Lavochkin La-7 | |
---|---|
Το La-7 που εκτίθεται στο Αεροπορικό Μουσείο του Μονίνο στη Μόσχα. | |
Τύπος | μαχητικό |
Κατασκευαστής | Εργοστάσιο Νο.21 (Γκόρκι), Εργοστάσιο Νο.381 (Μόσχα), Εργοστάσιο No.99 (Ουλάν-Ουντέ) |
Χώρα προέλευσης | Σοβιετική Ένωση |
Παρθενική πτήση | 1η Φεβρουαρίου 1944 |
Πρώτη παρουσίαση | Ιούνιος 1944 |
Αποσύρθηκε | 1952 (ΕΣΣΔ) |
Κύριος χειριστής | Σοβιετική Πολεμική Αεροπορία |
Παραγωγή | Μάιος 1944 - Αύγουστος 1946 |
Μονάδες που παρήχθησαν | 5753 (συμπεριλαμβάνονται 582 εκπαιδευτικά)[1] |
Αναπτύχθηκε από | Lavochkin La-5 |
Εξελίχθηκε σε | Lavochkin La-9 |
Το Lavochkin La-7 (ρωσικά: Лавочкин Ла-7) ήταν μονοθέσιο μονοκινητήριο σοβιετικό μαχητικό αεροσκάφος που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου από το Γραφείο Σχεδιασμού Lavochkin. Ήταν εξελιγμένη έκδοση του Lavochkin La-5, καθώς και ο τελευταίος τύπος μιας οικογένειας αεροσκαφών που είχε ξεκινήσει με το LaGG-1 το 1938. Πραγματοποίησε την πρώτη του πτήση στις αρχές του 1944 και εντάχθηκε σε υπηρεσία με τη Σοβιετική Πολεμική Αεροπορία το ίδιο έτος. Το 1945 παραδόθηκε μικρός αριθμός αεροσκαφών στην Τσεχοσλοβάκικη Πολεμική Αεροπορία, όμως πέραν της Τσεχοσλοβακίας δεν εξήχθη σε άλλες χώρες.
Τα La-7 ήταν οπλισμένα με δύο ή τρία πυροβόλα των 20 mm και είχε μέγιστη ταχύτητα 661 km/h και οι πιλότοι τους τα θεωρούσαν τουλάχιστον ισάξια οποιουδήποτε γερμανικού εμβολοφόρου μαχητικού. Το 1947 άρχισε η σταδιακή απόσυρσή τους από τις τάξεις της Σοβιετικής Αεροπορίας, ενώ παρέμειναν σε υπηρεσία μέχρι το 1950 με την Τσεχοσλοβάκικη Αεροπορία.[2]
Μέχρι το 1943 το La-5 είχε γίνει ένα από τα κύρια μαχητικά της σοβιετικής αεροπορίας. Ωστόσο, ο αρχισχεδιαστής του Σεμιόν Λαβότσκιν καθώς και οι μηχανικοί του Κεντρικού Ινστιτούτου Αεροϋδροδυναμικής έκριναν πως υπήρχαν σημαντικά περιθώρια βελτίωσής του. Το 1943 το Κεντρικό Ινστιτούτο αξιοποίησε προγενέστερες μελέτες βελτίωσης των αεροδυναμικών χαρακτηριστικών του La-5 και τροποποίησε ένα αεροσκάφος για να τις αξιολογήσει. Κατά την διάρκεια τον δοκιμών, που έλαβαν χώρα την περίοδο Δεκεμβρίου 1943 - Φεβρουαρίου 1944, κατέστη σαφές πως οι επιδόσεις του αεροσκάφους αυτού ήταν εξαιρετικές. Έχοντας τον ίδιο κινητήρα με το La-5FN είχε τελική ταχύτητα 684 km/h σε ύψος 6150 m, ήταν δηλαδή περίπου 64 km/h ταχύτερο από το βασικό αεροσκάφος, ενώ μπορούσε να φτάσει σε ύψος 5000 m σε 5,2 λεπτά. Επίσης ήταν ταχύτερο σε χαμηλά και μεσαία ύψη από το La-5 ακόμη και αν το τελευταίο προωθούνταν από ισχυρότερο κινητήρα Shvetsov M-71.[3]
Ο Λαβότσκιν παρακολουθούσε τις βελτιώσεις του Κεντρικού Ινστιτούτου και άρχισε τον Ιανουάριο του 1944 την κατασκευή μιας βελτιωμένης έκδοσης του La-5 που θα τις ενσωμάτωνε. Επίσης οι δοκοί των πτερύγων ήταν πλέον μεταλλικές, γεγονός που τις καθιστούσε ταυτόχρονα ελαφρύτερες και ανθεκτικότερες. Στο La-5 και άλλα σοβιετικά αεροσκάφη είχε χρησιμοποιηθεί το ξύλο ως κύριο δομικό υλικό προκειμένου να εξοικονομηθούν κρίσιμες πρώτες ύλες. Δεδομένου πως η σοβιετική ηγεσία θεωρούσε πλέον διασφαλισμένη την επάρκεια των στρατηγικής σημασίας πρώτων υλών, ο Λαβότσκιν ήταν πλέον σε θέση να αντικαταστήσει σε ορισμένα σημεία του αεροσκάφους το ξύλο. Επίσης ενσωμάτωσε ορισμένες επιπλέον τροποποιήσεις σε σύγκριση με τη δουλειά του Κεντρικού Ινστιτούτου.[4][5] Χρησιμοποιήθηκαν τρία πρωτότυπα πυροβόλα Berezin B-20 των 20 mm.[4]
Το πρωτότυπο πραγματοποίησε εννέα μονάχα δοκιμαστικές πτήσεις τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1944 εξαιτίας προβλημάτων με τον κινητήρα. Γρήγορα όμως κατέστη σαφές ότι ήταν σχεδόν ισάξιο του αεροσκάφους που είχε δημιουργήσει το Κεντρικό Ινστιτούτο. Ήταν κατά 180 kg ελαφρύτερο, γεγονός που του επέτρεψε να έχει ταχύτερο ρυθμό ανόδου και κατά 33 km/h πιο αργό στο επίπεδο της θάλασσας, αλλά μόνο 4 km/h πιο αργό στα 6000 m. Οι πτητικές δοκιμές επικύρωσαν τις τροποποιήσεις του Λαβότσκιν και έτσι το αεροσκάφος του εντάχθηκε σε παραγωγή ως «La-7», με δύο πυροβόλα ShVAK στη θέση των B-20, που δεν ήταν ακόμη έτοιμα να μπουν σε παραγωγή.[6]
Τον Μάρτιο το Εργοστάσιο Νο.381 στη Μόσχα κατασκεύασε πέντε La-7, τα τρία εκ των οποίων εντάχθηκαν άμεσα σε υπηρεσία. Το εργοστάσιο της Μόσχας ήταν το πρώτο που ολοκλήρωσε τη μετάβαση στην παραγωγή του La-7, παραδίδοντας το τελευταίο La-5FN τον Μάιο του 1944. Το Εργοστάσιο Νο.21 στο Γκόρκι καθυστέρησε αρκετά διότι διέθετε σημαντικό απόθεμα ξύλινων πτερύγων. Ποιοτικά τα πρώτα αεροσκάφη παραγωγής υστερούσαν αισθητά σε σύγκριση με το πρωτότυπο εξαιτίας προβλημάτων με τους κινητήρες, της κακής στεγανοποίησης του καλύμματος του κινητήρα και της ατράκτου καθώς και της προμήθειας ελαττωματικών ελίκων. Αεροσκάφη προερχόμενα και από τα δύο εργοστάσια αξιολογήθηκαν τον Σεπτέμβριο από το Ινστιτούτο Επιστημονικών Δοκιμών της Πολεμικής Αεροπορίας και διαπιστώθηκε πως τα προβλήματα παρέμεναν.[7]
Στα μέσα Σεπτεμβρίου 1944 ξεκίνησαν οι δοκιμές σε πολεμικές συνθήκες οι οποίες γενικά ήταν πολύ θετικές. Παρόλα αυτά τέσσερα αεροσκάφη χάθηκαν από βλάβες στους κινητήρες που γενικότερα εμφάνιζαν αρκετά προβλήματα παρά την ικανοποιητική τους χρήση με τα La-5FN. Εξαιτίας παρτίδας ελαττωματικών πτερύγων υπήρξαν έξι ατυχήματα τον Οκτώβριο, τα τέσσερα εκ των οποίων θανατηφόρα, με συνέπεια να καθηλωθούν τα La-7 μέχρι να εντοπιστεί το πρόβλημα.[8] Η παραγωγή των πρώτων αεροσκαφών οπλισμένων με τα πυροβόλα B-20 ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1945, όταν παραδόθηκαν 74 αεροσκάφη. Τα αεροσκάφη αυτά ήταν κατά 65 kg βαρύτερα από τα προηγούμενα που διέθεταν δύο πυροβόλα ShVAK, αλλά η ταχύτητα πτήσης ήταν ελαφρώς βελτιωμένη σε σχέση με τα αρχικά αεροσκάφη. Ωστόσο ο χρόνος ανόδου στα 5000 m αυξήθηκε κατά δύο δέκατα του δευτερολέπτου.
Το 63ο Αεροπορικό Σύνταγμα Μαχητικών της Φρουράς, που παρείχε αεροπορική υποστήριξη στο 1ο Μέτωπο της Βαλτικής, ξεκίνησε τις επιχειρησιακές δοκιμές των La-7 στα μέσα Σεπτεμβρίου 1944. Διατέθηκαν τριάντα αεροσκάφη για τις δοκιμές, που διήρκεσαν ένα μήνα. Στο διάστημα αυτό τα νέα μαχητικά πραγματοποίησαν 462 εξόδους και διεκδίκησαν 55 εναέριες νίκες, ενώ καταρρίφθηκαν τέσσερα La-7. Ακόμη τέσσερα χάθηκαν εξαιτίας άλλων αιτιών, που σχετίζονταν κυρίως με προβλήματα στον κινητήρα. Συνολικά τρεις πιλότοι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια των δοκιμών ανεξαρτήτως αιτίας.[8]
Σύμφωνα με τον Διοικητή του 63ου Συντάγματος και Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης Γεβγκένι Γκορμπατιούκ, «Το La-7 παρουσίασε αναμφισβήτητα πλεονεκτήματα έναντι των γερμανικών αεροσκαφών σε πολλές αερομαχίες. Εκτός αυτού, πραγματοποιήθηκαν με επιτυχία αποστολές αναγνώρισης και βομβαρδισμού. Το αεροσκάφος ξεπερνά το La-5FN σε ταχύτητα, ευελιξία και κυρίως στα χαρακτηριστικά του κατά την προσγείωση. Απαιτούνται αλλαγές στον οπλισμό του και επείγουσα επιδιόρθωση του κινητήρα του.»[8] Τα δίδυμος πυροβόλα ShVAK που προέρχονταν από το La-5 δεν ήταν πλέον αρκετά ισχυρά για να καταρρίπτονται με μία μόνο ριπή τα μεταγενέστερα και πιο βαριά θωρακισμένα γερμανικά μαχητικά, ιδίως το Focke-Wulf Fw 190, ακόμη και όταν οι Σοβιετικοί πιλότοι άνοιγαν πυρ σε αποστάσεις μόλις 50-100 m.[8]
Το 156ο Αεροπορικό Σύνταγμα της 4ης Αεροπορικής Στρατιάς ήταν η επόμενη μονάδα που παρέλαβε τα La-7 τον Οκτώβριο του 1944. Εντός του μήνα αυτού υπήρξε στιγμή κατά την οποία δεκατέσσερα αεροσκάφη ήταν καθηλωμένα εξαιτίας προβλημάτων με τους κινητήρες τους.[8] Την πρωτοχρονιά του 1945 υπήρχαν 398 La-7 σε μονάδες πρώτης γραμμής, εκ των οποίων τα 107 ήταν καθηλωμένα.[9] Μέχρι τις 9 Μαΐου 1945 ο αριθμός αυτός είχε αυξηθεί σε 967 αεροσκάφη, εκ των οποίων μόνο τα 169 ήταν καθηλωμένα.[10] Κατά την σοβιετική εισβολή στην κατεχόμενη από τους Ιάπωνες Μαντζουρία διατέθηκαν 313 La-7, αλλά μόνο 28 δεν μπορούσαν να λάβουν μέρος όταν άρχισαν οι επιχειρήσεις στις 9 Αυγούστου.[11]
Με La-7 πέταξε επίσης ο κορυφαίος Σοβιετικός «άσσος» του πολέμου, ο Ιβάν Κοζεντούμπ, σημειώνοντας με αυτό τις δεκαεπτά τελευταίες καταρρίψεις του κατά την διάρκεια του πολέμου. Κατάφερε μάλιστα να καταρρίψει και ένα γερμανικό αεριωθούμενο Me 262. Σήμερα το La-7 του Κοζεντούμπ εκτίθεται στο Αεροπορικό Μουσείο του Μονίνο στα περίχωρα της Μόσχας.
Ένα τσεχοσλοβάκικο Αεροπορικό Σύνταγμα επανεξοπλίστηκε με La-7 έπειτα από τη μετά τη συμμετοχή του στα γεγονότα της Εθνική Εξέγερση των Σλοβάκων τον Αύγουστο-Οκτώβριο του 1944.[12] Συνολικά παραδόθηκαν 56 αεροσκάφη που εξόπλισαν δύο Αεροπορικά Συντάγματα, όμως τα περισσότερα εξ αυτών παραδόθηκαν το 1945 και δεν συμμετείχαν σε επιχειρήσεις στα καταληκτικά στάδια του πολέμου.[13] Παρέμειναν σε υπηρεσία με την Τσεχοσλοβάκικη Πολεμική Αεροπορία, που εγχώρια τα ονόμασε «S-97», μέχρι το 1950. Ένα από αυτά τα αεροσκάφη αυτά εκτίθεται στο Αεροπορικό Μουσείο της Πράγας.[12] Παρά τις περί του αντιθέτου αναφορές, δεν παραδόθηκαν ποτέ La-7 στη Βόρεια Κορέα ή στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Οι αναφορές αυτές οφείλονται στην παρόμοια όψη που έχουν τα μαχητικά La-9 και La-11 που όντως διατέθηκαν στις χώρες αυτές.[14]
Ο Βρετανός πιλότος δοκιμών Έρικ Μπράουν (Eric Brown) είχε την ευκαιρία να πετάξει με ένα La-7 ενώ βρισκόταν στην Γερμανία τον Μάιο του 1945, λίγο μετά το τέλος του πολέμου στην Ευρώπη. Περιέγραψε τα πτητικά χαρακτηριστικά και τις επιδόσεις του αεροσκάφους ως «εξαιρετικά», αλλά τον οπλισμό και τα σκοπευτικά του «κάτω του μετρίου» ενώ έκρινε πως η κατά βάση ξύλινη κατασκευή του δεν θα άντεχε σε πολλά πλήγματα και πως τα όργανά του ήταν πρωτόγονα.[15]
Η παρουσία των La-7 στο μέτωπο τερμάτισε την υπεροχή σε κάθετους ελιγμούς που είχαν μέχρι τότε τα Messerschmitt Bf 109G έναντι άλλων σοβιετικών μαχητικών.[16] Επίσης τα La-7 ήταν αρκετά γρήγορα σε χαμηλά ύψη για να μπορούν να προλάβουν, έστω και με κάποια δυσκολία, τα μαχητικά-βομβαρδιστικά Focke-Wulf Fw 190 που έπλητταν τα σοβιετικά στρατεύματα που βρίσκονταν στην γραμμή του μετώπου και επέστρεφαν ταχύτατα πίσω στον ελεγχόμενο από τους Γερμανούς εναέριο χώρο. Πρέπει να σημειωθεί ότι σε αντίθεση με το La-7, τα Yakovlev Yak-3 και Yak-9U συχνά δεν μπορούσαν να προφθάσουν τα Focke-Wulf. Χάθηκαν 115 La-7 σε αερομαχίες, ενώ οι απώλειες των Yak-3 ήταν διπλάσιες.[12] Σύμφωνα με τα αρχεία της Σοβιετικής Αεροπορίας μονάχα τρία La-7 καταρρίφθηκαν σε αερομαχίες το 1944 και μόλις δέκα χάθηκαν εξαιτίας των εχθρικών αντιαεροπορικών πυρών, ενώ ακόμη 23 αεροσκάφη χάθηκαν από άλλα αίτια. Οι απώλειες σε αερομαχίες το 1945 ανέρχονται σε 79 συνολικά. Ωστόσο στους αριθμούς αυτούς δεν περιλαμβάνονται αεροσκάφη που δεν κατάφεραν να επιστρέψουν στη βάση τους ή χάθηκαν λόγω φθοράς. Οι συνολικές απώλειες που καταγράφονται από την Σοβιετική Αεροπορία μπορεί να μην δίνουν ακριβή εικόνα δεδομένου ότι απώλειες εξαιτίας της εχθρικής δράσης συχνά δηλώνονταν ως οφειλόμενες σε άλλες αιτίες, τόσο για λόγους απόκρυψης της πραγματικής κατάστασης όσο και για προπαγανδιστικούς σκοπούς.[17]
Περισσότερα από 2000 αεροσκάφη παραδόθηκαν πριν από το τέλος του πολέμου, τα περισσότερα από το Εργοστάσιο Νο.21. Συνολικά κατασκευάστηκαν 5753 αεροσκάφη,[18] μέχρι την διακοπή της παραγωγής στις αρχές του 1946.[5] ενώ υπήρξαν και 584 εκπαιδευτικά La-7UTI.[1] Δεν είναι σαφές αν τα εκπαιδευτικά περιλαμβάνονται στον ολικό αριθμό ή προσμετρώνται επιπλέον αυτού. Το ΝΑΤΟ απέδωσε στα La-7 ονομασία αναφοράς «Fin».[19]