Giallo

Η Λετίτσια Ρομάν στην ταινία Το Κορίτσι που Είδε το Δολοφόνο (1963), θεωρηθηκε από τους περισσότερους κριτικούς ως η πρώτη τζάλο ταινία.

Το Giallo (ελληνική απόδοση: τζάλο, λανθασμένα και τζιάλο) είναι είδος λογοτεχνίας και ταινιών που εμφανίστηκε τον 20ό αιώνα στην Ιταλία. Ειδικότερα, εκτός Ιταλίας, το "τζαλο" αναφέρεται συγκεκριμένα σε σε ένα ιδιαίτερο ιταλικό είδος θρίλερ-τρόμου το οποίο εμπεριέχει στοιχεία μυστηρίου ή κατασκοπικά και συχνά περιλαμβάνει στοιχεία σλάσερ, εγκλήματος, ψυχολογικού θρίλερ, ψυχολογικού τρόμου, sexploitation, και λιγότερο συχνά υπερφυσικού τρόμου. Στην Ιταλία, ο όρος υποδηλώνει ταινίες θρίλερ, συχνά της εγκληματικής μυθοπλασίας, μυστηρίου και υποείδη τρόμου, ανεξάρτητα από τη χώρα προέλευσης.

Στις αγγλόφωνες χώρες, ο όρος τζάλο συχνά αναφέρεται στην ιταλική εκδοχή ταινιών του είδους, ένα συγκεκριμένο στυλ αστυνομικής-θρίλερ-τρόμου ταινίας, το οποίο συνήθως αναμειγνύει την ατμόσφαιρα και την αγωνία του θρίλερ με στοιχεία τρόμου (ένα είδος σλάσερ) και ερωτισμού (παρόμοιο με το γαλλικό είδος φανταστίκ), και συχνά περιλαμβάνει έναν μυστηριώδη δολοφόνο που η ταυτότητά του δεν αποκαλύπτεται μέχρι το τελευταίο μέρος της ταινίας. Το συγκεκριμένο είδος αναπτύχθηκε στα μέσα της δεκαετίας του '60, και έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '70, και έπειτα έλαβε τον κατήφορο τις επόμενες δεκαετίες. (Μερικές παρεμφερείς ταινίες εξακολουθούν να κυκλοφορούν). Έχει θεωρηθεί πρόγονος και εξέχουσα επιρροή στο μετέπειτα αμερικανικό είδος σλάσερ.[1]

Η προέλευση του όρου[2] πηγάζει από τα πρώτα εξώφυλλα των βιβλίων με τέτοιου είδους ιστορίες, που ήταν πάντα σε κίτρινο χρώμα (στα Ιταλικά giallo σημαίνει κίτρινο).[3]


Ο όρος τζάλο εμφανίστηκε αρχικά σαν νεολογισμός για να περιγράψει μια σειρά φθηνών μυθιστορημάτων τσέπης, με αστυνομικές ιστορίες και ιστορίες μυστηρίου, που εξέδωσε το 1929 ο εκδοτικός οίκος Mondadori (Giallo Mondadori). Στα κίτρινα εξώφυλλα τους εμφανίζοταν αστυνομικές ιστορίες αντίστοιχες με αυτές που υπήρχαν στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Αμερική (pulp fiction) στις δεκαετίες του '20 και του '30. Η συνάφεια αυτή τονίζοταν επίσης με την υιοθέτηση ψευδωνύμων αγγλικής προελεύσεως από τους πρώτους συγγραφείς του είδους (Αγκάθα Κρίστι, Έλερι Κουίν, Έντγκαρ Γουάλας, Εντ Μακμπέιν, Ρεξ Στάουτ και Ρέημοντ Τσάντλερ)[3], καθώς και από το γεγονός ότι πολλά από αυτά τα βιβλία ήταν όντως μεταφράσεις βιβλίων από την αγγλική γλώσσα.

Η επιτυχία των "τζάλι" σύντομα άρχισε να τραβάει την προσοχή και των άλλων εκδοτικών οίκων, που άρχισαν να εκδίδουν παρόμοια βιβλία (διατηρώντας πάντα το "παραδοσιακό" κίτρινο εξώφυλλο). Τα βιβλία αυτά υπήρξαν τόσο δημοφιλή ώστε τα βιβλία διάσημων και αναγνωρισμένων ξένων συγγραφέων, όπως η Άγκαθα Κρίστι, ο Έντγκαρ Ουάλας και ο Ζωρζ Σιμενόν, "βαφτίστηκαν" τζάλι όταν πρωτοδημοσιεύτηκαν στην Ιταλία. Τα Giallo Mondadori κυκλοφορούν ακόμα και σήμερα μηνιαίως και αποτελούν τη μακροβιότερη εκδοτική σειρά του είδους στον κόσμο.[3]

Το κινηματογραφικό είδος που προέκυψε από αυτά τα βιβλία στη δεκαετία του '60 υπήρξε αρχικά μια απλή μεταφορά των ιστοριών αυτών στη μεγάλη οθόνη, αλλά σύντομα εκμεταλλεύθηκε τις σύγχρονες κινηματογραφικές τεχνικές για να δημιουργήσει τελικά ένα ξεχωριστό είδος ταινίας. Πολλές ταινίες που εκτός Ιταλίας αποκαλούνται "τζάλι" (Ψυχώ, Δεσμώτης του Ιλίγγου, Ο Ηδονοβλεψίας) στην ίδια την Ιταλία αποκαλούνται απλά "θρίλερ", με τον πρώτο όρο να αναφέρεται συνήθως στις κλασσικές πλέον δημιουργίες σκηνοθετών όπως ο Ντάριο Αρζέντο και ο Μάριο Μπάβα στη δεκαετία του '70.

