Fairey Spearfish | |
---|---|
Το Fairey Spearfish | |
Τύπος | τορπιλοπλάνο/βομβαρδιστικό κάθετης εφόρμησης |
Κατασκευαστής | Fairey |
Χώρα προέλευσης | Ηνωμένο Βασίλειο |
Παρθενική πτήση | 5 Ιουλίου 1945 |
Κατάσταση | ακυρώθηκε |
Κύριος χειριστής | αεροπορία του Βασιλικού Ναυτικού (Fleet Air Arm) |
Μονάδες που παρήχθησαν | 5 |
Το Fairey Spearfish ήταν βρετανικό μονοκινητήριο τορπιλοπλάνο/βομβαρδιστικό κάθετης εφόρμησης που αναπτύχθηκε από την Fairey για χρήση με τα αεροπλανοφόρα του Βασιλικού Ναυτικού. Σχεδιάστηκε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά πραγματοποίησε την παρθενική του πτήση τον Ιούλιο του 1945. Είχε σημαντικά μεγαλύτερες διαστάσεις από προγενέστερα αεροσκάφη της ίδιας κλάσης, διότι είχε σχεδιαστεί για χρήση με τα νέα αεροπλανοφόρα κλάσης Malta, που ακυρώθηκαν μετά το τέλος του πολέμου. Συνέπεια της ακύρωσης των αεροπλανοφόρων ήταν και η ακύρωση του Spearfish, που σχεδιάστηκε για αυτά τα σκάφη. Κατασκευάστηκαν πέντε πρωτότυπα εκ των οποίων πέταξαν μόνο τα τέσσερα. Χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για δοκιμές και πειράματα μέχρι την απόσυρση τους. Το τελευταίο καταστράφηκε για σκραπ το 1952.
Το Spearfish σχεδιάστηκε για να καλύψει την απαίτηση O.5/43 που αφορούσε την ανάπτυξη ενός τορπιλοπλάνου/βομβαρδιστικού κάθετης εφόρμησης που θα αντικαθιστούσε τα Fairey Barracuda.[1] Είχε ισχυρό κινητήρα, εσωτερική αποθήκη μεταφοράς βομβών και ανασυρόμενο ραντάρ επιφανείας ASV Mk.XV, εγκατεστημένο πίσω από την αποθήκη βομβών.[2] Το Spearfish ήταν κατά 50% μεγαλύτερο σε διαστάσεις σε σχέση με το Barracuda, διότι είχε σχεδιαστεί για χρήση με τα μεγάλα αεροπλανοφόρα κλάσης Malta των 45000 LT.[3]
Ήταν ένα μεσοπτέρυγο μονοπλάνο ολομεταλλικής κατασκευής. Οι πτέρυγες του ήταν αναδιπλούμενες προκειμένου να μειωθεί ο απαιτούμενος χώρος αποθήκευσης στα αεροπλανοφόρα. Χαρακτηριστικό των πτερύγων ήταν τα μεγάλα Fairey-Youngman flaps που εκτείνονταν στο 73,5% του χείλους εκφυγής. Είχε ανασυρόμενο σύστημα προσγείωσης και μπορούσε να μεταφέρει 1860 l καυσίμου. Ο οπλισμός αποτελούνταν από δύο πολυβόλα M2 Browning και άλλα δύο για προστασία του πίσω μέρους σε τηλεχειριζόμενο πυργίσκο. Το αεροσκάφος μπορούσε να μεταφέρει 16 ρουκέτες RP-3 στις πτέρυγες. Στην μεγάλη εσωτερική αποθήκη βομβών μεταφέρονταν μέχρι και τέσσερις βόμβες των 230 kg ή τέσσερις βόμβες βυθού ή μια τορπίλη ή μια ακόμα δεξαμενή καυσίμου. Τα δύο μέλη του πληρώματος κάθονταν ο ένας πίσω από τον άλλο και η καλύπτρα του πιλοτηρίου ανοιγόκλεινε με υδραυλικό σύστημα.[4]
Τον Αύγουστο του 1943 η εταιρεία πήρε παραγγελία για κατασκευή τριών πρωτοτύπων. Το πρώτο (σειριακός αριθμός RA356) κατασκευάστηκε στο εργοστάσιο της Fairey στο Hayes και πραγματοποίησε την παρθενική του πτήση στις 5 Ιουλίου 1945. Τα άλλα δύο ήταν έτοιμα για πτήση μόλις το 1947. Τον Νοέμβριο του 1943 η εταιρεία ανέλαβε να δημιουργήσει έκδοση εκπαιδευτικού με διπλά χειριστήρια βάσει της απαίτησης Τ.21/43. Το εκπαιδευτικό κατασκευάστηκε στο εργοστάσιο στο Heaton Chapel και απογειώθηκε για πρώτη φορά από το αεροδρόμιο του Μάντσεστερ στις 20 Ιουνίου 1946. Τον Μάιο του 1944 παραγγέλθηκαν τρία ακόμα αεροσκάφη δοκιμών, που θα κατασκευάζονταν στο Heaton Chapel.[5] Το πρώτο θα είχε κινητήρα Centaurus και τα άλλα δύο κινητήρα Rolls-Royce Pennine.[5] Τελικά μόνο το πρώτο από τα τρία πέταξε.[5]
Ο πιλότος δοκιμών Eric Brown, που αξιολόγησε το αρχικό πρωτότυπο, ανέφερε ότι τα χειριστήρια ήταν πολύ βαριά στην χρήση και ότι το αεροσκάφος είχε πολύ κακή συμπεριφορά στις στροφές.[6] Ήταν σχεδόν αδύνατη η χρήση των aileron, με ένα μονάχα χέρι στο χειριστήριο, σε ταχύτητες άνω των 240 km/h.[6] Το αεροσκάφος ήταν αναγκασμένο να κάνει τόσο μεγάλους κύκλους πάνω από ένα αεροπλανοφόρο (περιμένοντας την σειρά του να προσγειωθεί) που σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες ο πιλότος συχνά αδυνατούσε να διατηρήσει οπτική επαφή με το αεροπλανοφόρο.[7] Τα επόμενα πρωτότυπα είχαν aileron που ήταν υδραυλικά υποβοηθούμενα και τροποποιήθηκε το σύστημα του joystick για να αποκτήσει ο πιλότος καλύτερη αίσθηση. Η κατάσταση δεν βελτιώθηκε αισθητά μετά από τις αλλαγές αυτές.[6] Επίσης δεν διέθετε κάποιο σύστημα προειδοποίησης του πιλότου όταν πλησίαζε την ταχύτητα κάτω από την οποία θα έπεφτε σε stall. Αυτό ήταν σημαντικό ζήτημα σε επιχειρησιακές συνθήκες, διότι στα ναυτικά αεροσκάφη η ταχύτητα προσέγγισης για προσγείωση σε ένα αεροπλανοφόρο είναι πολύ κοντά στην οριακή ταχύτητα stall.
Η εταιρία πήρε παραγγελία για την κατασκευή 150 αεροσκαφών που θα κατασκευάζονταν στο Heaton Chapel. Τα πρώτα δέκα θα είχαν τον αστεροειδή κινητήρα Bristol Centaurus των 2600 hp, τα επόμενα 22 τον Centaurus 59 και τα υπόλοιπα τον Centaurus 60.[8] Μετά την ακύρωση των αεροπλανοφόρων κλάσης Malta η αεροπορία του Βασιλικού Ναυτικού (Fleet Air Arm) δεν είχε πια ανάγκη για νέα τορπιλοπλάνα με συνέπεια το πρόγραμμα των Spearfish να ακυρωθεί.[3] Οι εργασίες πάνω στα δύο πρωτότυπα που κατασκευάστηκαν στο Hayes συνεχίστηκαν, όμως με πολύ αργούς ρυθμούς.
Το αρχικό πρωτότυπο χρησιμοποιήθηκε αργότερα από την εταιρεία Napier & Son για να δοκιμαστεί το σύστημα αποπαγοποίησης εν πτήσει που ανέπτυσσε. Το 1952 χρησιμοποιήθηκε για μικρό χρονικό διάστημα για την εκπαίδευση πληρωμάτων στο έδαφος και λίγο αργότερα καταστράφηκε για σκραπ. Το δεύτερο πρωτότυπο αξιοποιήθηκε από την Μονάδα Δοκιμών Αεροπλανοφόρων του Ναυτικού (Royal Navy Carrier Trials Unit) στο Σάσεξ μέχρι την πώλησή του για σκραπ τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Το τρίτο πρωτότυπο αξιοποιήθηκε για δοκιμές του ραντάρ ASV Mk.XV, μέχρι που υπέστη σοβαρές ζημιές σε προσγείωση την 1η Σεπτεμβρίου 1949. Πωλήθηκε επίσης για σκραπ το επόμενο έτος διότι η επισκευή του κρίθηκε ασύμφορη οικονομικά. Το τέταρτο πρωτότυπο δεν πέταξε ποτέ και αξιοποιήθηκε σαν πηγή ανταλλακτικών για τα υπόλοιπα, ενώ το πέμπτο -που πλησίαζε περισσότερο στα αεροσκάφη παραγωγής- αξιοποιήθηκε σε δοκιμές σχετικές με την ψύξη των κινητήρων καθώς και των υποβοηθούμενων συστημάτων ελέγχου πτήσης, μέχρι την διαγραφή του στις 24 Ιουλίου 1951.[9]
Προκειμένου να καλύψει την απαίτηση 0.21/44, που αφορούσε ένα διθέσιο επιθετικό-μαχητικό αεροσκάφος, η Fairey επανασχεδίασε το Spearfish -πλέον με κινητήρα Rolls-Royce Merlin και διπλές έλικες που στρέφονταν με αντίθετη φορά. Εξετάστηκε η εγκατάσταση αρκετών άλλων κινητήρων, ενώ παράλληλα η εταιρεία πήρε παραγγελία για κατασκευή τριών πρωτοτύπων το 1944. Το πρόγραμμα ακυρώθηκε τελικά, πριν κατασκευαστούν τα αεροσκάφη.[10]