Ferrari F50 | |
---|---|
Ferrari F50 του 1997 στο Παρίσι Ferrari F50 Barchetta του 1995, προδιαγραφών των ΗΠΑ Ferrari F50 Barchetta στο μουσείο της Ferrari | |
Σύνοψη | |
Κατασκευαστής | Ferrari |
Μητρική εταιρεία | Όμιλος Fiat (από το 1963 έως τις 3/1/2016) |
Παραγωγή | Μάρτιος 1995 — Ιούλιος 1997 |
Συναρμολόγηση | Μαρανέλλο, Ιταλία |
Σχεδιαστής | Lorenzo Ramaciotti[1] και Pietro Camardella[2] (οίκος Πινινφαρίνα) |
Αμάξωμα και σασί | |
Κατηγορία | Σπορ υπεραυτοκίνητο (supercar) |
Αμάξωμα | 2-πορτο 2-θέσιο Berlinetta 2-πορτο 2-θέσιο Barchetta |
Διαμόρφωση | Κινητήρας στο κέντρο και πίσω από τα καθίσματα, πίσω κίνηση |
Σύστημα κίνησης | |
Κινητήρας | 4.698 cm³ V12, βενζίνης |
Μετάδοση | 6-τάχυτο μηχανικό κιβώτιο |
Χωρητικότητα καυσίμου | 105 λίτρα |
Διαστάσεις | |
Μεταξόνιο | 2.580 χιλιοστά |
Μήκος | 4.480 χιλιοστά |
Πλάτος | 1.986 χιλιοστά |
Ύψος | 1.120 χιλιοστά |
Κενό Βάρος | 1.230 κιλά |
Χρονολόγιο | |
Προηγούμενο μοντέλο | Ferrari F40 |
Επόμενο μοντέλο | Ferrari Enzo Ferrari |
Η Ferrari F50 ήταν ένα σπορ υπεραυτοκίνητο (supercar) υψηλών επιδόσεων, που κατασκευάστηκε από την ιταλική αυτοκινητοβιομηχανία Ferrari, με αφορμή τον εορτασμό των 50 χρόνων κατασκευής αυτοκινήτων από τη Ferrari, εξ ου και η ονομασία της. Το μοντέλο παρήχθη από τον Μάρτιο του 1995 έως τον Ιούλιο του 1997, στο Μαρανέλλο της Ιταλίας, σε μόλις 349 αντίτυπα, όλα αποκλειστικά στο χέρι, και κατά τη διάρκεια της παραγωγής του ήταν το ακριβότερο, ισχυρότερο και ταχύτερο αυτοκίνητο της Ferrari. Διατέθηκε σε δύο εκδοχές αμαξώματος: μία κλειστή και μία ανοικτή με μαλακή αναδιπλούμενη οροφή, με τη δεύτερη εκδοχή υπό την ονομασία Ferrari F50 Barchetta. Η F50 αντικατέστησε τη Ferrari F40 και τελικώς αντικαταστάθηκε τον Οκτώβριο του 2002 από τη Ferrari Enzo.
Αν και τυπικώς έλαβε την ονομασία F50 με αφορμή τον εορτασμό των 50 χρόνων κατασκευής αυτοκινήτων από τη Ferrari, όπως είχε τότε ανακοινωθεί, στην πράξη η επέτειος αυτή ήρθε μόλις το 1997 και μάλιστα ταυτόχρονα με τη λήξη της παραγωγής του μοντέλου.
Η Ferrari F50 παρουσιάστηκε στο Σαλόνι Αυτοκινήτου της Γενεύης τον Μάρτιο του 1995 και ήταν το πρώτο αυτοκίνητο στην ιστορία της εταιρείας που εισήγαγε την αισθητική στο μπροστινό μέρος που θυμίζει ρύγχος αγωνιστικού της Φόρμουλα 1, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την μετέπειτα διάδοχο Ferrari Enzo, που εξέλιξε περαιτέρω αυτή την φιλοσοφία. Παράλληλα, καθιέρωσε ένα πιο καμπυλωτό ντιζάιν στο συνολικό της προφίλ, με ομαλές γραμμές σαν «νερό που γλιστράει ομαλά σε κατηφόρα», σε αντίθεση με τις μεγάλες ευθείες και έντονες ακμές της προκατόχου Ferrari F40 και των άλλων μοντέλων της φίρμας στη δεκαετία του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Αντιθέτως, το σαλόνι της F50 ήταν σχετικά λιτό, αν και εμφανώς πιο σύγχρονο και ελκυστικό από αυτό της F40, με σκοπό να τονιστεί ο αγωνιστικός της χαρακτήρας, όπως είχε συμβεί και με την F40. Ενδεικτικό της νοοτροπίας αυτής, ήταν ότι και στα δύο μοντέλα δεν προσφέρονταν ηλεκτρικά παράθυρα, ηλεκτρομαγνητικές κλειδαριές και ηχοσύστημα, αν και είχαν στάνταρ κλιματισμό. Σε αντίθεση με το εντελώς παλαιομοδίτικο και πολύ εντονότερα αγωνιστικής αίσθησης ταμπλό και κοντέρ της F40, ωστόσο, η F50 είχε ένα πολύ πιο σύγχρονο ταμπλό και έναν εντυπωσιακό ηλεκτρονικό πίνακα οργάνων, με οθόνη υγρών κρυστάλλων (LCD), ο οποίος ελεγχόταν από έναν μικροϋπολογιστή 8-bit και διέθετε συνολικά 130 ενδείξεις, στοιχεία και πιθανές πληροφορίες. Επίσης, παρά το γεγονός ότι η F50 προσφέρθηκε αποκλειστικά με 6-τάχυτο μηχανικό κιβώτιο, η επιλεγμένη σχέση στο κιβώτιο αναγραφόταν και αυτή στον πίνακα οργάνων (για την ιστορία, η προκάτοχος F40 έφερε αποκλειστικά 5-τάχυτο μηχανικό κιβώτιο). Για την ιστορία, η F50 υπήρξε το τελευταίο κορυφαίο μοντέλο της εταιρείας με χειροκίνητο κιβώτιο (διατηρώντας φυσικά την παραδοσιακή διάταξη τον λεβιέ ταχυτήτων μέσα σε θυρίδες), καθώς ο αντικαταστάτης της, η Ferrari Enzo, ήταν διαθέσιμη μόνο με ημιαυτόματο κιβώτιο με μοχλούς αλλαγής ταχυτήτων πίσω από το τιμόνι.
Μια ξεχωριστή ιδιότητα της F50 ήταν ότι ο κινητήρας της, ο οποίος ήταν 4.7 λίτρων V12 και 60-βάλβιδος βενζίνης, είχε προέλθει από τον κινητήρα 3.5 λίτρων V12 του αγωνιστικού μονοθεσίου της Φόρμουλα 1 Ferrari 641 της σεζόν του 1990, με αύξηση του κυβισμού από 3.498 cm³ σε 4.698 cm³. Επίσης, σχετική ιδιότητα της F50 ήταν ότι ο κινητήρας είναι δομικό στοιχείο του πλαισίου, όπως και το κιβώτιο ταχυτήτων και το διαφορικό, και σε αυτό εδράζεται η πίσω ανάρτηση, όπως συμβαίνει και στα μονοθέσια της Φόρμουλα 1. Αυτή η διάταξη, ωστόσο, χωρίς ξεχωριστό υποπλαίσιο για τον κινητήρα, τελικώς αποδείχθηκε άβολη στην οδήγηση, διότι διαπιστώθηκε ότι πρακτικώς αυξάνονται οι κραδασμοί που μεταφέρονται στην καμπίνα των επιβατών. Η διάταξη με τον κινητήρα πίσω, είχε ως συνέπεια η κατανομή βάρους εμπρός / πίσω να είναι στο έντονα άνισο 42 / 58, αλλά το κέντρο βάρους του αυτοκινήτου ήταν εξαιρετικά χαμηλά, αντισταθμίζοντας έτσι αυτή την ανισότητα.
Τα ελαστικά της F50 σχεδιάστηκαν από την Goodyear ειδικά για το μοντέλο και βασίστηκαν σε ελαστικά αγωνιστικών προδιαγραφών. Ονομάζονταν επίσημα «Fiorano» και οι διαστάσεις τους ήταν 245/35ZR18 μπροστά και 355/30ZR18 πίσω. Επίσης, η F50 έφερε στάνταρ 4 δισκόφρενα και μάλιστα ήταν τόσο ισχυρά και αποτελεσματικά, που οι μηχανικοί της Ferrari θεώρησαν τότε ότι το σύστημα φρένων της F50 δεν χρειαζόταν ούτε σερβο-υποβοήθηση ούτε και σύστημα αντιμπλοκαρίσματος τροχών (ABS) και δεν τα τοποθέτησαν. Από την άλλη όμως, η ανυπαρξία συστήματος ABS απαιτεί μεγάλη εμπειρία από τον οδηγό σε καταστάσεις δύσκολου φρεναρίσματος. Να σημειωθεί ότι ήταν η τελευταία, χρονολογικώς, Ferrari χωρίς ABS, καθώς και η τελευταία χωρίς αερόσακους.
Μολονότι η F50 απέσπασε άκρως εγκωμιαστικά σχόλια από τον Τύπο αυτοκινήτου κατά την εποχή της παρουσίασής της, η ζήτηση από τους υποψήφιους αγοραστές ήταν σαφώς μικρότερη από αυτήν της προκατόχου Ferrari F40, ενώ κάποιοι από το ευρύ κοινό μάλιστα την υποδέχτηκαν με υποτιμητικά έως ειρωνικά σχόλια. Πιθανολογείται ότι ο βασικός λόγος της χλιαρής υποδοχής από το κοινό, ήταν ότι είχε αναλάβει τον βαρύ ρόλο να αντικαταστήσει την μυθική F40 και, κατά συνέπεια, έμεινε στη συνείδηση αρκετών οπαδών ως «το αυτοκίνητο που δεν ήταν και τόσο καλύτερο από την F40» και που «έζησε στη σκιά της F40», αν και δεν υστερούσε πουθενά.
Ιδίως επικρίθηκε από αρκετούς για το γεγονός ότι οι επιδόσεις της ήταν μόλις οριακά καλύτερες από αυτές της F40, κυρίως λόγω του σημαντικά αυξημένου βάρους της F50, με αποτέλεσμα να μην γίνει αισθητή από τον οδηγό η αύξηση της ιπποδύναμης από τους 478 hp της F40 στους 520 hp της F50. Αυτή η αίσθηση μάλλον ενισχύθηκε τότε και από το γεγονός ότι μετά την F40 του 1987 - 1992, η οποία ήταν τα πρώτα χρόνια και η κάτοχος του ρεκόρ του ταχύτερου αυτοκινήτου παραγωγής, εισήχθησαν πολλά νέα σπορ υπεραυτοκίνητα που ανέβασαν, διαδοχικά, το ρεκόρ αυτό σε πολύ υψηλότερα νούμερα - τα μοντέλα αυτά, κατά χρονολογική σειρά, ήταν η Lamborghini Diablo τον Ιανουάριο του 1990, η Bugatti EB110 το 1991, η Jaguar XJ220 το 1992 και η McLaren F1 το 1993. Ως αποτέλεσμα, η F50 δεν θεωρήθηκε κατά την εισαγωγή της, τον Μάρτιο του 1995, τόσο καινοτόμα και εντυπωσιακή όσο ήταν η F40 στη δική της εποχή, με συνέπεια να μην προκαλέσει τότε έναν αντίστοιχα μεγάλο αντίκτυπο.
Σήμερα, ωστόσο, έχει σημειωθεί σημαντική επανεκτίμηση της F50 και έχει γίνει ένα άκρως συλλεκτικό μοντέλο, με εξαιρετικά υψηλό κύρος, το οποίο προσελκύει αρκετούς οπαδούς και μέλη συλλογών πολυτελών αυτοκινήτων, που το αντιμετωπίζουν ως έναν άξιο διάδοχο και συνεχιστή της F40, ο οποίος αδικήθηκε τότε, και θεωρούν ότι όποιο αυτοκίνητο και να παρουσιαζόταν στη θέση της F50 θα είχε δύσκολο έργο. Διαχρονικά, κατέχει σημαντική θέση στην ιστορία της Ferrari και γενικότερα όλων των σπορ υπεραυτοκινήτων, και μάλιστα διατηρεί υψηλότερες τιμές ως ιστορικό μοντέλο από την F40, λόγω του μικρότερου αριθμού αντιτύπων της F50, μόλις 349 αυτοκίνητα, έναντι 1.315 αντιτύπων της F40. Ιδίως μετά το έτος 2020 η αξία της έχει εκτοξευτεί, αγγίζοντας σχεδόν τα 3,5 εκατομμύρια ευρώ, όταν προηγουμένως ήταν σχεδόν τα μισά.
Οι σπανιότερες και πλέον συλλεκτικές F50, με απίστευτα υψηλές τιμές μεταπώλησης σήμερα, είναι οι μόλις δύο F50 GT1 ιδιωτικής χρήσης. Για την ακρίβεια, το 1996 είχαν κατασκευαστεί 3 αγωνιστικές F50 για αγώνες GT1 και μάλιστα είχαν ισχύ 750 hp και τελική ταχύτητα 376 km/h, αλλά τελικώς καμία από αυτές δεν έλαβε μέρος σε αγώνα, μάλλον για οικονομικούς λόγους. Η μία διατηρήθηκε στο μουσείο της εταιρείας στο Μαρανέλλο και οι άλλες δύο πωλήθηκαν σε ισάριθμους πελάτες της Ferrari.
Ferrari F50 | |
---|---|
Κινητήρας | V12 βενζίνης |
Κυβισμός | 4.698 cm³ |
Διαστάσεις κυλίνδρων |
85,0 × 69,0 mm |
Ισχύς | 520 hp (383 kW) στις 8.500 rpm |
Ροπή | 471 N·m στις 6.500 rpm |
Μέγιστη ταχύτητα |
325 km/h επίσημα, ενώ κάποιες ανεξάρτητες δοκιμές έχουν πετύχει έως και 327 - 328 km/h. |
Επιτάχυνση 0–100 km/h |
3,8 sec |
Επιτάχυνση 0–200 km/h |
12,9 sec |
Κιβώτιο ταχυτήτων |
6-τάχυτο μηχανικό της ZF |
Μέση κατανάλωση |
26,5 λίτρα / 100 χιλιόμετρα |
Βάρος | 1.230 κιλά |
Ειδικότερα στις 3 μόλις F50 GT1 (όλες παραγωγής 1996), η ισχύς είχε αυξηθεί στους 750 hp (551 kW) στις 10.500 στροφές το λεπτό και η ροπή στα 529 N·m στις 7.500 στροφές το λεπτό. Η επιτάχυνση 0-100 km/h ερχόταν σε μόλις 2,9 δευτερόλεπτα και η τελική ταχύτητα είχε μετρηθεί τότε από την εταιρεία στα 376 km/h, νούμερα σχεδόν απίστευτα για την τότε εποχή.
Αντίθετα με την προκάτοχο F40, που είχε την ξεχωριστή ιδιαιτερότητα ότι όλες παρήχθησαν σε κόκκινο χρώμα αμαξώματος και με κόκκινα δερμάτινα καθίσματα (αν και υπήρξαν κάποιες που μετατράπηκαν σε αγωνιστικές εκδοχές και, κατά την μετατροπή, είχαν βαφτεί σε διαφορετικά χρώματα), στην F50 υπήρξε επίσημη εργοστασιακή παλέτα χρωματισμών. Η συντριπτική πλειοψηφία των Ferrari F50 παραγγέλθηκε με κόκκινη εξωτερική βαφή αμαξώματος, με δεύτερο σε απήχηση το κίτρινο, όπως παραδοσιακά συμβαίνει με όλα τα μοντέλα της Ferrari. Αναλυτικά, ο καταμερισμός των χρωματισμών της F50 που την επέλεξαν οι πελάτες της, ήταν ο εξής:
Όπως και η προκάτοχοι Ferrari 288 GTO και Ferrari F40 και η διάδοχος Ferrari Enzo Ferrari, η Ferrari F50 δεν κατασκευάστηκε ποτέ σε δεξιοτίμονη έκδοση. Ωστόσο, o οίκος Pininfarina, ο επίσημος συνεργάτης της Ferrari, προχώρησε σε εκ των υστέρων μετατροπή 8 αντιτύπων σε δεξιοτίμονα. Η παραγωγή της F50 έληξε τον Ιούλιο του 1997.