Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Νομική μορφή | Ανώνυμη εταιρεία |
---|---|
Κλάδος | Χημική βιομηχανία |
Ίδρυση | 2 Δεκεμβρίου 1916 |
Διάλυση | 31 Οκτωβρίου 2012 |
Έδρα | Φραγκφούρτη και Κτήριο της IG Farben, Γερμανία |
Πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Η IG Farben (συντομογραφία του γερμανικού Interessen - Gemeinschaft Farbenindustrie Aktiengesellschaft = Κοινοπραξία Βιομηχανιών Βαφικών Υλών) ήταν γερμανική Κοινοπραξία που συστάθηκε το 1925 και διαλύθηκε με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου λόγω κυρίως της συνεργασίας της με το ναζιστικό καθεστώς.
Την Κοινοπραξία συνέστησαν οι εξής εταιρείες:
Ως έδρα της Κοινοπραξίας επελέγη η Φραγκφούρτη. Το κεντρικό κτίριο της εταιρείας παραδόθηκε προς χρήση το 1931.
Η Κοινοπραξία ιδρύθηκε για να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό, που, λόγω των εξουθενωτικών όρων της Συνθήκης των Βερσαλλιών, έπνιγε τη Γερμανία και τη βιομηχανία της. Σύμφωνα με την επιτροπή εμπειρογνωμόνων, που συνέστησε για την έρευνα των δραστηριοτήτων της ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου, "χωρίς τις τρομακτικές παραγωγικές ικανότητες της IG Farben, το ερευνητικό της έργο και την τρομερή συγκέντρωση οικονομικών δυνατοτήτων, η Γερμανία δεν θα ήταν δυνατό να αρχίσει τις εχθροπραξίες το Σεπτέμβριο του 1939"2.
Πραγματικά, η οικονομική δύναμη, αλλά και η τεχνογνωσία της Κοινοπραξίας ήταν τέτοια, που συνέπηξε ένα πραγματικό λαβύρινθο από καρτέλ με επίσης πολύ ισχυρές εταιρείες, όπως η Kuhlmann (Γαλλία), Imperial Chemical Industries (γνωστότερης σαν ICI) της Βρετανίας, των Standard Oil (NJ), DuPont και Dow Chemical των ΗΠΑ κ.ά3.
Η τεχνογνωσία αυτή εξασφάλισε στη Γερμανία αυτάρκεια τέτοιας έκτασης, ώστε να μπορεί να παρεμβαίνει στις υψηλές πολιτικές σφαίρες επί ίσοις όροις με τις υπόλοιπες οικονομικά αναπτυγμένες χώρες: Ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης Στρέσσεμαν είχε πει "χωρίς την IG Farben και τον άνθρακα της Γερμανίας δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί εξωτερική πολιτική". Μερικά από τα παγκοσμίως γνωστά και μονοπωλιακά προϊόντα της Κοινοπραξίας ήταν η ασπιρίνη, η νοβοκαΐνη, η σαλβαρσάνη, το σουλφανιλαμίδιο κ.ά. Επιπλέον, η τεχνογνωσία της της επέτρεπε την κατασκευή συνθετικών πρώτων υλών, που η Γερμανία δε διέθετε καθόλου, όπως το τεχνητό καουτσούκ, τα συνθετικά καύσιμα, τα νιτρικά άλατα κτλ. Ανάμεσα στο ερευνητικό προσωπικό της συγκαταλέγονταν επιστήμονες βραβευμένοι με Νόμπελ: Πάουλ Έρλιχ (σαλβαρσάνη), Φριτς Χάμπερ (παραγωγή αμμωνίας από ελεύθερο άζωτο), Καρλ Μπος (συνθετικά καύσιμα, νίτρο), Γκέρχαρντ Ντόμαγκ (σουλφανιλαμίδια).
Αν και το Εθνοσοσιαλιστικό Κόμμα είχε "στιγματίσει" την IG Farben ότι "δεν ήταν άρεια εταιρεία" (απασχολούσε αρκετούς Εβραίους στο προσωπικό της και μάλιστα στα υψηλά κλιμάκια), ο Χίτλερ διαβλέποντας την αυτάρκεια που προσέφερε στην τότε "αποκλεισμένη" Γερμανία και βλέποντας πόσο το Γ΄ Ράιχ τη χρειαζόταν, συνήψε μια άτυπη (αρχικά) συμμαχία με αυτήν. Αλλά και η IG Farben χρειαζόταν την κρατική υποστήριξη για την προώθηση των οικονομικών της σχεδίων.
Με την προσάρτηση της Αυστρίας και την κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας, η IG Farben προσάρτησε σε αυτήν όσες εταιρείες των χωρών αυτών έκρινε ότι της ήταν απαραίτητες. Οι επεκτατικές βλέψεις της όμως δε σταμάτησαν εδώ. Με τη βοήθεια των χιτλερικών οργάνων και το πρόγραμμα Τελική Λύση για την εξολόθρευση των Εβραίων, άρχισε να αντλεί από το εργατικό απόθεμα που της πρόσφεραν τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως: Οι κρατούμενοι του Άουσβιτς έκτισαν για λογαριασμό της ένα βιομηχανικό συγκρότημα τέτοιων διαστάσεων, ώστε κατανάλωνε για τη λειτουργία του περίπου όση ηλεκτρική ενέργεια χρειαζόταν η πόλη του Βερολίνου. Το συγκρότημα επονομάσθηκε Buna από το όνομα της πρώτης ύλης που παρασκευαζόταν σε αυτό (συνθετικού καουτσούκ)4. Περισσότεροι από 25.000 κρατούμενοι πέθαναν κατά τη διάρκεια κατασκευής του5, ενώ κατά τη λειτουργία του απασχολούσε περίπου 85.000 κρατούμενους (1944).
Η εταιρεία ήταν επίσης η κάτοχος του κοπυράιτ για το εντομοκτόνο Κυκλώνας Β (Zyklon B), αέριο με βάση το υδροκυάνιο, που χρησιμοποιήθηκε στα στρατόπεδα εξόντωσης του ναζιστικού καθεστώτος (θάλαμοι αερίων).
Μετά το τέλος του πολέμου, η Κοινοπραξία κρίθηκε ως "ιδιαίτερα διεφθαρμένη και, κατά συνέπεια, επικίνδυνη" για να συνεχίσει να υφίσταται. Διαλύθηκε οριστικά το 1951 αρχικά σε 12 εταιρείες, από τις οποίες οι μεγαλύτερες BASF, Agfa, Bayer και Hoechst συνέχισαν να υπάρχουν (η τελευταία συγχωνεύθηκε με τη γαλλική Rhone-Poulenc σχηματίζοντας τη σημερινή Aventis). Εικοσιτέσσερεις από τους διευθυντές ή διευθύνοντες συμβούλους της Κοινοπραξίας δικάστηκαν στην επονομαζόμενη Δίκη της IG Farben και καταδικάστηκαν σε ποινές από ένα έως επτά χρόνια φυλάκισης. Ωστόσο, οι περισσότεροι μετά την αποφυλάκισή τους ανέλαβαν εκ νέου διευθυντικές θέσεις στις εταιρείες που προέκυψαν από τη διάλυση της Κοινοπραξίας.