Οι κριτικοί διαφωνούν στον χαρακτηρισμό μιας τζάλο ταινίας. Ο Γκάρι Νίντχαμ έγραψε:

Από τη φύση του το τζάλο προκαλεί τις υποθέσεις μας για το πως οι μη-Χολιγουντιανές ταινίες πρέπει να καταταχθούν, πέρα από το είδος της αγγλο-αμερικανικής ταξινομικής φαντασίας, η οποία "φτιάχνει" το είδος στην κινηματογραφική κριτική και βιομηχανία με σκοπό να ορίσει κάτι συγκεκριμένο. ...πάντως, εκτός από την αντίσταση των τζάλο να ξεκαθαρίσουν τον όρο, υπάρχουν ωστόσο αναγνωρίσιμες θεματικές και στιλιστικές αλληγορίες.[3]

Αυτές οι ξεχωριστές "θεματικές και στιλιστικές αλληγορίες" συνιστούν έναν ασαφή όρο για το είδος, ο οποίος είναι ευρέως συνεχής, αν και ποικίλοι κριτικοί έχουν προτείνει ελαφρώς διαφορετικές χαρακτηριστικές λεπτομέρειες (οι οποίες συνεπώς δημιουργούν μερική σύγχυση για το ποιες ταινίες μπορούν να θεωρηθούν τζάλο).[3][4] Ο συγγραφέας Μάικλ Μακένζι έγραψε ότι τα τζάλο μπορούν να διαιρεθούν στα επικεντρωμένα στον άνδρα m. gialli, τα οποία συνήθως παρουσιάζουν έναν άνδρα να παρίσταται μάρτυρας σε μια δολοφονία και μπαίνει στο στόχαστρο του δολοφόνου όταν επιχειρεί να βρει λύση στο έγκλημα, και τα f. gialli, τα οποία παρουσιάζουν γυναίκα πρωταγωνίστρια που μπλέκεται σε μια περισσότερο σεξουαλική και ψυχολογική ιστορία, συνήθως επικεντρώνεται στη σεξουαλικότητα, το ψυχικό κόσμο και την εύθραυστη ψυχολογική της κατάσταση.[5]

Παρόλο που συχνά περιλαμβάνουν έγκλημα και μυστήριο, τα τζάλο δεν πρέπει να συγχέονται με το άλλο ιταλικό εγκληματικό είδος της δεκαετίας του 1970, το πολιτσιοτέσκι, το οποίο περιλαμβάνει περισσότερο δράση για βίαιους αστυνομικούς που επιβάλουν την τάξη (σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένο από αμερικανικές ταινίες του 1970 όπως Ο επιθεωρητής Κάλαχαν, Ο Εκτελεστής της Νύχτας, Ο Νονός, Σέρπικο, Ο Άνθρωπος από τη Γαλλία). Σκηνοθέτες και πρωταγωνιστές κινήθηκαν και στα δυο είδη και μερικές ταινίες μπορούσαν να θεωρηθούν κάτω από μπάνερ, όπως η ταινία του Μάσιμο Νταλαμάνο Η Άμεσος Δράσις σε Συναγερμό (1974, La polizia chiede aiuto).[6] Οι περισσότεροι κριτικοί συμφωνούν στο γεγονός ότι το τζάλο παρουσιάζει μια ξεχωριστή κατηγορία με μοναδικά χαρακτηριστικά.

Οι ταινίες τζάλο χαρακτηρίζονται από φρικιαστικά θρίλερ μυστηρίου με δολοφονίες, τα οποία συνδυάζουν στοιχεία αγωνίας με μυστήριο με σκηνές έντονου τρόμου, παρουσιάζοντας επιπλέον αιματοχυσία, κομψή χρήση της κάμερας και συχνά τρανταχτής μουσικής συμφωνίας. Το αρχέτυπη πλοκή των τζάλο περιλαμβάνει έναν μυστήριο, ψυχοπαθή δολοφόνο με μαύρα γάντια, που παρακολουθεί και σφάζει πολλές όμορφες γυναίκες.[4] Ενώ τα περισσότερα τζάλο περιλαμβάνουν άνθρωπο δολοφόνο, κάποια άλλα έχουν υπερφυσικά στοιχεία.[7]

Ο σύνηθες πρωταγωνιστής των τζάλο είναι κατά μία έννοια περιθωριοποιημένος, συχνά είναι ταξιδευτής ή τουρίστας, και συνήθως είναι νεαρή γυναίκα (τα τζάλο σπάνια περιλαμβάνουν ειδικευμένους αστυνομικούς ως πρωταγωνιστές, κάτι που είναι χαρακτηριστικό του πολιτσιοτέσκι είδους).[3][7] Οι πρωταγωνιστές είναι γενικά ασύνδετοι με τις δολοφονίες προτού ξεκινήσουν, και βοηθάνε στην εύρεση του δολοφόνου μέσω του ρόλου τους ως μάρτυρες σε έναν από του φόνους.[7] Το μυστήριο είναι η ταυτότητα του δολοφόνου, που συχνά αποκαλύπτεται στην κορύφωση, και να είναι ένας χαρακτήρας-κλειδί, που αποκρύπτει την ταυτότητά του ή της με τη μεταμφίεση (συνήθως κάποιος συνδυασμός καπέλου, μάσκας, γυαλιών ηλίου, γαντιών και καπαρντίνας). Συνεπώς το λογοτεχνικό "whodunit" (ποιος το έκανε) στοιχείο των τζάλο μυθιστορημάτων διατηρείται, ενώ φιλτράρεται μέσω των στοιχείων τρόμου και της ιταλικής παράδοσης για την όπερα και του γκραν γκινιόλ επί σκηνής. Η δομή των τζάλο συχνά θυμίζει την αποκαλούμενη "παράξενη απειλή" των παλπ περιοδικών.

Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι ενώ τα περισσότερα τζάλο περιλαμβάνουν στοιχεία της βασικής δομής πλοκής, ωστόσο υπάρχουν και εξαιρέσεις. Κάποιες ταινίες (για παράδειγμα Ο Σαδιστής (1970, Il rosso segno della follia) του Μάριο Μπάβα, που παρουσιάζει το δολοφόνο ως πρωταγωνιστή) μπορεί να αλλάξουν ριζικά την παραδοσιακή δομή ή να την αλλάξουν τελειωτικά και ακόμη να θεωρούνται τζάλο λόγω της αισθητικής και θεματικής αλληγορίας. Ένα σταθερό στοιχείο του είδους, είναι η ασυνήθιστη έλλειψη εστίασης στη λογική αφήγηση.[7] Ενώ τα περισσότερα έχουν ουσιαστική μυστηριακή δομή, μπορεί να περιλαμβάνουν περίεργα ή φαινομενικά παράλογα στοιχεία πλοκής και αδιαφορία για το ρεαλισμό στην υποκριτική, το διάλογο και το κίνητρο του χαρακτήρα. Όπως έγραψε ο Τζον Άμπραμς, "Ξεχωριστά, κάθε [τζάλο] είναι σαν μια βελτίωση στην άσκηση του φόνου, με κάθε παραγωγό να έχει πρόσβαση σε χειροπιαστά μοιρασμένα βοηθήματα και θέματα. Μαύρα γάντια, σεξουαλική ασάφεια, και ψυχοαναλυτικό τραύμα που μπορεί να είναι στην καρδιά κάθε ταινίας, αλλά το είδος από μόνο του είναι αφηγηματικό χωρίς συνέπεια."[7]

Ενώ ένας σκιερός δολοφόνος και ένας μυστήριος αφηγητής είναι συνήθη φαινόμενα στα τζάλι, τα πιο σταθερά και αξιοσημείωτα στοιχεία στην παράδοση των τζάλι εστιάζουν στις φρικιαστικές δολοφονίες που ακολουθούν.[7] Οι φόνοι είναι πάντα βίαιοι και αιματηροί, παρουσιάζοντας μια ποικιλία από τολμηρές και ευφάνταστες επιθέσεις. Αυτές οι σκηνές συχνά προκαλούν κάποιο βαθμό ηδονοβλεψίας, μερικές φορές φτάνουν μέχρι και να παρουσιάσουν τη δολοφονία από την οπτική γωνία του δολοφόνου, με το χέρι του (που φοράει μαύρα γάντια) να κρατάει ένα μαχαίρι από την οπτική γωνία του.[8][9] Οι δολοφονίες πραγματοποιούνται συνήθως όταν το θύμα είναι πιο ευάλωτο (ντους, μπάνιο ή με ελάχιστα ρούχα). Ως εκ τούτου, οι ταινίες τζάλο συχνά περιλαμβάνουν μεγάλες ποσότητες γυμνότητας και σεξουαλικού περιεχομένου, σχεδόν όλες από όμορφες νεαρές γυναίκες (οι ηθοποιοί που σχετίζονται με το είδος περιλαμβάνουν τις Έντβιτζε Φένεκ, Μπάρμπαρα Μπακ, Ντάρια Νικολόντι, Μίμσι Φάρμερ, Μπάρμπαρα Μπουσέ, Σούζι Κένταλ, Ίντα Γκάλι, και Ανίτα Στρίντμπεργκ).[10] Λόγω της έμμεσης έμφασης στο τολμηρό σεξ και τη βία, μερικές φορές τα τζάλι κατηγοριοποιούνται ως ταινίες exploitation.[11][12] Η συσχέτιση της γυναικείας σεξουαλικότητας και της άγριας βίας οδήγησε ορισμένους σχολιαστές να κατηγορήσουν το είδος της ως μισογυνιστικό.[13][14]

Τα τζάλι είναι γνωστά για τα ψυχολογικά θέματα της τρέλας, της αλλοτρίωσης, της σεξουαλικότητας και της παράνοιας.[4] Ο πρωταγωνιστής είναι συνήθως μάρτυρας ενός φρικιαστικού εγκλήματος, αλλά συχνά η μαρτυρία τους αποδοκιμάζεται από τις αρχές, οδηγώντας σε μια αμφισβήτηση. Αυτή η ασάφεια της μνήμης και της αντίληψης μπορεί να κλιμακωθεί σε ψευδαίσθηση, παραισθήσεις ακόμη και παράνοια. Δεδομένου ότι οι πρωταγωνιστές των τζάλι είναι κυρίως γυναίκες, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αυτό που ο συγγραφέας Γκάρι Νίντχαμ αποκαλεί "...το τζάλο είναι η έμφυτη παθολογία της θηλυκότητας και της γοητείας με "άρρωστες" γυναίκες."[3] Ο δολοφόνος συνήθως τείνει να είναι ψυχικά άρρωστος. Οι δολοφόνοι των τζάλο είναι σχεδόν πάντα παρακινημένοι από παραφροσύνη, που προκαλείται από κάποιο παρελθοντικό ψυχικό τραύμα, συχνά σεξουαλικής φύσεως (και μερικές φορές απεικονίζεται σε αναδρομές).[4][7] Η έμφαση στην τρέλα και την υποκειμενική αντίληψη έχει ρίζες στα τζάλο μυθιστορήματα (για παράδειγμα, "Το Μυστήριο της Μαύρης Γάτας" του Σέρτζιο Μαρτίνο, βασίστηκε στη σύντομη ιστορία του Έντγκαρ Άλαν Πόε "Η Μαύρη Γάτα", η οποία ασχολείται με τον ψυχολογικά ασταθή αφηγητή), αλλά επίσης εκφράζεται στα εργαλεία του κινηματογράφου: Η αστάθεια της ψυχικής κατάστασης τόσο του θύματος όσο και του δολοφόνου συχνά αντικατοπτρίζεται από το άκρως υπερβολικό στυλ και την ανεστίαστη αφήγηση που είναι κοινή σε πολλά τζάλι.

