Σελίδα της εισαγωγής του έργου, βιβλιοθήκη του Βατικανού | |
Συγγραφέας | Theodulf of Orléans |
---|---|
Τίτλος | Opus Caroli regis contra synodum |
Γλώσσα | λατινική γλώσσα |
Ημερομηνία δημοσίευσης | Δεκαετία του 790 |
Θέμα | Εικονομαχία στο Βυζάντιο |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Με τη λατινική ονομασία Libri Carolini (μετάφραση: βιβλία του Καρόλου), ή Opus Caroli regis contra synodum (το έργο του βασιλέως Καρόλου εναντίον της συνόδου) ή απλώς βιβλία του Καρλομάγνου, είναι γνωστή η τετράτομη θεολογική πραγματεία η οποία γράφτηκε υπό τον Καρλομάγνο της γερμανικής αυτοκρατορίας των Καρολιδών έναντι των αποφάσεων που πάρθηκαν το 787 κατά την Ζ´ Οικουμενική Σύνοδο -γνωστή και ως Β´ σύνοδος της Νίκαιας επί της αυτοκράτειρας Ειρήνης της Αθηναίας- από τις εκκλησιαστικές αρχές. Κατά τη σύνοδο αυτή, αποφασίστηκε η επαναφορά της λατρείας των εικόνων (αγιογραφιών) και η καταδίκη των εικονομάχων, και τα πορίσματα της έγιναν αποδεκτά από όλα τα πατριαρχεία (της Ρώμης στην επικράτεια των Καρολιδών και τα Κωνσταντινούπολης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων στην επικράτεια των Βυζαντινών) και εκκλησίες.[1] Το γραπτό αυτό είναι γνωστό για την εξαιρετικά οξεία κριτική του και επιθετικό ύφος εναντίον των αποφάσεων της Συνόδου, και εναντίον των Γραικών (Βυζαντινών), στους οποίους τα γραπτά αναφέρονται ως Γραικούς αντί για Ρωμαίους[2] όπως κατά τα πρότυπα της συγκεκριμένης περιόδου τουλάχιστον σε επίσημα έγγραφα. Η αντιπαράθεση αυτή πέρα από τη θεολογική της υπόσταση εκφράστηκε κατά τους επόμενους αιώνες σε ευρύτερα πολιτικοκοινωνικά πλαίσια με την ονομασία της Αγίας Ρωμαΐκής Αυτοκρατορίας (με απαρχή τους Καρολίδες) έναντι της υπάρχουσας Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (πλέον γνωστή ως βυζαντινή) η οποία ήταν ο φυσικός συνεχιστής του πραγματικού κράτους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Εκτός από την αποστολή τους στον Πάπα Αδριανό Α΄, ο οποίος απάντησε με μια grandis et verbosa epistola (αξιοπρεπή και λεπτομερή επιστολή) και αντέκρουσε τα επιχειρήματα του Καρλομάγνου,[3][4][5] τα χειρόγραφα του Libri Carolini δεν προωθήθηκαν και δεν έγιναν ευρύτερα γνωστά την εποχή που γράφτηκαν, και κατά τους επόμενους αιώνες πέρασαν στην αφάνεια και ήταν σχεδόν τελείως άγνωστα, έως ότου εκτυπώθηκαν για πρώτη φορά υπό τον τίτλο Eriphele (Εριφύλη) το 1549 από τον Ζαν ντυ Τιλλέ (Jean du Tillet), ο οποίος ήταν καθολικός επίσκοπος του Μω (Meaux) στη Γαλλία. Στα γραπτά αυτά εκφράζονται σε έντονο ύφος συνολικά 120 αντιρρήσεις εναντίον της Ζ´ Οικουμενικής Συνόδου με χαρακτηρισμούς όπως dementiam (άνοια), priscae Gentilitatis obsoletum errorem (μια παλιά και ξεπερασμένη παγανιστική παρανόηση), argumenta insanissima et absurdissima (πλέον παρανοϊκά και παράλογα επιχειρήματα), derisione dignas naenias (δημηγορίες αντάξιες περίγελου), κτλ.[3] Οι σύγχρονες εκδόσεις του έργου βασίζονται στο χειρόγραφο που διασώζεται στη βιβλιοθήκη του Βατικανού.[6] Την εποχή εκείνη είναι επίσης γνωστό πως ο Καρλομάγνος ήταν εξαιρετικά εκνευρισμένος με την αυτοκράτειρα Ειρήνη, διότι αυτή είχε αρνηθεί να παντρέψει τον γιο της με την κόρη του, καθώς και για την υποστήριξη που παρείχε στους Λομβαρδούς.[7]
Όταν το βιβλίο εκτυπώθηκε στα μέσα του 16ου αιώνα, εποχή κατά την οποία εξελισσόταν στην Ευρώπη η θρησκευτική Μεταρρύθμιση και η αντιπαράθεση μεταξύ ρωμαιοκαθολικών και προτεσταντών, το κείμενο προκάλεσε τόσο ενθουσιασμό όσο και σύγχυση, ενώ υιοθετήθηκε από μερίδα Προτεσταντών όπως ο Ιωάννης Καλβίνος ως πολεμική εναντίον των ρωμαιοκαθολικών και ορθοδόξων δογμάτων.[8]
Το έργο ξεκινά με τη φράση του κολοφώνα, Εις το όνομα του Κυρίου και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού ξεκίνησε η εργασία του πλέον επιφανούς, ευειδούς και ενδόξου αντρός Καρόλου, με τη χάρη του Θεού βασιλέα των Φράγκων, Γαλατών, Γερμανών, Ιταλών, και γειτονικών επαρχιών, με τη βοήθεια του βασιλέως, εναντίον της Συνόδου εις την οποία τα μέλη των Γραικών σταθερά και υπερηφάνως αποφασίσαν υπέρ της λατρείας των εικόνων παράτολμα και αλαζονικά, και μετέπειτα ακολουθεί η εισαγωγή του Καρλομάγνου.[9]
Κατά μερίδα συγχρόνων ιστορικών το κείμενο γράφτηκε από τον Θεοδόλφο της Ορλεάνης για λογαριασμό του Καρλομάγνου,[10][11][12][5][2] ο οποίος ήταν συγγραφέας και ποιητής ισπανικής βισιγοτθικής καταγωγής, και για τον οποίο υπάρχουν αναφορές περί λειτουργικής στο έργο. Είναι επίσης πιθανό πως το έργο αποτελεί συλλογικό έργο από διαφόρους συγγραφείς οι οποίοι το εξέδωσαν στο όνομα του Καρλομάγνου, εξ αυτών των συγγραφέων ωστόσο ο Θεοδόλφος φαίνεται να είναι ο πιθανότερος.[10]
Κατά το παρελθόν, ως πιθανός συγγραφέας θεωρούνταν επίσης ο Άνγκιλραμ, επίσκοπος του Μεζ (Metz) στη Γαλλία, τότε τμήμα της αυτοκρατορίας των Καρολιδών, ή εν τέλει κάποιοι άλλοι Φράγκοι επίσκοποι, με την υπόθεση πως, αφότου ο Πάπας Αδριανός Α´ έστειλε τα πορίσματα της συνόδου στον Καρλομάγνο το 790, ο Καρλομάγνος τα παρέδωσε στους Φράγκους επισκόπους προς εξέταση, και ως αποτέλεσμα προέκυψαν τα Libri Carolini, τα οποία στάλθηκαν ως απάντηση στον Πάπα.
Άλλος πιθανός υποψήφιος συγγραφέας είναι ο εξέχων λόγιος του Καρλομάγνου Αλκουίνος της Υόρκης,[5] καθώς είχε γράψει βιβλία με παρόμοιο περιεχόμενο και υπάρχουν πολλές ομοιότητες μεταξύ των σχολίων του στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον και αποσπάσματος από την 6η ενότητα του 4ου βιβλίου των Libri Carolini.[13]
Σύμφωνα με το σύγγραμμα, οι αγιογραφίες μπορούν να χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς της εκκλησιαστικής διακόσμησης, για τους σκοπούς διδασκαλίας, καθώς και προς διατήρηση της μνήμης των παρελθόντων γεγονότων. Είναι ανόητο ωστόσο να καίγεται θυμίαμα μπροστά τους και να προβάλλονται υπερβολικά, καθώς και είναι επίσης λάθος να καταστρέφονται. Οι πλέον ισχυρές αντιρρήσεις στο γραπτό επικεντρώνονται εναντίον της λατρείας των εικόνων -όρος που δεν χρησιμοποιείται στα πορίσματα της Οικουμενικής Συνόδου- και πως η λατρεία πρέπει να περιορίζεται μονάχα στον ίδιο τον Θεό και παράλληλα η κατάνυξη να εκφράζεται μόνο σε σχέση με τους ίδιους τους αγίους, άγια σύμβολα, γραφή, και ιερά λείψανα. Η ελληνική λέξη που χρησιμοποιήθηκε στα πορίσματα της Συνόδου ήταν προσκύνησις η οποία χρησιμοποιήθηκε με την έννοια της ευλάβειας αντί της λατρείας.[7]
Επιπλέον τα Libri Carolini επιτίθενται στην όπως τη χαρακτηρίζουν υπερβολική ευλάβεια την οποία οι Γραικοί δείχνουν στους αυτοκράτορες τους, ασκούν κριτική στον διορισμό του Ταράσιου ως πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και βρίσκουν εσφαλμένη την πατριστική εξήγηση των Γραικών. Επιπλέον υπάρχει σύγχυση μεταξύ δηλώσεων που έγινε κατά την Ζ´ Οικουμενικής Συνόδου και της μη οικουμενικής του 754 (σύνοδος της Ιερείας, υπέρ των εικονομάχων), υπάρχουν συχνές παρερμηνείες γεγονότων, και γενικότερα εκφράζεται έντονο αντιγραικικό/αντιελληνικό αίσθημα.[7]
Τα διάφορα εικονόδουλα επιχειρήματα της Συνόδου απορρίπτονται, όπως για παράδειγμα πως υπάρχει ευλάβεια προς το αντικείμενο της κιβωτού της Διαθήκης, καθώς η κιβωτός θεωρείται πως σχεδιάστηκε από τον ίδιο τον Θεό, ενώ οι εικόνες αποτελούν ανθρώπινο προϊόν. Το συγκεκριμένο επιχείρημα συνδέεται με την υποψηφιότητα του Θεοδόλφου της Ορλεάνης ως πιθανού συγγραφέα.[14]
Τα γενικότερα περιεχόμενα του έργου ερμηνεύτηκαν ως υποστηρικτικά του Προτεσταντισμού από τον Καλβίνο και άλλους αντίθετους με τη χρήση εικόνων κατά τη διάρκεια της θρησκευτικής μεταρρύθμισης. Παράλληλα το έργο τοποθετήθηκε στον κατάλογο απαγορευμένων βιβλίων του Βατικανού όπου παρέμεινε έως και το 1900.[15][16]
Κατά την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία η έντυπη έκδοση του 16ου αιώνα δεν αντιστοιχεί στην έκδοση που στάλθηκε στον Πάπα Αδριανό Α´ από τον Καρλομάγνο, τα επιχειρήματα του οποίου ο Πάπας σχεδίαζε να αντικρούσει. Το επιχείρημα αυτό αναπτύχθηκε από τον Καρλ Γιόζεφ φον Χέφελε, Γερμανό ρωμαιοκαθολικό επίσκοπο και θεολόγο του 19ου αιώνα, ο οποίος παρατήρησε πως τα περιεχόμενα που στάλθηκαν προς τον Πάπα έχουν τελείως διαφορετική σειρά, ενώ αποτελούνται μονάχα από 85 κεφάλαια,[7] ενώ τα έντυπα βιβλία έχουν 120 ή 121 ανάλογα με το αν το τελευταίο κεφάλαιο θεωρείται αυθεντικό. Επιπλέον, τα αποφθέγματα του χειρογράφου του Libri Carolini που παραθέτονται στην απάντηση του Αδριανού, δεν συναντώνται κατά λέξη στο έντυπο Libri Carolini, άλλα ανά περίπτωση είναι πιο περιγραφικά ή πιο σύντομα.[13]
Ο Διονύσιος Πετάβιος, Γάλλος Ιησουίτης θεολόγος του 16ου/17ου αιώνα, γνωστός και ως Ντενί Πετό (Denis Pétau), εκτίμησε πως τα γραπτά που έλαβε ο Πάπας Αδριανός πιθανώς ήταν κάποια αποσπάσματα από το Libri Carolini, τα οποία συνέταξε η σύνοδος της Φρανκφούρτης το 794 υπό τον Καρλομάγνο, στην οποία συμμετείχε η φραγκική ιερατική ιεραρχία και η οποία αντιτάχθηκε στα πορίσματα της Ζ´ Οικουμενικής Συνόδου.[4] Σε σχέση με την υπόθεση του Πετάβιου, ο Χέφελε καταλήγει στο ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα, πως δηλαδή τα Libri Carolini αποτελούν επέκταση των γραπτών που στάλθηκαν στον Πάπα και πως η επέκταση αυτή έγινε από τον Καρλομάγνο.
Γενικά, η αυθεντικότητα των Libri Carolini αμφισβητήθηκε στο σύνολό της από πολλούς ρωμαιοκαθολικούς ιστορικούς του 16ου αιώνα όπως ο Καίσαρ Βαρόνιος, Ρομπέρτο Μπελαρμίνο, Σεβερίν Μπίνιος, και Λαρεύντιο Σούριο.
Ωστόσο υπέρ της γνησιότητας του κειμένου συνηγορεί το ότι ορισμένα τμήματα της έντυπης έκδοσης συναντώνται στα γραπτά του Χίνκμαρ, αρχιεπισκόπου της Ρεμς κατά τον 9ο αιώνα και προεξέχουσας μορφής της φραγκικής θεολογίας.[13]
Έχει γίνει η υπόθεση πως το έργο απαντά σε μια πολύ κακή λατινική μετάφραση των αποφάσεων της Ζ´ Οικουμενικής Συνόδου. Συγκεκριμένο παράδειγμα αποτελεί η απόδοση της λέξης προσκύνησις ως λατρείας αντί ευλάβειας, ενώ σε ό,τι αφορά τη λατρεία είχε προσδιοριστεί στη Σύνοδο πως αυτή προορίζεται μόνο για τις υποστάσεις της Αγίας Τριάδος.[17] Επιπλέον φαίνεται να υπάρχει σύγχυση ανάμεσα στις διάφορες συνόδους (εικονόφιλη Ζ´ Οικουμενική το 787, και εικονομαχική και μη οικουμενική Σύνοδος της Ιερείας το 754), τι συνέβη σε κάθε μια, και ποιος είπε τι πότε, όπως π.χ. αποδίδεται στον Γρηγόριο Νεοκαισαρείας ότι ήταν υπέρ της εικονομαχίας το 754, ενώ στην πραγματικότητα ο Γρηγόριος συμμετείχε στη σύνοδο του 787 διαβάζοντας αποσπάσματα από τη σύνοδο του 754 όντας επικριτικός προς τους εικονομάχους.[13]
Γενικά η όλη μετάφραση βρίθει σφαλμάτων και πιθανώς έγινε από κάποιον που δεν γνώριζε καλά λατινικά, ενώ τα ελληνικά του ήταν ακόμα χειρότερα, και έτσι συχνά κατέφυγε σε απλή μετάφραση λέξη προς λέξη αντί να αποδίδει τις ευρύτερες έννοιες των φράσεων.[13][4][5]
Άλλα παραδείγματα σφαλμάτων βρίσκονται παρακάτω: