Νομική μορφή | Subsidiary |
---|---|
Ίδρυση | 1914 |
Ιδρυτής | Τζον Νόουλς Φιτς |
Έδρα | ΛονδίνοΝέα Υόρκη, ΗΠΑ Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο |
Ιδιοκτήτης | Hearst Corporation (80%) FIMALAC (20%)[1] |
Μητρική | Hearst Communications |
Ιστότοπος | www |
Μέσα κοινωνικής δικτύωσης | |
Πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Η Fitch Ratings Inc. είναι ένας από τους τρεις σημαντικότερους οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, επωνομαζόμενους και ως Big Three,[2] μαζί με τη Moody's και τη Standard & Poor's. Αποτελεί έναν από τους τρεις Εθνικά Αναγνωρισμένους Οργανισμούς Στατιστικής Αξιολόγησης (NRSRO) που ορίστηκαν από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ το 1975.
Η Fitch Ratings έχει διπλή έδρα της στη Νέα Υόρκη των ΗΠΑ και στο Λονδίνο του Ηνωμένου Βασιλείου.[3] Η Hearst κατέχει το 80% της εταιρείας μετά την εξαγορά με επιπλέον επιτόκιο 30%, του παγκόσμιου οίκου αξιολόγησης Fitch Group στις 12 Δεκεμβρίου του 2014. Η συναλλαγή αποτιμάται σε 1,965 δις δολάρια. Το προηγούμενο συμμετοχικό δικαίωμα του Hearst ήταν 50% μετά από επέκταση της εξαγοράς το 2006. Το υπόλοιπο 20% της Fitch ανήκε στηι FIMALAC SA. Fimalac θα κατέχει το 50% των ψήφων εντός του εν λόγω Διοικητικού Συμβουλίου μέχρι το 2020. Η Fitch Ratings και η Fitch Solutions αποτελούν μέρος της Fitch Group.
Η εταιρεία ιδρύθηκε από τον Τζον Νόουλς Φιτς στις 24 Δεκεμβρίου του 1914 στη Νέα Υόρκη με την επωνυμία «Fitch Publishing Company». Συγχωνεύθηκε με τη λονδρέζικη IBCA Limited το Δεκέμβριο του 1997. Το 2000, η Fitch απέκτησε τις «Duff & Phelps Credit Rating Co.» (Απρίλιος) και «Thomson Financial Bankwatch» (Δεκέμβριος) που εδρεύουν στο Σικάγο.
Η Fitch Ratings είναι η μικρότερη από τις Big Three NRSROs, καλύπτοντας ένα πιο περιορισμένο μερίδιο αγοράς εν σχέση με τις S&P και Moody's, αν και έχει επεκταθεί με εξαγορές και συχνά η ίδια έχει θέση «διακόπτη» όταν οι άλλοι δύο οργανισμοί έχουν παρόμοια πιστοληπτική αξιολόγηση, αλλά όχι ίδια, στην κλίμακα.
Τον Σεπτέμβριο του 2011, η Fitch Group ανακοίνωσε την πώληση της Algorithmics (λογισμικό ανάλυσης κινδύνου) στην IBM για 387 εκατομμύρια δολάρια. Η συμφωνία έκλεισε στις 21 Οκτωβρίου του 2011.