Ο συγγραφέας Μικέλ Τζ. Κόβεμ θεωρεί ότι τα τζάλι αντικατοπτρίζουν μια αβεβαιότητα σχετικά με την κοινωνική αναταραχή της νεωτερικότητας που ήλθε στον ιταλικό πολιτισμό τη δεκαετία του 1960.

"Οι αλλαγές στην ιταλική κουλτούρα... μπορούν να γίνουν αντιληπτές μέσα από τις τζάλο ταινίες ως κάτι που θα συζητηθεί -- ζητήματα που σχετίζονται με την ταυτότητα, τη σεξουαλικότητα, τα αυξανόμενα επίπεδα βίας, η διαχείριση της ζωής και των κορμιών των γυναικών, την ιστορία -- όλες οι αφηρημένες ιδέες, οι οποίες παρουσιάζονται ως περιστασιακές ανθρώπινες ιστορίες στις ταινίες τζάλο."[15]

Τα τζάλι είναι αξιοσημείωτα για την έντονη κινηματογραφική τους τεχνική, με τους κριτικούς να επαινούν το μοντάζ, τη σχεδίαση παραγωγής, τη μουσική και το οπτικό στυλ, ακόμη και στην έντονη απουσία άλλων όψεων, που συνήθως συνδέονται με τον κριτικό θαυμασμό (καθώς τα τζάλι συχνά στερούνται από χαρακτηρισμό, πιστευτό διάλογο, αληθοφανείς ερμηνείες και λογική συνοχή στην αφήγηση).[13][16] Η Αλέξια Κάνας έγραψε για την ταινία του 1968 "Η Γέννηση του Θανάτου" (La morte ha fatto l'uovo) ότι "Ενώ η ταινία έχει αποκτήσει φήμη για την υπέρτατη αφηγηματική δυσκολίας της (όπως και πολλές καλλιτεχνικές ταινίες), η αισθητική της λαμπρότητα είναι αδιαμφισβήτητη", ενώ ο Λιόν Χαντ έγραψε ότι συχνά η δουλειά του τζάλο σκηνοθέτη Ντάριο Αρτζέντο "κυμαίνεται μεταξύ των στρατηγικών του κινηματογράφου τέχνης και της εκμετάλλευσης (exploitation)".[16][11]

Τα τζάλι συνήθως σχετίζονται με την έντονη τεχνική κινηματογραφία και τα στιλιστικά οπτικά εφέ. Ο κριτικός Μέιτλαντ Μακντόνα χαρακτηρίζει τα οπτικά εφέ της ταινίας Βαθύ Κόκκινο (Profondo Rosso) ως "ζωηρά χρώματα και περίεργες γωνίες της κάμερας, ιλιγγιώδη παν και φαντασμαγορικές κοντινές λήψεις, αποπροσανατολισμένο πλαίσιο και σύνθεση, φετιχιστικές κοντινές λήψεις τρεμάμενων ματιών και περίεργων αντικειμένων (μαχαίρια, κούκλες, μάρμαρα, πλεκτά αποκόμματα από μαλλί)..."[17] Σε αντίθεση με τις εμβληματικές εικόνες των σκιερών δολοφόνων με μαύρα γάντια και της φρικιαστικής βίας, τα τζάλι συχνά χρησιμοποιούν έντονα στιλιστικά και περιστασιακά υπερρεαλιστικά χρώματα. Οι σκηνοθέτες Ντάριο Αρτζέντο και Μάριο Μπάβα είναι ειδικότερα γνωστοί για τους ιμπρεσιονιστικούς συμβολισμούς τους και τα έντονα χρώματα, παρόλο που άλλοι σκηνοθέτες του είδους τζάλο (συγκεκριμένα ο Λούτσο Φούλτσι) ασχολήθηκαν με ήρεμα, αληθοφανή στιλ εξίσου.[10] Λόγω του τυπικού τους περιβάλλοντος της δεκαετίας του 1970, ορισμένοι σχολιαστές έχουν επίσης σημειώσει τις δυνατότητές τους για τα οπτικά σκηνικά, ειδικά όσον αφορά τη μόδα και τη διακόσμηση.[3][4]

Μοναδικό χαρακτηριστικό του είδους είναι αδιαμφισβήτητα η μουσική. Ο κριτικός Μέιτλαντ Μακντόνα χαρακτηρίζει την ταινία Βαθύ Κόκκινο (Profondo Rosso) ως μια "ακατανίκητα φρικιαστική εμπειρία... τόσο οπτικά όσο και ακουστικά."[17] Η συγγραφέας Αν Μπίλσον εξηγεί , "Ο ήχος των τζάλο είναι συχνά μια μεθυστική μίξη μοδάτης lounge μουσικής και το είδος του ανακουφιστικού λυρισμού που δε συμβαδίζει με το γεγονός ότι στην πραγματικότητα συνοδεύει, ας πούμε, έναν αποκεφαλισμό σε αργή κίνηση", (αναφέρει ως παράδειγμα το μουσικό θέμα του Ένιο Μορικόνε για την ταινία του 1971 Τέσσερις Μύγες σε Πράσινο Βελούδο (4 mosche di velluto grigio).[4] Αξιοσημείωτοι συνθέτες είναι οι Μορικόνε, Μπρούνο Νικολάι, και του ιταλικό συγκρότημα Goblin (και οι τρεις γνωστοί για τη συνεργασία τους με τον Ντάριο Αρτζέντο, παρόλο που συνεργάστηκαν και με άλλους σκηνοθέτες). Άλλοι σημαντικοί σκηνοθέτες γνωστοί για τη δουλειά τους σε ταινίες τζάλο περιλαμβάνουν τους Πιέρο Ουμιλιάνι (συνθέτης στην ταινία 5 Κούκλες για ένα Δολοφόνο (5 bambole per la luna d'agosto)), Ριτς Ορτολάνι (Ο Βιασμός μιας Γυναίκας με Κίτρινη Πυτζάμα (La ragazza dal pigiama giallo)) και Φάμπιο Φρίτσι (Sette note in nero).

