2. Η ελαφριά κατασκευή των CW-21B ήταν αιτία δομικών προβλημάτων, με αρκετά αεροσκάφη να καθηλώνονται λόγω ρωγμών στο σύστημα προσγείωσης και να περιμένουν επισκευές όταν στις 8 Δεκεμβρίου 1941 οι Ιάπωνες εξαπέλυσαν την επίθεσή τους στον Ειρηνικό.[11]
Τα CW-21B είχαν παρόμοια πτητικά χαρακτηριστικά με τα αντίπαλα ιαπωνικά μαχητικά, όπως το Nakajima Ki-43 και το Mitsubishi A6M2 Zero και υπερείχαν σε ρυθμό ανόδου. Σε ό,τι αφορά την ισχύ πυρός ήταν συγκρίσιμα με τα Ki-43, αλλά όχι με τα Zero που έφεραν πυροβόλα. Το Σμήνος Νο. 2 διεκδίκησε τέσσερις εναέριες νίκες, όμως σύντομα απώλεσε σχεδόν όλα του τα αεροσκάφη σε αερομαχίες ή στο έδαφος, κυρίως της συντριπτικής αεροπορικής υπεροχής των Ιαπώνων.[4]