Τύπος | Εβδομαδιαία εφημερίδα |
---|---|
Μορφή | μεγάλο σχήμα, φωτογραφίες μαυρόασπρες |
Ίδρυση | 1930 |
Πολιτική τοποθέτηση | Ακροδεξιά |
Γλώσσα | Γαλλική |
Διακοπή έκδοσης | 16 Αυγούστου 1944 |
Έδρα | Γαλλία |
ISSN | 1149-784X 2592-4001 |
δεδομένα |
H Je suis partout (γαλλική προφορά: [ʒə sɥi paʁtu]) ήταν μια γαλλική εφημερίδα που ιδρύθηκε από τον Jean Fayard και δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στις 29 Νοεμβρίου 1930 και εκδίδονταν μέχρι τον Αύγουστο του 1944. Εκδόθηκε αρχικά από τον Pierre Gaxotte μέχρι το 1939. Οι δημοσιογράφοι που περιλαμβάνονταν σε αυτήν, ήταν ο Lucien Rebatet, Alain Laubreaux, τον εικονογράφο Ralph Soupault και τον Βέλγο ανταποκριτή Pierre Daye. Το όνομα της εφημερίδας έγινε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, σύνθημα των ακροδεξιών της Ευρώπης.[1]
Στην αρχή της, η Je suis partout επικεντρώθηκε στην κάλυψη διεθνών θεμάτων, χωρίς να εμφανίζει εξτρεμισμό, αντισημιτισμό ή μια ακροδεξιά προσέγγιση. Ωστόσο, η ομάδα των εκδοτών επηρεάστηκε έντονα από τις ιδέες του Σαρλ Μωρράς και της εθνικιστικής πολιτικής οργάνωσης "Action Française", και η ιδεολογία αποτυπώθηκε γρήγορα στο συντακτικό περιεχόμενο, καθώς οι πιο μετριοπαθείς δημοσιογράφοι την εγκατέλειψαν σε διαμαρτυρία.[2][3]
Η εφημερίδα έγινε βασικό στοιχείο του αντι-κοινοβουλευτισμού, του εθνικισμού και της κριτικής των «παρακμιακών» θεσμών και πολιτισμών της Τρίτης Δημοκρατίας, που βρισκόταν ιδεολογικά κοντά στα φασιστικά κινήματα της εποχής, τόσο των γαλλικών όσο και των ξένων. Υποστήριξε με σαφήνεια τον Μπενίτο Μουσολίνι από τον Οκτώβριο του 1932. Η εφημερίδα ήταν ευνοϊκή για την Ισπανική Φάλαγγα, τη Ρουμανική Σιδηρά Φρουρά, το Βελγικό ρεξιστικό κόμμα του Λεόν Ντεγκρέλ, καθώς τον Όσβαλντ Μόσλι, τη "Βρετανική Ένωση των Φασιστών" και τον Αδόλφο Χίτλερ. Έτσι, κράτησε τον Ζακ Ντοριό σε εκτίμηση για τις προσπάθειές του να ενώσει τη γαλλική ακροδεξιά σε ένα ενιαίο μέτωπο. Η αντισημιτική ρητορική της εφημερίδας εξερράγη μετά την "Υπόθεση Stavisky" και την απόπειρα πραξικοπήματος που έγινε από ακροδεξιούς μπροστά από το Palais Bourbon στις 6 Φεβρουαρίου 1934. Μετά το σχηματισμό της αριστερής κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου, υπό τον Εβραίο Λεόν Μπλούμ (1936), έγινε καυστική. Από το 1938, η εφημεριδα ταυτίστηκε με τη ναζιστική προπαγάνδα της Γερμανίας, δημοσιεύοντας δύο ειδικά θέματα, τους Les Juifs ("Οι Εβραίοι") και Les Juifs et la France ("Οι Εβραίοι και η Γαλλία") του Ρομπέρ Μπραζιγιάκ. Η ακραία επίθεση προκάλεσε τους εκδότες Fayard να διακόψουν τις σχέσεις με την εφημερίδα και πωλήθηκε σε άλλους συμπεριλαμβανομένου του Αργεντίνου Charles Lescat. Λίγο πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη γερμανική κατοχή το 1940, η εφημερίδα απαγορεύτηκε.[4][5]
Εκδόθηκε και πάλι από το 1941 και οι εξαιρετικά συνεργατικές θέσεις της, προσέλκυσαν τη σκληρή κριτική του Μωρράς, ο οποίος απέρριψε την εφημερίδα [εκκρεμεί παραπομπή]. Η εφημερίδα θριάμβευσε ως η φωνή των ακροδεξιών δυνάμεων και δημοσίευσε εκκλήσεις για τη εκδίωξη και την δολοφονία των Εβραίων και δημοκρατών πολιτικών.[6] Ο Ρομπέρ Μπραζιγιάκ ήταν ο αρχισυντάκτης της, από τον Ιούνιο του 1937 έως τον Σεπτέμβριο του 1943. Ο Μπραζιγιάκ θεωρήθηκε ότι ήταν πολύ επιεικής και αντικαταστάθηκε από τον Πιέρ Κουστώ, αδελφό του Ζακ Υβ Κουστώ. Ο Πιερ Κουστώ ευθυγραμμίζεται με την ηγεσία των Ναζί, έρχεται εναντίον των ριζών του ακολουθώντας την ναζιστική ιδεολογία και διαφήμισε μέσα από την εφημερίδα τις μονάδες Waffen-SS και τη Λεγεώνα των Γάλλων Εθελοντών κατά του Μπολσεβικισμού. Αρκετοί από τους συντάκτες της εντάχθηκαν αργότερα, είτε στο φασιστικό "Γαλλικό Λαϊκό κόμμα" του Ζακ Ντοριό είτε στην Γαλλική Πολιτοφυλακή (Γαλλία του Βισύ). Συνέχισε να εκδίδεται μέχρι τον Αύγουστο του 1944, τη στιγμή της Απελευθέρωσης του Παρισιού.[6][7]