Egmont, opus 84, ονομάζεται μουσική σύνθεση του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν για το ομώνυμο θεατρικό έργο του Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε. Αποτελείται από μία Εισαγωγή και εννέα κομμάτια για σοπράνο και ορχήστρα. Ο Μπετόβεν το συνέθεσε μεταξύ Οκτωβρίου 1809 και Ιουνίου 1810, ενώ η πρώτη εκτέλεση δόθηκε στις 15 Ιουνίου 1810.
Το θέμα της σύνθεσης είναι η ιστορία και ο ηρωισμός του Κόμη του Έγκμοντ. Ο Μπετόβεν θαύμαζε τον Γκαίτε και το έργο του ενώ η ηρωική αυτοθυσία του καταδικασμένου σε θάνατο, Έγκμοντ, για την σθεναρή του αντίσταση στην καταπίεση τον ενέπνεε, ίσως λόγω και της δικής του φλαμανδικής καταγωγής.[1]
Η μουσική δέχθηκε εγκωμιαστικά σχόλια για την ποίησή της, ιδιαιτέρως από τον Ερνστ Τέοντορ Αμαντέους Χόφμαν. Ενώ ο ίδιος ο Γκαίτε δήλωσε ότι ο Μπετόβεν εξέφρασε τις προθέσεις του με «με αξιοσημείωτη μεγαλοφυΐα».
Η δυναμική και εκφραστική εισαγωγή είναι ένα από τα τελευταία έργα της δεύτερης περιόδου του. Είναι διάσημη σύνθεση όσο και η εισαγωγή Κοριολανός και παρόμοιου ύφους με την 5η Συμφωνία την οποία ολοκλήρωσε δύο χρόνια νωρίτερα.
Το έργο αποτελείται από τα εξής τμήματα,[2] μεταξύ των οποίων η εισαγωγή, το ληντ Die Trommel gerühret και το mort de Klärchen είναι ιδιαιτέρως γνωστά: