Osmoderma eremita | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Osmoderma eremita
| ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Osmoderma eremita (Scopoli 1763) |
Η Osmoderma eremita είναι έντομο από την τάξη των κολεοπτέρων και την οικογένεια των Cetoniidae.
Το σπάνιο έντομο, που εξαιτίας του τρόπου ζωής του ονομάζεται ερημίτης, είναι ένα από τα λίγα κολεόπτερα, που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα ΙΙ [1] και ΙV [2] της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ [3] ως είδος «κοινοτικού ενδιαφέροντος», και μάλιστα «είδος προτεραιότητας (με αστερίσκο)».
Στην Ευρώπη ζουν τρία υποείδη της Osmoderma eremita, O. eremita eremita, O. eremita lassallei και O. eremita christinae [4]. Πιθανολογείται η ύπαρξη ενός τέταρτου υποείδους O. eremita italica, αλλά οι σχετικές έρευνες με r-DNA (ριβοσωμικό DNA) ακόμα δεν έχουν τελειώσει [5].
Με αυτά τα λίγα λόγια στα λατινικά ο Giovanni Baptista Scopoli περιέγραφε το 1763 την Osmoderma eremita για πρώτη φορά. Τη βρήκε σε κουφάλα κορμού αχλαδιάς [6].
Οι ελασματοειδές κεραίες - γνωστές από τα κοπροφάγα κολεόπτερα-, τα ισχυρά πόδια εξειδικευμένα για σκάψιμο και η μορφή των προνυμφών, καθιστούν την Osmoderma μέλος της υπεροικογένειας Scarabaeoidae.
Το κολεόπτερο έχει μήκος 14 έως 39 χιλιοστόμετρα και φάρδος 14 έως 19 χιλιοστόμετρα. Όλο το σώμα έχει σκούρο χρωματισμό με ασθενείς αποχρώσεις μεταλλικού, γεγονός που βοηθάει πολύ στο να παραμένει το έντομο απαρατήρητο. Το κεφάλι, το πρόνωτο και τα έλυτρα είναι άτακτα στρωμένα με πολύ μικρά βαθουλώματα με σχήμα κουκίδας και κατά μέρος είναι ρυτιδωμένα.
Το κεφάλι στην μπροστινή ακμή είναι φαρδύ και λυγισμένο προς τα πάνω. Μετά στενεύει προς την άρθρωση όπου φύονται οι κεραίες. Πάνω από αυτήν υπάρχει μια μικρή καμπούρα. Πίσω από τις κεραίες το κεφάλι έχει το μεγαλύτερο πλάτος. Εκεί βρίσκονται οι μεγάλοι ημισφαιρικοί σύνθετοι οφθαλμοί. Όπως φαίνεται στην Εικόνα 3, μια στενή λωρίδα εισβάλλει προς τα έξω στο μάτι. Τα μικρά άνω σαγόνια που δείχνουν προς τα μπροστά δεν φαίνονται από πάνω, αλλά ξεπροβάλλουν μόνο οι γναθικές προσακτρίδες.
Οι κεραίες (Εικόνα 3) συνίστανται από 10 άρθρα: το πρώτο, ο σκάπος, είναι δυνατό, μακρύ και έχει σχήμα μπαστουνιού με μακριές τρίχες. Το δεύτερο, ο ποδίσκος, είναι πιο μικρό και βολβοειδές. Τα επόμενα πέντε άρθρα του μαστιγίου είναι ακόμα πιο μικρά και σμίγουν σφιχτά το ένα στο άλλο ούτως ώστε το μαστίγιο ως ενότητα κατά το μήκος του να γίνεται πιο παχύ. Τα τελευταία τρία τμήματα αποτελούν το λεγόμενο ρόπαλο. Το προτελευταίο άρθρο επιμηκύνεται σε ωοειδή δίσκο προς τα μπροστά και τα δυο γειτονικά άρθρα σμίγουν κοντά σε αυτό το δίσκο, σχηματίζοντας τα τρία μαζί με το ρόπαλο σε σχήμα αδραχτιού. Τα τρία μέρη λέγονται ελάσματα, μπορούν να εξαπλωθούν λίγο μεταξύ τους και είναι όργανα οσφρήσεως. Είναι γυαλιστερά και φοράνε μόνο λίγες μακρές τρίχες.
Το πρόνωτο στην μπροστινή πλευρά είναι μόνο λίγο πιο πλατύ από το κεφάλι, μετά όμως κυρτό προς τα έξω ενώ γρήγορα γίνεται πιο πλατύ μέχρι να φτάσει περίπου διπλάσιο φάρδος λίγο πριν από τη μέση του. Προς τη βάση του πάλι στενεύει, αλλά ίσια και μόνο λίγο. Στη βάση το πρόνωτο κυμαίνεται σχεδόν κατά ολόκληρο το φάρδος του προς τα έξω, μόνο κοντά στις φανερές πισινές γωνιές του προνώτου κυμαίνεται λίγο προς τα μέσα. Είναι μόνο λίγο κυρτό και στις πλευρές φέρει χείλος. Στη μέση βρίσκεται κατά μήκος μεταξύ δυο εξογκωμάτων ένα αυλάκι. Το αυλάκι, τα εξογκώματα και οι δυο καμπούρες στο κεφάλι είναι πιο έντονα στα αρσενικά παρά στα θηλυκά (Φυλετικός διμορφισμός, Εικόνα 1 και Εικόνα 2). Στο μπροστινό μέρος δίπλα στα εξογκώματα έχει από ένα πολύ χαμηλό φούσκωμα.
Τα δυο έλυτρα μαζί έχουν περίπου μιάμιση φορά το φάρδος της βάσης του προνώτου. Είναι εκτεταμένα στις εξωτερικές πλευρές στη βάση, σχηματίζοντας τους λεγόμενους ώμους, και επίσης στις εξωτερικές πλευρές στην πισινή άκρη των ελύτρων. Τα εξογκώματα αυτά δημιουργούνται μόνο στις πλευρές, ενώ προς τα πάνω δεν εμφανίζονται. Κοιτάζοντας από πάνω τα έλυτρα αφήνουν ακάλυπτο ένα μέρος τις κοιλιάς στις πλευρές και πίσω. Στη βάση αγκαλιάζουν το αρκετά μεγάλο θυρεό. Αυτός έχει σχήμα στενού τριγώνου με οξεία άκρη και ρηχό αυλάκι κατά μήκος.
Στα πόδια τα ισχία, οι μηροί, και οι κνήμες, είναι γερά. Οι τελευταίες φέρουν δόντια και άκανθα. Σχετικά με αυτά οι ταρσοί, που όλοι έχουν πέντε φανερά τμήματα, φαίνονται ασθενείς. Οι μεσαίες και πισινές κνήμες καταλήγουν να κόβονται ξαφνικά και απότομα και οι κοφτερές άκρες επεκτείνονται σε μύτες. Οι μπροστινές κνήμες (Εικόνα 4) έχουν στην εξωτερική πλευρά τρία πλατιά δόντια, που λειτουργούν σαν φτυάρι για σκάψιμο. Περίπου απέναντι από το τελευταίο δόντι βρίσκεται ένα ισχυρό άκανθο. Οι μεσαίες και πισινές κνήμες (Εικόνα 6) έχουν κοντά στους ταρσούς από δυο άκανθα, το ένα κοντά στον άλλο. Στην εξωτερική πλευρά μπορεί να έχουν μικρά δόντια.
Κάτω από την κοιλιά φαίνονται μόνο έξι στερνίτες. Τα μπροστινά ισχία τείνουν προς τα κάτω, τα μεσαία ισχία σχηματίζουν περίπου ορθή γωνία με τον άξονα του σώματος, και τα πισινά ισχία κοντεύουν το ένα στο άλλο. Τα στίγματα (Εικόνα 5), τα ανοίγματα του αναπνευστικού συστήματος, δεν βρίσκονται μεταξύ στερνίτων και τεργίτων, αλλά στις καλά χιτινισμένες πλευρές των στερνίτων [7] [8].
Η Osmoderma eremita ζει σε κουφάλες δέντρων, και πολλές φορές δεν βγαίνει από αυτές σε όλη την διάρκεια της ζωής της. Η παρουσία της γίνεται αντιληπτή από τη μυρωδιά που παράγεται από τα αρσενικά για να προσελκύσουν τα θηλυκά. Η μυρωδιά περιγράφεται σαν αυτή του δέρματος Ρωσσίας (αγγλικά Russia leather, γερμανικά Juchtenleder) ή του βερίκοκου. Όποιος κατά τύχη βρίσκει το έντομο και συγχρόνως διακρίνει τη μυρωδιά αυτή του εντόμου, δεν την ξεχνάει ποτέ.
Τα αρσενικά τις ζεστές μέρες, κάθονται στο άνοιγμα της κουφάλας έτσι ώστε να εξατμίζεται η ουσία που παράγει τη χαρακτηριστική μυρωδιά, που γίνεται αντιληπτή από τα θηλυκά σε απόσταση μέχρι και 1.000 μέτρων. Η σύζευξη γίνεται στην κουφάλα.
Το θηλυκό τοποθετεί 20 μέχρι 80 αυγά στο ιδιαίτερο χούμο που δημιουργείται στα δέντρα από το σάπιο ξύλο με την βοήθεια μυκήτων μούχλας και λέγεται μαύρος χούμος (wood mould, Schwarzer Mull). Τα αυγά αρχικά είναι θαμπά άσπρα, μετά κιτρινίζουν και αυξάνουν στο μέγεθός τους οπότε και φτάνουν μέχρι πέντε χιλιοστά διάμετρο. Στο πρώτο προνυμφικό στάδιο οι προνύμφες έχουν μήκος 6 χιλιοστών. Ζουν στα κατώτερα υγρά στρώματα του χούμου, και τρώνε από αυτόν κοντά στο τοίχωμα της κουφάλας, μεγαλώνοντάς το με αυτήν την ενέργεια. Μαζί με τον χούμο τρώνε την μούχλα και με αυτό τον τρόπο, πιθανόν βελτιώνουν τις συνθήκες ζωής για το δέντρο.
Στο τρίτο και τελευταίο προνυμφικό στάδιο (Εικόνα 8) οι προνύμφες μπορεί να φτάνουν τα 75 χιλιοστά μήκος και τα 12 γραμμάρια βάρος. Κατά το τέλος της προνυμφιακής ζωής που στις Βόρειες χώρες μπορεί να έχει διάρκεια τεσσάρων χρόνων, το φθινόπωρο η προνύμφη κολλάει χούμο με τα περιττώματά της δημιουργώντας έτσι ένα κουκούλι, που από μέσα είναι λείο. Σε αυτό το κουκούλι παραμένει το χειμώνα. Μπορεί να αντέξει μέχρι 8 βαθμούς κάτω από το μηδέν. Την άνοιξη βγαίνει η πλαγγόνα, και λίγο μετά με την τελευταία έκδυση βγαίνει το ακμαίο (εικόνες από την προνύμφη, το κουκούλι και το κόπρο.
Εξαρτάται από τον αριθμό κολεοπτέρων και την ποσότητα διαθέσιμου χούμου το αν τα ακμαία μείνουν στη κουφάλα ή μεταναστεύσουν σε άλλη κουφάλα, κάτι που συμβαίνει σε περίπου 15 τις εκατό των ζώων. Εάν υπάρχει αρκετός χούμος, μερικές εκατοντάδες από τα έντομα μπορούν να ζουν στο ίδιο δένδρο. Σε περίπτωση σχετικά πολλών ζώων παρατηρείται και κανιβαλισμός στις προνύμφες. Τα κολεόπτερα στην κουφάλα κινούνται στην επιφάνεια ή μέσα στο χούμο. Είναι ενεργά από το πρωί μέχρι την νύχτα, κυρίως όταν κάνει ζέστη. Σχετικά με το ρυθμό ενεργητικότητας πιθανόν υπάρχει διαφοροποίηση ανάλογα με τις περιοχές όπου συναντούμε το έντομο.
Η αναλογία του αριθμού αρσενικών και θηλυκών είναι περίπου 1:1, αλλά έξω από την κουφάλα συναντούμε περισσότερα θηλυκά. Πετάνε μόνο όταν κάνει πολλή ζέστη, και τότε δεν βρίσκονται μόνο κοντά στη κουφάλα, αλλά και σε άνθη λουλουδιών στη γειτονιά. Συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, απέχουν το πολύ 200 μέτρα από την κουφάλα. Υποτίθεται πως σε ανάγκη καινούργιας κουφάλας μπορούν να καλύψουν μια απόσταση, μέχρι δυο χιλιόμετρα. Πετάνε από το Μάιο μέχρι τον Αύγουστο, ιδιαίτερα τον Ιούλιο. Τα αρσενικά ενήλικα ζουν μόνο δυο με τρεις εβδομάδες, τα θηλυκά μέχρι τρεις μήνες. Η κατανάλωση τροφής σε αυτό το διάστημα δεν είναι αναγκαία και γίνεται μόνο κατ´ εξαίρεση[9][10][11][12].
Η Osmoderma αποδέχεται κάθε κατάλληλη κουφάλα. Σημασία δεν έχει το είδος δέντρου, αλλά η ποσότητα χούμου. Τέτοιες κουφάλες βρίσκονται κυρίως σε φυλλοφόρα δέντρα, και ιδιαίτερα στα είδη που εύκολα χάνουν τα κλαδιά τους, πράγμα που διευκολύνει το σχηματισμό κουφάλων. Τέτοια δέντρα είναι λ.χ. η βελανιδιά ή ο πλάτανος. Αλλά και σε αείφυλλα δέντρα μπορούμε να συναντήσουμε το κολεόπτερο, λ.χ. στα έλατα (Abies cephalonica) και στον ίταμο (μαυρέλατο, Taxus baccata). Επίσης σε περίπτωση εισαγωγής δέντρων που είναι ξένα στη περιοχή όπου συναντάμε το έντομο, τα έντομα αποδέχονται κουφάλες και σε αυτά τα δέντρα. Προτιμούνε κουφάλες με περισσότερα από 50 λίτρα χούμο, ο οποίος πρέπει να έχει αρκετή υγρασία, αλλά απαγορεύεται να γίνεται γλιστερή. Τα ζώα προτιμούν κουφάλες σε ύψος μεταξύ 6 και 12 μέτρων. Αν για κάποιο λόγο (ηλικία, κακοκαιρία, κόψιμο) το δέντρο πέσει και η κουφάλα βρίσκεται κοντά στο έδαφος, οι προνύμφες μπορούν να ολοκληρώσουν τη μεταμόρφωση τους, αλλά το είδος γρήγορα χάνεται και άλλα είδη εισβάλουν στη κουφάλα.
Είναι αυτονόητο, πως για τέτοιες κουφάλες τα δέντρα πρέπει να έχουν μεγάλη διάμετρο και επομένως μεγάλη ηλικία. Για την ηλικία σημειώνονται 150 μέχρι 200 έτη και για τη διάμετρο του κορμού 50 μέχρι 100 εκατοστά. Αυτά τα νούμερα βέβαια εξαρτώνται από τα διαθέσιμα δέντρα. Στην Ελλάδα συναντούμε το έντομο σε πλάτανους με πολύ μεγαλύτερη διάμετρο. Αναφέρονται όμως και ευρήματα του εντόμου σε δέντρα με μικρότερη διάμετρο (Εικόνες από δέντρα ξενιστές[13][14][15]).
Ένα καλό δέντρο ξενιστής, μπορεί να φιλοξενεί το κολεόπτερο για δεκάδες χρόνια, μπορεί και πάνω από εκατό. Το σύνολο του ζώου σε ένα δέντρο λέγεται populatio (πληθυσμός), το σύνολο του κολεοπτέρου σε μια περιοχή εξαπλώσεως λέγεται metapopulatio (μεταπληθυσμός). Ο αριθμός του populatio μπορεί να κυμαίνεται πολύ από χρόνο σε χρόνο, ο αριθμός του metapopulatio παραμένει σχετικά σταθερός.
Τουλάχιστον στη Μέση Ευρώπη το κολεόπτερο αρχικά ζούσε στα δάση κοντά στα ποτάμια. Με αυτά η εξάπλωση του κάλυπτε μια μεγάλη και ενιαία περιοχή. Με την ανθρώπινη δραστηριότητα αυτή η περιοχή άρχισε να κόβεται σε ξεχωριστές περιοχές και μεταμορφώθηκε βασικά, έτσι ώστε το έντομο αναγκάστηκε να ζει στους κήπους όπου υπάρχουν ακόμα παλιά δέντρα. Τέτοιοι τόποι είναι λ.χ. οι κήποι που ανήκουν σε κάποια ανάκτορα και σήμερα κατά κανόνα είναι απομονωμένες περιοχές. Εξ αιτίας του ενδιαφέροντος του κολεοπτέρου σε ευρωπαϊκό επίπεδο αυτά τα μέρη παρακολουθούνται κατά ένα σχετικά καλό επίπεδο. Σκοπός της ιστοσελίδας Eremit-Net [16] είναι να δημοσιευτούν όλα τα επίκαιρα στοιχεία για τη Osmoderma eremita.
Συναντάμε το γένος Osmoderma στην Ευρώπη, στην Ασία και στην ανατολή της Βόρειας Αμερικής, το είδος O. eremita μόνο στην Ευρώπη. Η παρουσία του δε θεωρείται να είναι κάπου κοινή και οι περιοχές όπου το συναντούμε είναι αρκετά απομονωμένες και περιορισμένες σε επέκταση. Στην Ελλάδα το έντομο αυτό βρέθηκε στην Πελοπόννησο, στην Κατάρα, στα βουνά Όσσα και Όλυμπο, σε ύψος 100 μέχρι 1.700 μέτρα, ιδιαίτερα σε δάση βουνών με οξιές, καστανιές και έλατα. Σίγουρα υπάρχει και αλλού, αλλά και εδώ τα κατάλληλα δέντρα γίνονται όλο και σπανιότερα[17].
Στα εμέσματα κουκουβαγιών βρέθηκαν υπολείμματα του εξωσκελετού της Osmoderma eremita και πιθανώς και άλλα ζώα τρώνε το έντομο. Επίσης είναι γνωστό ένα είδος σκουληκιού (Nematodae) που ως παράσιτο του κολεοπτέρου προκαλεί το θάνατο αυτού. Αλλά οι ειδικοί συμφωνούν πως η αιτία για τη βαθμιαία εξαφάνισή του είναι ο άνθρωπος. Η φροντίδα των δημόσιων κήπων και η καλλιέργεια των παρθενικών δασών χειροτερεύουν τη βάση ζωής του εντόμου.
Η Osmoderma eremita προστατεύεται εδώ και χρόνια από το νόμο σε πολλές χώρες και επίσης σε διεθνές επίπεδο με την σύμβαση της Βέρνης (Convention relative à la conservation de la vie sauvage et du milieu naturel de L'Europe. Bern, 19.IX.1979 [18]), που υπογράφτηκε από τη Ελλάδα το 1983. Σήμερα προστατεύεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο από την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ [19]. Αναγνωρίστηκε πως το κολεόπτερο αυτό αντιπροσωπεύει πολλά ξυλόφαγα έντομα και ιδιαίτερα αυτά που τρώνε σάπιο ξύλο. Από την παρακολούθηση, αξιολόγηση (Monitoring) και προστασία του είδος ωφελούνται και τα άλλα είδη.
Τα περιττώματα του εντόμου με τη δραστηριότητά του γρήγορα ανακατεύονται με το χούμο της κουφάλας όπου ζει, και αναγνωρίζονται σχετικά εύκολα από το σχήμα και το μέγεθός τους. Δυστυχώς λόγω του μεγάλου ύψος των κουφαλών, αυτές είναι δύσκολα ή καθόλου προσιτές. Και το να έχει περιττώματα δεν πρέπει να σημαίνει, πως υπάρχει και το κολεόπτερο, καθώς αυτά μπορεί και να προέρχονται από φωλιές που δεν κατοικούνται πια. Γι´αυτό για το Monitoring προτείνονται τρία μέτρα:
Συμφώνως προς την Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιοχές όπου συναντούμε την Osmoderma eremita θα έπρεπε να καθιερώνονται ως προστατευμένες περιοχές. Ειδικά τα δέντρα που κατοικούνται από το έντομο θέλουν προστασία. Πρέπει όμως να υπάρχουν δέντρα για αναγκαία μετανάστευση και άμεσα και για τις επόμενες δεκαετίες. Έτσι με τη σχεδίαση της δασικής εκμετάλλευσης πρέπει να εξασφαλιστεί η διατήρηση, όχι μόνο μερικών παλιών δέντρων, αλλά και δέντρων κάθε ηλικίας και μάλιστα σε μικρές αποστάσεις και με μεγάλες επεκτάσεις. Με το ευρωπαϊκό δίκτυο "NATURA 2000" προβλέπεται η προστασία ειδών και φυσικών τύπων οικοτόπων (habitats) μέσω ενός δικτύου προστατευόμενων περιοχών. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται ολοκληρωμένη προστασία της βιοποικιλότητας [20].
Σε δημόσιους κήπους, σε περίπτωση ανάγκης πρέπει να ληφθεί υπόψιν και η παράκαμψη ενός δρόμου αντί για την απομάκρυνση κάποιου δέντρου και προτιμότερο είναι το κόψιμο μερικών κλαδιών παρά ολόκληρου του δέντρου. Και εάν το τελευταίο είναι απολύτως αναγκαίο, να γίνεται προσπάθεια να μεταφερθούν οι προνύμφες με το χούμο σε άλλη κουφάλα[21].