In situ

Η λατινογενής φράση in situ, η οποία σημαίνει «επί τόπου», χρησιμοποιείται σε πολλά διαφορετικά θεματικά πλαίσια.

Στην αρχαιολογία, η φράση in situ αναφέρεται σε ένα τεχνούργημα το οποίο δεν έχει μετακινηθεί από την αρχική θέση απόθεσής του. Το να είναι ένα τεχνούργημα in situ είναι κρίσιμο στην ερμηνεία αυτού και, επομένως, στον πολιτισμό ο οποίος το διαμόρφωσε. Όταν η προέλευση ενός τεχνουργήματος έχει καταγραφεί, τότε αυτό μπορεί να μετακινηθεί για συντήρηση, περαιτέρω ερμηνεία και έκθεση.

Ένα τεχνούργημα το οποίο δεν ανακαλύπτεται in situ θεωρείται εκτός θεματικού πλαισίου και δεν παρέχει μια ακριβή εικόνα του σχετιζόμενου πολιτισμού. Ωστόσο, το εκτός θεματικού πλαισίου τεχνούργημα μπορεί να παρέχει στους επιστήμονες ένα παράδειγμα τύπων και τοποθεσιών των in situ τεχνουργημάτων που δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμα.

Στην βιολογία, in situ σημαίνει το να εξεταστεί ένα φαινόμενο ακριβώς στο μέρος όπου εμφανίζεται (χωρίς να απομακρυνθεί σε κάποιο ειδικό μέσο, κτλ.). Συνήθως σημαίνει κάτι ενδιάμεσο μεταξύ του in vivo και του in vitro. Για παράδειγμα, το να εξετάζεται ένα κύτταρο μέσα σε ένα ολόκληρο όργανο άθικτο υπό αιμάτωση μπορεί να σημαίνει έρευνα in situ. Αυτό δεν είναι προφανώς πειραματισμός in vivo επειδή το ζώο θυσιάζεται, αλλά και δεν είναι το ίδιο με το να δουλεύει κάποιος με το κύτταρο μόνο (το οποίο μπορεί να είναι μια τέλεια περίπτωση πειράματος in vitro).

Στην ογκολογία, για ένα καρκίνωμα το οποίο είναι καρκίνος ενός επιθήλιου, in situ σημαίνει ότι τα κακοήθη κύτταρα παρουσιάζονται στο επιθήλιο, αλλά δεν έχουν εισβάλει πέρα από το βασικό υμένα στους βαθύτερους ιστούς.

Στη γενετική, in situ μπορεί επίσης να σημαίνει μέσα στο χρωμόσωμα. Για παράδειγμα, η τεχνική «In situ Υβριδοποίηση με Φθορισμό» (αρκτικόλεξο στα αγγλικά: FISH) μπορεί να γίνει με χρωμοσώματα σε κύτταρα ή σε έναν καρυότυπο, όπως στην φασματική καρυοτυποποίηση. Στην κάθε περίπτωση, παρατηρούνται οι αλληλουχίες-στόχοι όπου βρίσκονται μέσα στο χρωμόσωμα.

Στην οικολογία και συγκεκριμένα στη διατήρηση γενετικών πόρων, διατήρηση in situ ή «διατήρηση επί τόπου» είναι η διαδικασία της προστασίας ενός υπό εξαφάνιση είδους φυτού ή ζώου στο φυσικό του περιβάλλον ή ενδιαίτημα. Σε αντίθεση με την διατήρηση ex situ ή «απομακρυσμένη διατήρηση».

Γη και επιστήμες της ατμόσφαιρας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη φυσική γεωγραφία και στις επιστήμες της Γης, η φράση in situ τυπικά περιγράφει φυσικό υλικό ή διεργασίες οι οποίες προηγούνται της μεταφοράς. Για παράδειγμα, η in situ χρησιμοποιείται σε σχέση με την διαφοροποίηση μεταξύ αποσάθρωσης και διάβρωσης, η οποία διαφορά έγκειται στο ότι η διάβρωση απαιτεί ένα μέσο μεταφοράς (όπως ο άνεμος, ο πάγος, ή το νερό), ενώ η αποσάθρωση εμφανίζεται in situ. Οι γεωχημικές διαδικασίες επίσης περιγράφονται συχνά ως ότι συμβαίνουν σε υλικό in situ.

Στις επιστήμες της ατμόσφαιρας, η φράση in situ αναφέρεται σε μετρήσεις οι οποίες λήφθηκαν μέσω άμεσης επαφής με το εν λόγω αντικείμενο. Για παράδειγμα μια ραδιοβολίδα η οποία μετράει ένα μέρος αέρα, ή ένα ανεμόμετρο το οποίο μετράει τον άνεμο. Αντιτίθεται στην τηλεπισκόπηση, που διενεργείται με τα ραντάρ καιρού ή τους δορυφόρους.

Στην γλωσσολογία, και συγκεκριμένα στο συντακτικό, ένα στοιχείο μπορεί να ειπωθεί ότι είναι in situ εάν προφέρεται στη θέση όπου αυτό ερμηνεύεται. Για παράδειγμα, οι ερωτήσεις σε γλώσσες όπως η κινεζική έχουν in-situ wh-στοιχεία, με δομές συγκρινόμενες με φράσεις όπως «ο Γιάννης αγόρασε τί;», ενώ τα Ελληνικά wh-στοιχεία δεν είναι in-situ: «Τι αγόρασε ο Γιάννης;».

Εικαστικές τέχνες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις εικαστικές τέχνες (ζωγραφική, γλυπτική, εγκαταστάσεις, περφόρμανς) ο όρος in situ αναφέρεται σε έργα που δημιουργούνται επιτόπου στο χώρο όπου θα εκτεθούν αντί να δημιουργηθούν στο εργαστήριο του καλλιτέχνη και να μεταφερθούν. Τα in situ έργα συνήθως λαμβάνουν υπόψιν τους τα χαρακτηριστικά του χώρου ή/και του κοινού και αλληλεπιδρούν με αυτά, ενώ πολλές φορές ακόμα και η ίδια η διαδικασία της κατασκευής του έργου αποτελεί μέρος του έργου. Αν και οι τοιχογραφίες ή τα γκράφιτι για παράδειγμα είναι εξ ορισμού in situ έργα, εντούτοις ο όρος χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον για έργα τα οποία είναι ασυνήθιστο να κατασκευάζονται επιτόπου.

Στην λογοτεχνία, η φράση in situ χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση. Η στήλη της Ροζέττας, για παράδειγμα, αναρτήθηκε αρχικά σε ένα προαύλιο, για δημόσια παρατήρηση. Οι περισσότερες φωτογραφίες της περίφημης στήλης δεν είναι "in situ" φωτογραφίες αυτής αναρτημένης, όπως θα ήταν κανονικά. Η στήλη αποκαλύφθηκε ως μέρος οικοδομικού υλικού, εντοιχισμένη. Η in situ κατάστασή της σήμερα είναι ότι βρίσκεται αναρτημένη, κάθετα, σε δημόσια έκθεση στο Βρετανικό Μουσείο.

Στα Συστήματα Μετάδοσης Ραδιοσυχνοτήτων (RF), η φράση in situ χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την τοποθεσία διαφόρων στοιχείων κατά τη διάρκεια που το σύστημα βρίσκεται στην προεπιλεγμένη κατάσταση μετάδοσης, απ' ό,τι σε λειτουργία σε κατάσταση δοκιμής. Για παράδειγμα, αν ένα in situ βαττόμετρο χρησιμοποιείται σε ένα εμπορικό σύστημα μετάδοσης, το βαττόμετρο αυτό μπορεί να μετρήσει με ακρίβεια την ισχύ όταν ο σταθμός βρίσκεται "on air".

Στο νομικό θεματικό πλαίσιο, η φράση in situ χρησιμοποιείται συχνά για την κυριολεκτική σημασία της. Για παράδειγμα, στο Χόνγκ Κόνγκ, η in situ ανταλλαγή γης περιλαμβάνει τη συμμετοχή της κυβέρνησης, η οποία ανταλλάσσει την αρχική ή ληχθείσα εκμίσθωση ενός τεμαχίου γης με μια καινούργια παροχή ή επαναπαροχή του ίδιου αγροτεμαχίου ή ενός μέρους του.

Περιβαλλοντική μηχανική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην περιβαλλοντική μηχανική, η φράση in situ μπορεί να αναφέρεται σε ένα μέρος όπου καθάρισμα ή αποκατάσταση μιας μολυσμένης τοποθεσίας πραγματοποιείται χρησιμοποιώντας και προσομοιώνοντας τις φυσικές διεργασίες στο έδαφος. Αντιτίθεται στην περιγραφή ex situ, όπου στο μολυσμένο έδαφος γίνεται εκσκαφή και μεταφορά για καθαρισμό αλλού, μακριά από την τοποθεσία.

Στην χημεία, in situ τυπικά σημαίνει «στο μείγμα αντίδρασης». Υπάρχουν πολλά ασταθή μόρια τα οποία πρέπει να συντεθούν in situ (δηλ. στο μείγμα αντίδρασης, αλλά δεν μπορούν να απομονωθούν μόνα τους) για χρήση σε διάφορες διαδικασίες. Παραδείγματα περιλαμβάνουν το αντιδραστήριο Κόρεϋ-Τσαικόβσκι και το αδρενόχρωμα.