Το λογότυπο της «Stanley Gibbons». | |
Νομική μορφή | Δημόσια Εταιρία (Εναλλακτική Αγορά Επενδύσεων) |
---|---|
Κλάδος | Εξειδικευμένο λιανικό εμπόριο |
Ίδρυση | 1856 |
Ιδρυτής | Εδουάρδος Στάνλεϊ Γκίμπονς (Edward Stanley Gibbons) |
Έδρα | Τζέρσεϊ, Ringwood & Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο |
Αριθμός τοποθεσιών | Χονγκ Κονγκ, Σιγκαπούρη, Ηνωμένες Πολιτείες |
Προϊόντα/ Υπηρεσίες | Γραμματόσημα |
Θυγατρικές | «Stanley Gibbons Limited» |
Ιστότοπος | www.stanleygibbons.com |
Μέσα κοινωνικής δικτύωσης | |
Πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Η Stanley Gibbons Group plc ή απλά Stanley Gibbons και ακόμα απλούστερα Gibbons, είναι μια εταιρεία καταχωρημένη στην Εναλλακτική Αγορά Επενδύσεων (Alternative Investment Market (AIM)) του Χρηματιστηρίου Αξιών του Λονδίνου (London Stock Exchange) και η οποία ειδικεύεται στην λιανική πώληση των συλλεκτικών γραμματοσήμων και παρόμοιων προϊόντων.[1] Ο όμιλος ενσωματώθηκε στο Τζέρσεϊ, αλλά, με γραφεία στο Λονδίνο, Ρίνγκγουντ στο Χάμφσαϊρ και στο Γκέρνσεϊ. Επίσης, έχουν πρόσφατα ανοίξει νέα γραφεία στο Χονγκ Κονγκ και τη Σιγκαπούρη. Η εταιρεία είναι σημαντικός αντιπρόσωπος γραμματοσήμων και φιλοτελικός εκδότης. Η φιλοτελική θυγατρική εταιρεία της εταιρείας, «Stanley Gibbons Limited», έχει Βασιλικό Ένταλμα από την Ελισάβετ Β΄.
Η εταιρεία έχει μια μακρά εταιρική ιστορία, έχοντας ξεκινήσει το 1856, ως αποκλειστική εμπορική επιχείρηση, η οποία ανήκε στον Εδουάρδο Στάνλεϊ Γκίμπονς (Edward Stanley Gibbons) και τώρα, είναι μια εισηγμένη εταιρεία, με μια σειρά από θυγατρικές.
Η επιχείρηση ξεκίνησε όταν ο Εδουάρδος Στάνλεϊ Γκίμπονς (Edward Stanley Gibbons), εργάσθηκε ως βοηθός στο φαρμακείο του πατέρα του στο Πλύμουθ και εκεί ο νεαρός Γκίμπονς, δημιούργησε ένα πάγκο πώλησης γραμματοσήμων.[2] Το 1863, ήταν αρκετά τυχερός να αγοράσει από δύο ναύτες, ένα σάκο γεμάτο με σπάνια τριγωνικά γραμματόσημα από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος (Cape of Good Hope).[2]
Το 1874, ο Γκίμπονς μετακόμισε σε ένα οίκημα πλησίον του Κλάφαμ Κόμον[Σημ. 2] στο Νότιο Λονδίνο και το 1876, επέστρεψε πάλι στην οδό Γκάουερ στο Μπλούμσμπιουρι, πλησίον του Βρετανικού Μουσείου.
Περί το 1890, ο Στάνλεϊ Γκίμπονς αποφάσισε να συνταξιοδοτηθεί και η επιχείρηση πωλήθηκε για £25.000, στον Κάρολο Τζέιμς Φίλιπς (Charles James Phillips).[Σημ. 3] Διευθύνων Σύμβουλος έγινε ο Φίλιπς και ο Γκίμπονς, Πρόεδρος.[2]
Το 1891, ανοίχθηκε ένα κατάστημα στον αριθμό 435 του Στραντ,[Σημ. 4] επιπλέον του καταστήματος στην οδό Γκάουερ και το 1893, το κατάστημα και τα γραφεία συγχωνεύθηκαν στον αριθμό 391 του Στραντ, όπου οι χώροι λιανικής πώλησης της εταιρείας παρέμειναν για πολλά χρόνια, έως ότου μετακόμισαν στο αριθμό 399 του Στραντ.
Το 1906, άνοιξε το τμήμα νέων εκδόσεων.
Το 1914, η εταιρεία έλαβε Βασιλικό Ένταλμα από τον Γεώργιο Ε΄.[2]
Το 1956, η εταιρεία γιόρτασε την εκατονταετηρίδα της, με μία έκθεση στο ξενοδοχείο «Waldorf Hotel», η οποία άνοιξε από τον Σερ Τζον Ουίλσον.[Σημ. 6] Είναι εκείνο το έτος, που η Βασίλισσα Ελισάβετ Β΄, παραχωρεί το Βασιλικό ένταλμα διορισμού της, στην «Stanley Gibbons Ltd.» ως τον φιλοτελιστή της.[3]
Το 1967, ο εμπορικός οίκος επεκτάθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες σε μια κοινοπραξία με την εκδοτική «Whitman Publishing». Παρήχθησαν ένα περιοδικό και κατάλογοι.
Το 1968, η πρωτύτερα ιδιωτικά κατεχόμενη «Stanley Gibbons Limited», εισήχθη στο χρηματιστήριο μέσα από ένα διαγωνισμό που διοργανώθηκε από την «S.G. Warburg & Co. Ltd». Η προσφορά ήταν μια τεράστια επιτυχία και υπερκαλύφθηκε πέντε φορές. Οι μετοχές πωλήθηκαν έναντι 20 σελινιών, αντί της κατώτατης τιμής προσφοράς των 12 σελινιών και 6 πεννών.[4] Εκτιμήθηκε ότι υπήρχαν 30-35 μερισματούχοι πριν από την προσφορά και εξακολουθούσαν να κατέχουν το 66% του μετοχικού κεφαλαίου μετά την προσφορά, αξίας τουλάχιστον £ 1,8 εκατομμυρίων πριν από την έναρξη των συναλλαγών.[5] Ωστόσο, εν συνεχεία και αργότερα εντός του έτους, οι τιμές γλίστρησαν προς τα οπίσω.
Το 1970, οι «The Crown Agents» απέκτησαν το 20% των μετοχών της εταιρείας και διόρισαν δύο διευθυντές στο Διοικητικό Συμβούλιο της «Gibbons».[6] Το μερίδιο πωλήθηκε το 1976, όπου μέχρι τότε είχε αυξηθεί στο 25% της εταιρείας.
Το 1977, η «Stanley Gibbons» απέκτησε τις μετοχές της επιχείρησης «Chas Nissen», διοικούμενη κάποτε από τον διαπρεπή έμπορο γραμματοσήμων και φιλοτελιστή Τσαρλς Νίσσεν.[Σημ. 7]
Το 1979, η «Gibbons» αγοράστηκε για £19 εκατομμύρια από την «Letraset», σε μια προσπάθεια, να διαφοροποιηθούν μακριά από την ξηρών γραμμάτων-επιχείρησή τους, αλλά η εξαγορά δεν κατέληξε ομαλά και όπως η «Flying Flowers» αργότερα, η «Letraset» αντιμετώπισε δυσκολίες ενσωματώνοντας την «Gibbons» στον πυρήνα των δραστηριοτήτων της.[7] Ο Πρόεδρος της «Letraset» κατηγόρησε την "άνευ διακρίσεων επέκταση" και τις "απερίσκεπτες" επενδυτικές αποφάσεις για τα προβλήματα στην «Gibbons» και αναφέρθηκε στην εφημερίδα «The Times», να λέει..... "Έχουμε πληρώσει σημαντικά επιπλέον, για αυτό που λάβαμε."[8] Υπό αμφισβήτηση, ετέθησαν επίσης και τα US$10 εκατομμύρια, που πληρώθηκαν από την «Gibbons» για την συλλογή του Μαρκ Χάας.
Το 1981, η «Letraset» αγοράστηκε από την «Esselte», κατόπιν η «Esselte» έδωσε μια μάχη εξαγοράς για την εταιρεία, με τη «Mills & Allen International». Η «Letraset», είχε πλέον μοιραία αποδυναμωθεί, από τις απώλειες που υπέστη στη θυγατρική της «Stanley Gibbons». Αργότερα, το ίδιο έτος, η «Gibbons» τέθηκε προς πώληση από την «Esselte» και όπως είπαν, διότι δεν σχημάτιζε ένα λογικό τμήμα της μακροπρόθεσμης ανάπτυξής τους.[9]
Το 1981, η «Gibbons» αγόρασε τις μετοχές του αείμνηστου Χ.Φ. Τζόνσον.[Σημ. 8]
Το 1982, ο Κλάιβ Φαϊγκενμπάουμ,[Σημ. 9][Υποσημ. 2] σκηνοθέτησε μια διαχείριση εξαγοράς, ακολουθούμενη από μια αίτηση το 1984, για αναγραφή στον κατάλογο των Unlisted Securities Market του ΗΒ, προκειμένου να αντλήσει κεφάλαια για νέες εξαγορές. Ακολουθώντας την εξαγορά, ο Φαϊγκενμπάουμ, ως Πρόεδρος, είχε υπό την κατοχή του πάνω από το 50% των μετοχών, με τις υπόλοιπες, να ανήκουν στους υπολοίπους του διοικητικού συμβουλίου.[10] Η καταχώριση προχώρησε, αλλά οι μετοχές ανεστάλησαν λίγα λεπτά μετά το ντεμπούτο τους, ακόμη και πριν αρχίσει η διαπραγμάτευση, μετά από τις ανησυχίες σχετικά με το ποιόν του Φαϊγκενμπάουμ και το οποίο αναδείχθηκε σε ένα άρθρο της εφημερίδας «Sunday Times». Λέγεται, ότι αυτή η αναβολή, ήταν η ταχύτερη που είχε ποτέ καταγραφεί, έως εκείνη τη στιγμή. Οι ανησυχίες, είχαν περιβάλλει την απέλαση του Φαϊγκενμπάουμ, από την «Philatelic Traders Society» για την παραβίαση του κώδικα ηθικής και την πώληση, των "23 καρατίων χρυσού" γραμματοσήμων, των άνευ ταχυδρομικής εγκυρότητας, από τη νήσο της Στάφφα. Κυβερνητικοί έλεγχοι των ΗΠΑ, είχαν δείξει ότι τα γραμματόσημα πωλούνταν προς £ 10 έκαστο, ενώ είχαν χρυσό αξίας περίπου 5c το καθένα. Η πανωλεθρία, ειπώθηκε να έχει προκαλέσει σημαντική αμηχανία όχι μόνο στην εταιρεία, αλλά και στους USM μεσίτες της, Simon & Coates.[11] Λίγο αργότερα, ο Φαϊγκενμπάουμ παραιτήθηκε από Πρόεδρος και αποζημιώθηκε από μια κοινοπραξία ιδρυμάτων και μεμονωμένων ατόμων, προς £ 3 εκατομμύρια.[12] Μια νέα προσπάθεια για αναγραφή στον κατάλογο, είχε προγραμματιστεί το 1985, αλλά δεν προχώρησε.
Το 1989, ο Πωλ Φρέιζερ,[Σημ. 10] άρχισε να επενδύει στην επιχείρηση και αγόρασε ένα επιπλέον ποσοστό 30% στην εταιρεία του επιχειρηματία Σερ Ρον Μπρίρλεϊ[Σημ. 11] από τη Νέα Ζηλανδία, ο οποίος είναι συλλέκτης γραμματοσήμων.[13]
Ο Πωλ Φρέιζερ διορίστηκε Εκτελεστικός Πρόεδρος το 1990.[14] Μέχρι το 1995, ο Φρέιζερ είχε αποκτήσει το 76,83% των μετοχών της «Gibbons» και ο ίδιος αγόρασε και το υπόλοιπο των μετοχών, το Δεκέμβριο του 1995.[15]
Τον Ιούνιο του 1998, η εταιρεία πωλήθηκε στην «Flying Flowers», για £13,5 εκατομμύρια. Ο Πωλ Φρέιζερ έλαβε αντί μετρητών, μετοχές της «Flying Flowers» και βρέθηκε μετά τη συμφωνία, με ένα μερίδιο 8%, στη διευρυμένη εταιρεία.[16] Η συγχώνευση δεν ήταν επιτυχής και το 2000, οι δυο εταιρείες διαχωρίστηκαν και πάλι έπειτα από μια σειρά κερδών, προειδοποιήσεων και προβλημάτων συναλλαγών. Το μερίδιο του Πωλ Φρέιζερ μειώθηκε σε αξία από τα £13,5 εκατομμύρια στα £4 εκατομμύρια. Η διαχωρισμένη «Stanley Gibbons» έγινε Communitie.com και καταγράφηκε στον κατάλογο της Εναλλακτικής Αγοράς Επενδύσεων (Alternative Investment Market (AIM)). Ο πρόεδρος της «Flying Flowers», αναφέρθηκε να λέει ότι η συμφωνία "... ήταν σε λάθος τιμή και σε λάθος χρόνο."[17][18]
Τον Αύγουστο του 2007, ο Πωλ Φρέιζερ παραιτήθηκε από Εκτελεστικός Πρόεδρος[19] και τον Απρίλιο του 2008, πώλησε τις εναπομείνασες μετοχές του, προκειμένου να εστιάσει στην εταιρεία του «Paul Fraser Collectibles».[14] Ο Μπομπ Χενκχούζενς έγινε ενδιάμεσος Πρόεδρος και σημερινός Πρόεδρος, είναι ο Ντέιβιντ Μπράλσφορντ, ο οποίος εργάζεται με μια μη εκτελεστική ιδιότητα. Η εταιρεία αυτή τη στιγμή είναι, με επικεφαλής τον Μάικ Χωλ ως Εκτελεστικό Πρόεδρο.[20]
Στις 20 Σεπτεμβρίου 2010, η εταιρεία ανακοίνωσε ότι έχει αποκτήσει το εμπόριο καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία από την «Benham» τα πρώτης ημέρας κυκλοφορίας[Σημ. 12] και την επιχείρηση συλλεκτικών αντικείμενων από την «Flying Brands Limited». Στις 31 Οκτωβρίου 2012, η εταιρεία ανακοίνωσε την εξαγορά της διαδικτυακής πλατφόρμας συναλλαγών συλλεκτικών αντικειμένων, «Stampwants.com Inc», με την εμπορική επωνυμία «bidStart».[21] Ένα χρόνο μετά την απόκτηση της «bidStart», στις 21 Νοεμβρίου 2013, η «Stanley Gibbons», ολοκλήρωσε με επιτυχία την εξαγορά της «Noble Investments», φέρνοντας τις «Apex», «Baldwin's» και «Dreweatts & Bloomsbury Auctions» εντός του Ομίλου.[22] Το 2014, ακολούθησαν άλλες δυο εξαγορές: Στις 31 Ιανουαρίου η εταιρεία απέκτησε την «Murray Payne», τον μεγαλύτερο έμπορο του κόσμου, στα γραμματόσημα της Βρετανικής Κοινοπολιτείας με τον Γεώργιο ΣΤ΄ [23] και στις 23 Οκτωβρίου η «The Fine Art Auction Group», εταιρεία συμμετοχών της θυγατρικής του Ομίλου, «Dreweatts and Bloomsbury», ανακοίνωσε ότι είχε αποκτήσει την «Mallett Antiques» - μια παγκοσμίου φήμης αντιπρόσωπο, με τις καλύτερες αντίκες και διακοσμητικά έργα, με χώρους λιανικής πώλησης τόσο στην λεωφόρο Ντόβερ του Λονδίνου όσο και τη Λεωφόρο Μάντισον (Madison Avenue) της Νέας Υόρκης.[24]
Στις 28 Ιανουαρίου 2015, η εταιρεία βραβεύτηκε με τη 'Συμφωνία της Χρονιάς' στου 2015 τα Quoted Company Awards, για την εξαγορά της «Noble Investments».[25]
Τον Ιούλιο του 2015, η εταιρεία ανακοίνωσε ότι η «The Fine Art Auction Group», είχε αποκτήσει την «Bid for Wine», έναν ειδικό online διοργανωτή δημοπρασιών κρασιού που ιδρύθηκε το 2008, από τον δικηγόρο Spenser Hilliard και τον πρώην σύμβουλο διαχείρισης Lionel Nierop.[26][27]
Ο πρώτος κατάλογος γραμματοσήμων της «Stanley Gibbons» ήταν ένας τιμοκατάλογος αξίας μιας πέννας που εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 1865 και επανεκδίδετο ανά μηνιαία διαστήματα για τα επόμενα 14 χρόνια.[28] Η εταιρεία παράγει πολυάριθμους καταλόγους οι οποίοι καλύπτουν διάφορες χώρες, περιοχές και εξειδικεύσεις· πολλοί από αυτούς επανεκδίδονται ετησίως. Ο κατάλογος αναγράφει όλα τα γνωστά θέματα των γραμματοσήμων που φέρουν κόλλα και περιλαμβάνει τις τιμές των μεταχειρισμένων καθώς και των αχρησιμοποίητων γραμματοσήμων.
Σε αντίθεση με τους καταλόγους των άλλων εμπόρων, η «Stanley Gibbons» δηλώνει ότι ο κατάλογός της, είναι ένας κατάλογος τιμών λιανικής. Με άλλα λόγια, αν είχαν το ακριβές γραμματόσημο σε απόθεμα στην ακριβή κατάσταση που διευκρινίζεται, η ισχύουσα τιμή καταλόγου είναι η τιμή που θα χρέωναν για αυτό. Αυτό έρχεται σε αντίθεση, με τους περισσότερους άλλους καταλόγους, που παράγονται από τις επιχειρήσεις, οι οποίοι δεν πωλούν γραμματόσημα και επομένως στηρίζουν την αποτίμησή τους, στο μέσο όρο των τιμών της αγοράς, στη χώρα όπου ο κατάλογος δημοσιεύεται.
Στην πράξη, η πραγματική τιμή που χρεώνεται από τη «Stanley Gibbons» για ένα μεμονωμένο γραμματόσημο, μπορεί να είναι διαφορετική από την τιμή καταλόγου, επειδή το δείγμα για την πώληση είναι διαφορετικού βαθμού, οι συνθήκες της αγοράς έχουν αλλάξει από τότε που εκδόθηκε ο κατάλογος, η εταιρεία διαθέτει άφθονο ή περιορισμένο ανεφοδιασμό του εν λόγω γραμματοσήμου ή για μία ποικιλία άλλων λόγων.
Το «Gibbons Stamp Monthly» είναι ένα περιοδικό το οποίο παραθέτει νέα θέματα και δημοσιεύει άρθρα που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τους φιλοτελιστές. Η «Gibbons» όλα αυτά τα χρόνια, έχει δημοσιεύσει μια σειρά από περιοδικά, αλλά εμφανίζονται μόνο στο «Gibbons Stamp Monthly», καθώς είναι και το βασικό τους περιοδικό από το 1927.[29] Στις 23 Ιανουαρίου 2009, η «Gibbons» απέκτησε από την «Heritage Studios Limited», το περιοδικό φιλοτελικής τέχνης «The Philatelic Exporter».[30]
Πέραν των εκδόσεων, η «Stanley Gibbons» είναι και έμπορος γραμματοσήμων με μια επιχείρηση λιανικής πώλησης η οποία βρίσκεται στο Στραντ στα γραφεία της στο κεντρικό Λονδίνο, προσφέροντας τόσο παλαιότερα γραμματόσημα όσο και νέες εκδόσεις, εκπληρώνοντας έτσι τις λίστες ζήτησης των πελατών της. Παράγει επίσης, τη δική της γραμμή φιλοτελικών προϊόντων, όπως άλμπουμ, βιβλία αποθεμάτων και άλλα αξεσουάρ.
Η εταιρεία είναι επίσης φιλοτελικός οίκος δημοπρασιών και έχει υποστηρίξει χιλιάδες διεθνείς πωλήσεις από το 1901, που ιδρύθηκε.
Από το 2000 περίπου, η εταιρεία έχει προσφέρει ενεργά γραμματόσημα ως επενδύσεις και έχει δημιουργήσει ένα ειδικό γραφείο στο Γκέρνσεϊ για τη δραστηριότητα αυτή.[31] Στις αρχές του 1970, η εταιρεία είχε προσφέρει σε μικρή κλίμακα, μια παρόμοια υπηρεσία. Οι πωλήσεις επενδυτικών προϊόντων ήταν ισχυρές στην Ασία και τη Μέση Ανατολή και μέσω της βάσης δεδομένων του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της εταιρείας, ωστόσο, οι πωλήσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο, έχουν παρεμποδιστεί από το γεγονός, ότι τα φιλοτελικά επενδυτικά προϊόντα της εταιρείας, δεν ρυθμίζονται από την Αρχή Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών (Financial Services Authority) του Ηνωμένου Βασιλείου και ως εκ τούτου, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοοικονομικοί σύμβουλοι στο Ηνωμένο Βασίλειο, διστάζουν να συστήσουν τα προϊόντα, καθώς οι επενδυτές δεν θα απολάμβαναν το ίδιο επίπεδο προστασίας που λαμβάνουν όταν επενδύουν, στα νομοθετικά κατοχυρωμένα προϊόντα. Η «Gibbons», προκειμένου να ξεπεραστεί αυτό το εμπόδιο, δήλωσε ότι προτίθεται να δρομολογήσει νομοθετικά κατοχυρωμένο επενδυτικό ταμείο.[32]
Ακόμα πιο πρόσφατα, το 2002, η στάση της εταιρείας προς τη φιλοτελική επένδυση, ήταν ότι τα γραμματόσημα ήταν καθαρά ένα χόμπι. Πολλοί στην επιχείρηση γραμματοσήμων, είχαν ακόμα δυσάρεστες αναμνήσεις από τις υπερβολές της φούσκας του 1970.[33]
Ορισμένοι χρηματοοικονομικοί σύμβουλοι και έμποροι γραμματοσήμων, έχουν αμφισβητήσει την σοφία της επένδυσης στα γραμματόσημα, λόγω των σχετικά υψηλών τιμών που χρεώνονταν από τη «Stanley Gibbons», σε σύγκριση με τους άλλους αντιπροσώπους και την εμπειρία της δεκαετίας του 1970, όταν πολλοί επενδυτές έχασαν μετά από το σκάσιμο της κερδοσκοπικής φούσκας στα γραμματόσημα.[34] Οι σχετικά υψηλές αρχικές δαπάνες έχουν επίσης προκαλέσει σχόλιο, υπολογίζεται σε όχι λιγότερο από 20%, σε σύγκριση με λιγότερο από 5%, για πολλές λιανικής πώλησης επενδύσεις τύπου αμοιβαίου κεφαλαίου. Η «Gibbons», ανταποκρίθηκε με έμφαση την υψηλή ποιότητα των στοιχείων της και την μακροπρόθεσμη φύση της επενδυτικής τους πρότασης.
Το 2007, η ιστοσελίδα οικονομικών ειδήσεων Bloomberg, ανακοίνωσε ότι θα δημοσιεύσει τον SG100 Δείκτη Τιμής Γραμματοσήμων, ένα δείκτη βασιζόμενο στις τιμές λιανικής και πλειστηριασμού, για τα 100 πιο συχνά διαπραγματευόμενα γραμματόσημα στον κόσμο.[35]
Το 2008, έγινε ένα παράπονο στην Advertising Standards Authority του ΗΒ, ότι οι εγγυήσεις που προσφέρονται από την «Gibbons» στη διαφήμιση, για τα επενδυτικά τους προϊόντα, δεν μπορούσαν να τεκμηριωθούν. Μετά από έρευνα, η καταγγελία δεν έγινε δεκτή, δεδομένου ότι κανένα από τα χαρτοφυλάκια δεν είχε ακόμη ωριμάσει.[36]
Οι θυγατρικές εταιρείες του Ομίλου, περιλαμβάνουν αντιπρόσωπο Αυτογράφων, την «Fraser's Autographs», της «Benham» τα πρώτης ημέρας κυκλοφορίας, την επιχείρηση συλλεκτικών αντικείμενων, την διαδικτυακή πλατφόρμα συναλλαγών συλλεκτικών αντικειμένων, «bidStart»· «Apex Philatelics», «Baldwin's Coins», «Dreweatts & Bloomsbury Auctions», «Murray Payne», την δημοπρασία κρασιών «Bid for Wine»[37] και τη «Mallett Antiques».
Το λογιστικό έτος της εταιρείας λήγει στις 31 Δεκεμβρίου και κατά το έτος που έκλεισε στις 31 Δεκεμβρίου 2009, είχε συνολικές πωλήσεις άνω των £ 23,4 εκατομμυρίων και τα κέρδη προ φόρων, άνω των £ 4,1 εκατομμυρίων.[38]
|