Τα τζάλι συχνά περιλαμβάνουν σκανδαλοθηρικούς ή μπαρόκ τίτλους, συνήθως με αναφορά σε ζώα ή τη χρήση αριθμών.[4] Παραδείγματα εκείνης της τάσης περιλαμβάνουν Ο Μαύρος Γάτος Εκδικείται (Sette scialli di seta gialla), Σατανάδες της Ακολασίας (Non si sevizia un paperino), Ο Θάνατος με τα Μάτια της Γάτας (La morte negli occhi del gatto) και Στα Νύχια της Μαύρης Αράχνης (La tarantola dal ventre nero), ενώ παραδείγματα για τους αριθμούς είναι Sette note in nero και Οι 4 εκδικηταί (Giornata nera per l'ariete).[18]

Ιστορία και ανάπτυξη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πρώτο τζάλο μυθιστόρημα που μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη ήταν του Τζέιμς Μ. Κέιν Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δύο φορές (The Postman Always Rings Twice) το 1943 του Λουκίνο Βισκόντι Διαβολικοί εραστές (Ossessione).[3] Αν και η ταινία ήταν πρακτικά η πρώτη που μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από την τζάλο σειρά του Μονταντόρι, το νεορεαλιστικό της στυλ ήταν σημαντικά διαφορετικό από τον στυλιζαρισμένο, βίαιο χαρακτήρα που θα αποκτούσαν οι μεταγενέστερες προσαρμογές. Καταδικάστηκε από τη φασιστική κυβέρνηση, το Obsessione αποτέλεσε τελικά ορόσημο του νεορεαλιστικού κινηματογράφου, αλλά δεν προκάλεσε περαιτέρω προσαρμογές για σχεδόν 20 χρόνια.[12]

Σε αντίθεση με τη λογοτεχνική παράδοση των τζάλο, οι αρχικές τζάλο ταινίες ήταν επηρεασμένες από τις γερμανικές "κρίμι" ταινίες στις αρχές της δεκαετίας του 1960.[19] Ήταν δανικής/γερμανικής παραγωγής, ασπρόμαυρες ταινίες βασισμένες στις ιστορίες του Έντγκαρ Ουάλας, που συχνά παρουσίαζαν whodunit μυστήριες υποθέσεις με μασκοφόρους δολοφόνους, και περιείχαν αρκετά βασικά συστατικά που υιοθέτησαν στο κίνημα τζάλο για πολλά χρόνια. Παρά της σύνδεση τους με τον τζάλο συγγραφέα Ουάλας, παρουσίαζαν πολύ περισσότερη βία, η οποία θα ήταν χαρακτηριστικό στοιχείο των τζάλι.

Ο Σουηδός σκηνοθέτης Άρνε Μάτσον έχει χαρακτηρισθεί ως πιθανή επιρροή, ειδικότερα η ταινία του Mannekäng i rött (1958). Παρόλο που η ταινία μοιράζεται στιλιστικές και αφηγηματικές ομοιότητες με τις μετέπειτα τζάλο ταινίες (ειδικότερα η χρήση του χρώματος και οι πολλαπλές δολοφονίες στην πλοκή), δεν υπάρχει άλλη απόδειξη ότι οι Ιταλοί σκηνοθέτες θα την έχουν παρακολουθήσει.[20][21]

Ο Γκοντφρέντο Ούνγκερ ως μασκοφόρος δολοφόνος στην ταινία Αίμα και Μαύρη Δαντέλα (6 donne per l'assassino, 1964) θα αποτελέσει το οπτικό πρότυπο για τον εκάστοτε δολοφόνο στις τζάλο ταινίες.

Η πρώτη ταινία που χαρακτηρίζεται συχνά ως "πραγματική" τζάλο είναι Το Κορίτσι που Είδε το Δολοφόνο (La ragazza che sapeva troppo, 1963) του Μάριο Μπάβα.[3][10] Ο τίτλος της υπαινίσσεται την κλασική ταινία του Άλφρεντ Χίτσκοκ Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά (The Man Who Knew Too Much, 1956), αναφέρει την αρχική σύνδεση ανάμεσα στα τζάλι και τις αγγλο-αμερικανικές αστυνομικές ιστορίες. Παρόλο που ήταν ασπρόμαυρη και και στερούνταν από την έντονη βία και σεξουαλικότητα, θέματα τα οποία θα χαρακτήριζαν τα μετέπειτα τζάλι, η ταινία θεωρήθηκε βασική του είδους: σε αυτήν, μια νεαρή Αμερικανίδα τουρίστρια στη Ρώμη γίνεται μάρτυρας σε έναν φόνο, αποδοκιμάζεται από τις αρχές, και αναγκάζεται να ανακαλύψει την ταυτότητα του δολοφόνου η ίδια. Ο Μπάβα σχεδίασε την κρίμι παράδοση όπως και το στιλ του Χίτσκοκ στον τίτλο της ταινίας, και η δομή της αποτέλεσε βάση για τα τζάλι που θα ακολουθούσαν μετέπειτα.[19]

Ο Μπάβα ακολούθησε την ίδια χρονιά με την μοντέρνα και σημαντική ταινία Αίμα και Μαύρη Δαντέλα (Sei donne per l'assassino, 1964). Παρουσίασε ορισμένα στοιχεία, τα οποία έγιναν εμβληματικά στο είδος: ένας μασκοφόρος στόκερ (stalker) κρατώντας ένα αιχμηρό αντικείμενο και φορώντας μαύρα γάντια, που δολοφονεί πολλά όμορφα μοντέλα.[22] Παρόλο που η ταινία δεν αποτέλεσε εισπρακτική επιτυχία εκείνη την περίοδο, τα στοιχεία που παρουσίασε (ειδικότερα τον δολοφόνο με τα μαύρα γάντια, την προκλητική σεξουαλικότητα, και τα έντονα χρώματα) θα γίνονταν θρυλικά στο είδος.[19][23]

Αρκετές αστυνομικές/θρίλερ ταινίες με παρόμοια θεματολογία ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια, συμπεριλαμβανομένου τις αρχικές προσπάθειες των σκηνοθετών Αντόνιο Μαργκερίτι (Ο Στραγγαλιστής των Ανήλικων Κοριτσιών [Nude... si muore] το 1968), Ουμπέρτο Λέντσι (Το Καυτό Τρίγωνο των Αμαρτωλών [Orgasmo] το 1968, Paranoia και Το Δόλωμα της Αμαρτίας [Così dolce... così perversa] το 1969) και Λούτσο Φούλτσι (Η μία πάνω στην άλλη [Una sull'altra] το 1969), όλοι οι οποίοι θα συνέχιζαν να αποτελούν σημαντική επιρροή στο αναδυόμενο είδος. Αλλά ήταν η πρώτη ταινία του Ντάριο Αρτζέντο, το 1970, που μετάτρεψε το είδος τζάλο σε σημαντικό πολιτιστικό φαινόμενο. Αυτή η ταινία, Το Πουλί με τα Κρυσταλλένια Φτερά (L'uccello dalle piume di cristallo) επηρεάστηκε ιδιαίτερα από την ταινία 6 Γυναίκες για το Δολοφόνο (6 donne per l'assassino, 1964), και παρουσίασε ένα καινούργιο επίπεδο της μοντέρνας βίας και αγωνίας, που βοήθησε στον επαναπροσδιορισμό του είδους. Η ταινία αποτέλεσε εισπρακτική επιτυχία και έγινε αντικείμενο μίμησης.[24] Η επιτυχία της προκάλεσε φρενίτιδα στις ιταλικές ταινίες με μοντέρνες, βίαιες, και σεξουαλικά προκλητικές υποθέσεις φόνων. Μόνος του, ο Αρτζέντο, δημιούργησε τρεις ακόμη ταινίες τα επόμενα πέντε χρόνια. Το 1996, ο σκηνοθέτης Μικέλε Σοάβι έγραψε, "δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Μάριο Μπάβα ήταν αυτός που ξεκίνησε τα "σπαγγέτι θρίλερ" [αλλά] ο Αρτζέντο τους έδωσε τεράστια ώθηση, μια στροφή στην πλοκή, ένα καινούργιο στιλ...'καινούργια ενδυμασία'. Ο Μάριο μεγάλωσε και ο Ντάριο έκανε το είδος δικό του... αυτό είχε επιπτώσεις στο κινηματογραφικό είδος, το οποίο λόγω του Ντάριο, του δόθηκε νέα πνοή."[25] Η επιτυχία της ταινίας Το Πουλί με τα Κρυσταλλένια Φτερά προκάλεσε μια δεκαετία που παρουσίασε πολλαπλά τζάλι κάθε χρόνο. Στους αγγλόφωνους κινηματογραφικούς κύκλους, ο όρος τζάλο έγινε σταδιακά συνώνυμος με ένα βαρύ, θεατρικό και μοντέρνο οπτικό στοιχείο.

Η Κάρολ Μπέικερ στην ταινία Το Γλυκό Κορμί της Ντέμπορα (Il dolce corpo di Deborah, 1968), η Αμερικανίδα ηθοποιός πρωταγωνίστησε σε αρκετές τζάλο ταινίες.

Το είδος τζάλο ήταν στο αποκορύφωμα από το 1968 μέχρι το 1978. Ωστόσο, η πιο γόνιμη περίοδος ήταν από το 1971 μέχρι και το 1973, κατά τη διάρκεια των οποίων κυκλοφόρησαν 65 διαφορετικά τζάλι (η φιλμογραφία είναι παρακάτω). Σκηνοθέτες όπως ο Μπάβα, ο Αρτζέντο, ο Φούλτσι, ο Λέντσι, και ο Μαργκερίτι συνέχισαν να παράγουν κι άλλα τζάλι μέσα στη δεκαετία του 1970, και σύντομα προστέθηκαν στο κίνημα οι Σέρτζιο Μαρτίνο, Πάολο Καβάρα, Αρμάντο Κρισπίνο, Ρουτζέρο Ντεοντάτο, και ο γιος του Μπάβα, Λαμπέρτο Μπάβα. Το είδος διαδόθηκε και στην Ισπανία από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, με ταινίες όπως La residencia (1969) και Los ojos azules de la muñeca rota (1973), οι οποίες έχουν εμφανώς χαρακτηριστικά του είδους τζάλο, αλλά περιλαμβάνουν Ισπανούς ηθοποιούς και παραγωγούς. Αν και πριν από λίγα χρόνια προηγήθηκαν του πρώτου giallo, οι γερμανικές ταινίες krimi συνέχισαν να γίνονται συγχρόνως με τα πρώτα gialli και επηρεάστηκαν επίσης από την επιτυχία τους. Ενώ η δημοτικότητα των ταινιών κρίμι έλαβε φθίνουσα πορεία στη Γερμανία, η γερμανική εταιρία Rialto Film άρχισε να συνεργάζεται ολοένα και περισσότερο με ιταλικές εταιρίες παραγωγής και σκηνοθέτες (όπως με τον συνθέτη Ένιο Μορικόνε και τον σκηνοθέτη Τζο Ντ'Αμάτο, ο οποίος εργάστηκε αργότερα σε κρίμι ταινίες, λόγω της επιτυχίας τους στην Ιταλία). Η αλληλεπικάλυψη μεταξύ των δύο κινημάτων είναι αρκετά εκτεταμένη, ώστε μια από τις τελευταίες κρίμι ταινίες της Rialto Film, Τι Απέγινε η Σολάντζε; (Cosa avete fatto a Solange?, 1972), παρουσίασε έναν Ιταλό σκηνοθέτη και την αποκάλεσε τζάλο.[26][27]

Τα τζάλι συνέχισαν να παράγονται ενδιάμεσα στις δεκαετίες 1970 και 1980, αλλά σταδιακά έπεσε η δημοτικότητά τους και ο προϋπολογισμός τους άρχισε να συρρικνώνεται.[28] Ο σκηνοθέτης Πούπι Αβάτι σατίρισε το είδος το 1977 με μια χονδροειδή τζάλο κωμωδία ταινία με τίτλο Tutti defunti... tranne i morti.

Παρόλο που ο κύκλος των τζάλο έλαβε φθίνουσα πορεία, υπήρξαν μερικές ταινίες του είδους που κυκλοφόρησαν τη δεκαετία του 1990 και 2000, κυρίως από τον Αρτζέντο (ο οποίος το 2009 κυκλοφόρησε μια ταινία με τον τίτλο Άγρια Καταδίωξη (Giallo), σαν φόρο τιμής στην πολυετή καριέρα του στο είδος) και οι συν-σκηνοθέτες Ελέν Κατέ και Μπρούνο Φορζανί, των οποίων η ταινία Amer (η οποία χρησιμοποιεί μουσική από άλλα τζάλι, συμπεριλαμβανομένου μουσικές των Μορικόνε και Μπρούνο Νικολάι), έλαβε θετικές κριτικές κατά την κυκλοφορία της το 2009.[10] Σε μεγάλο βαθμό, η επιρροή που άσκησε το είδος στις σλάσερ ταινίες, οι οποίες έγινε εξαιρετικά δημοφιλείς κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και εφάρμοσε σε μεγάλο βαθμό στοιχεία που αναπτύχθηκαν αρχικά στις τζάλι ταινίες.[1]

Ο κύκλος του τζάλο αποτέλεσε για μεγάλο διάστημα επιρροή στις ταινίες τρόμου και μυστηρίου που κυκλοφόρησαν εκτός Ιταλίας στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Αυτό το κινηματογραφικό ύφος και το τολμηρό περιεχόμενο άσκησε επιρροή στις σλάσερ και σπλάτερ ταινίες που έγιναν ευρέως δημοφιλείς στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Ειδικότερα, δύο ταινίες του Μάριο Μπάβα, Ο Σαδιστής (Il rosso segno della follia, 1970) και Ο Κρίκος των Εγκλημάτων (Ecologia del delitto, 1971), αποτέλεσαν ιδιαίτερη επιρροή.

Αρχικά παραδείγματα του τζάλο φαινομένου φαίνονται στην βρετανική ταινία Το Τσίρκο με τα 14 Πτώματα (Berserk!, 1967) και στα αμερικανικά θρίλερ μυστηρίου Κυνηγώντας τον Δολοφόνο (No Way to Treat a Lady, 1968), Η Εξαφάνιση (Klute, 1971), Όμορφα Κορίτσια στη Γραμμή (Pretty Maids All in a Row, 1971), Φρενίτις (Frenzy, 1972) του Άλφρεντ Χίτσκοκ, Το Σπίτι με τα Φαντάσματα (Madhouse, 1974), Τα Μάτια της Λόρα Μαρς (Eyes of Laura Mars, 1978). Η ταινία Στούντιο Ηχογραφήσεων Berberian (Berberian Sound Studio, 2012) αποτελεί φόρο τιμής για το είδος.

Ο σκηνοθέτης Ελάι Ροθ δήλωσε ότι για το είδος τζάλο ότι "είναι από τα πολύ αγαπημένα μου κινηματογραφικά υποείδη",[29] και συγκεκριμένα ανάφερε την ταινία του Σέρτζιο Μαρτίνο Torso (I corpi presentano tracce di violenza carnale) (μαζί με την ισπανική ταινία τρόμου Οι Εγκληματίες του Έτους 2000 (¿Quién puede matar a un niño?)) ως έμπνευση για την ταινία του Hostel, Η Αρχή της Παράνοιας (Hostel, 2005), γράφοντας, "...αυτά τα ιταλικά τζάλο της δεκαετίας του 1970, ξεκινάνε με μια παρέα φοιτητών στη Ρώμη, πολλές σκηνές με πλατείες και τηλεφακούς, και σου προκαλούν το αίσθημα ότι κάποιος τους παρακολουθεί. Υπάρχει αυτό το δυσοίωνο ανατριχιαστικό αίσθημα. Τα κορίτσια πάντα πηγαίνουν για ένα ταξίδι κάπου και όλες είναι πολύ έξυπνες. Κάνουν όλες επιλογές που θα έκανε το κοινό."[30]

Αξιόλογες ταινίες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Το Κορίτσι που Είδε το Δολοφόνο (La ragazza che sapeva troppo, Μάριο Μπάβα, 1963)
  • Αίμα και Μαύρη Δαντέλα (Sei donne per l'assassino, Μάριο Μπάβα, 1964)
  • Το Γλυκό Κορμί της Ντέμπορα (Il dolce corpo di Deborah, Ρόμολο Τζιρολάμι, 1968)
  • Ο Πύργος των Εραστών (Un tranquillo posto di campagna, Έλιο Πέτρι, 1968)

Δεκαετία του 1990 - σήμερα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αξιοσημείωτες προσωπικότητες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Kerswell 2012, σελίδες 46–49.
  2. Simpson, Clare (4 Φεβρουαρίου 2013). «Watch Me While I Kill: Top 20 Italian Giallo Films». WhatCulture. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Νοεμβρίου 2015. 
  3. 3,00 3,01 3,02 3,03 3,04 3,05 3,06 3,07 3,08 3,09 Needham, Gary. «Playing with Genre: An Introduction to the Italian Giallo». Kinoeye. Ανακτήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 2014. 
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 4,6 Anne Billson (14 Οκτωβρίου 2013). «Violence, mystery and magic: how to spot a giallo movie». The Tekegraph. Ανακτήθηκε στις 29 Αυγούστου 2014. 
  5. Kyle Anderson (2 Ιανουαρίου 2019). «Giallo is the horror subgenre you need to explore». Nerdist. Ανακτήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2019. 
  6. Pinkerton, Nick (4 Ιουλίου 2014). «Bombast: Poliziotteschi and Screening History». Film Comment. Ανακτήθηκε στις 30 Μαρτίου 2015. 
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 7,5 7,6 Abrams, Jon (16 Μαρτίου 2015). «GIALLO WEEK! YOUR INTRODUCTION TO GIALLO FEVER!». The Daily Grindhouse. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Μαρτίου 2015. Ανακτήθηκε στις 30 Μαρτίου 2015. 
  8. Guins, Ray (1996). «Tortured Looks: Dario Argento and Visual Displeasure.». Necronomicon: The Journal of Horror and Erotic Cinema (Creation Books) 1: 141–153. 
  9. Koven, Mikel (2 Οκτωβρίου 2006). La Dolce Morte: Vernacular Cinema and the Italian Giallo Film. Scarecrow Press. σελ. 147. ISBN 0810858703. 
  10. 10,0 10,1 10,2 10,3 Murray, Noel (20 Οκτωβρίου 2011). «Gateways to Geekery: Giallo». The A.V. Club. Ανακτήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 2014. 
  11. 11,0 11,1 Hunt, Leon (Autumn 1992). «A (Sadistic) Night at the Opera: Notes on the Italian Horror Film». Velvet Light Trap 30. https://archive.org/details/sim_velvet-light-trap_fall-1992_30/page/74. 
  12. 12,0 12,1 Koven, Mikel (2 Οκτωβρίου 2006). La Dolce Morte: Vernacular Cinema and the Italian Giallo Film. Scarecrow Press. σελ. 3. ISBN 0810858703. 
  13. 13,0 13,1 Koven, Mikel (2 Οκτωβρίου 2006). La Dolce Morte: Vernacular Cinema and the Italian Giallo Film. Scarecrow Press. σελ. 66. ISBN 0810858703. 
  14. Olney, Ian (7 Φεβρουαρίου 2013). Euro Horror: Classic European Horror Cinema in Contemporary American Culture (New Directions in National Cinemas). Indiana University Press. σελίδες 36, 104, 117. ISBN 025300652X. 
  15. Koven, Mikel (2 Οκτωβρίου 2006). La Dolce Morte: Vernacular Cinema and the Italian Giallo Film. Scarecrow Press. σελ. 16. ISBN 0810858703. 
  16. 16,0 16,1 Kannas, Alexia (Αυγούστου 2006). «Simple Acts of Annihilation: La Dolce Morte: Vernacular Cinema and the Italian Giallo Film by Mikel J. Koven». Ανακτήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 2014. 
  17. 17,0 17,1 McDonagh, Maitland (22 Μαρτίου 2010). Broken Mirrors/Broken Minds: The Dark Dreams of Dario Argento. University of Minnesota Press. σελ. vii. ISBN 081665607X. 
  18. Giovannini, Fabio (1986). Dario Argento: il brivido, il sangue, il thrilling. Edizione Dedalo. σελίδες 27–28. ISBN 8822045165. 
  19. 19,0 19,1 19,2 Koven, Mikel (2 Οκτωβρίου 2006). La Dolce Morte: Vernacular Cinema and the Italian Giallo Film. Scarecrow Press. σελ. 4. ISBN 0810858703. 
  20. Andersson, Pidde (2 Οκτωβρίου 2006). Blue Swede Shock! The History of Swedish Horror Films. The TOPPRAFFEL! Library. ISBN 1445243040. 
  21. Alanen, Antti. «Mannekäng i rött / Mannequin in Red (SFI 2000 restoration)». Ανακτήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 2014. 
  22. Rockoff, Adam (2002). Going to Pieces: The Rise and Fall of the Slasher Film, 1978-1986. McFarland. σελ. 30. ISBN 0786469323. 
  23. Lucas, Tim. Blood and Black Lace DVD, Image Entertainment, 2005, liner notes. ASIN: B000BB1926
  24. McDonagh, Maitland (22 Μαρτίου 2010). Broken Mirrors/Broken Minds: The Dark Dreams of Dario Argento. University of Minnesota Press. σελ. 14. ISBN 081665607X. 
  25. Soavi, Michele (1996). «Michele Soavi Interview». Στο: Palmerini, Luca M.· Mistretta, Gaetano. Spaghetti Nightmares. Fantasma Books. σελ. 147. ISBN 0963498274. 
  26. Rockoff, Adam (2002). Going to Pieces: The Rise and Fall of the Slasher Film, 1978-1986. McFarland. σελίδες 38–43. ISBN 0786469323. 
  27. Hanke, Ken (2003), «The Lost Horror Film Series: The Edgar Wallace Kirmis.», στο: Schnieder, Steven Jay, επιμ., In Fear without Frontiers: Horror Cinema across the Globe, Godalming, UK: FAB Press, σελ. 111–123 
  28. Kerswell, J.A. (2012). The slasher movie book. Chicago Review Press. σελίδες 54–55. ISBN 1556520107. 
  29. Roth, Eli (10 Οκτωβρίου 2014). Watch: Eli Roth Talks Giallo-Inspired 'House with the Laughing Windows' (Video Short) (στα Αγγλικά). Thompson on Hollywood. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Απριλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 25 Μαρτίου 2015. 
  30. Roth, Eli. Συνέντευξη με Joe Utichi. Eli Roth Presents The Best Horror Movies You've Never Seen. November 1, 2007. Archived from the original on 2015-04-08. Ανακτήθηκε στις 2019-09-23.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]