The Moody Blues | |
---|---|
Οι Moody Blues το 1970 στο αεροδρόμιο Σχίπχολ του Άμστερνταμ. Από αριστερά: Mike Pinder, Graeme Edge, Justin Hayward, Ray Thomas, John Lodge. | |
Πληροφορίες | |
Προέλευση | Μπέρμιγχαμ, Αγγλία |
Μουσικά είδη | Progressive rock, ψυχεδελική ροκ, pop rock, συμφωνική ροκ, proto-prog, R&B (πρώιμη) |
Παρουσία | 1964–σήμερα παύση: 1974–77 |
Δισκογραφική εταιρεία | Decca London Deram Threshold A.K.A. |
Μέλη | Graeme Edge Justin Hayward John Lodge |
Πρώην μέλη | Ray Thomas Mike Pinder Denny Laine Clint Warwick Rodney Clark Patrick Moraz |
Ιστότοπος | |
moodybluestoday.com | |
wikidata (π) |
Οι Moody Blues είναι αγγλικό ροκ συγκρότημα. Ξεκίνησαν την καριέρα τους παίζοντας μουσική rhythm and blues, αλλά το δεύτερο άλμπουμ τους, Days of Future Passed, το οποίο κυκλοφόρησε το 1967, ήταν μια συγχώνευση της ροκ με την κλασική μουσική και τους καθιέρωσε ως πρωτοπόρους στην ανάπτυξη της art rock και της progressive rock[1] μουσικής. Έχει περιγραφεί ως «ορόσημο» και «ένα από τα πρώτα σε σύλληψη επιτυχημένα άλμπουμ». Έγιναν γνωστοί διεθνώς με singles, όπως το Go Now, Nights In White Satin, Tuesday Afternoon και Question. Τους έχουν απονεμηθεί 18 πλατινένιοι και χρυσοί δίσκοι. Οι πωλήσεις των άλμπουμ τους υπολογίζονται συνολικά σε 70 εκατομμύρια.[2][3][4]
Οι Moody Blues συγκροτήθηκαν στις 4 Μαΐου 1964, στο Έρντινγκτον του Warwickshire κοντά στο Birmingham. Ο Ray Thomas,[5] ένας νεαρός, ο John Lodge και (κατά καιρούς) ο Mike Pinder,[6] ήταν μέλη των El Riot & the Rebels. Διαλύθηκαν, όταν ο Lodge, το νεότερο μέλος, πήγε στο τεχνικό κολέγιο και ο Pinder στο στρατό. Ο Pinder στη συνέχεια επανασυνδέθηκε με τον Thomas για να σχηματίσουν τους Krew Cats. Επέστρεψαν λίγους μήνες αργότερα, μετά από μια απογοητευτική περιοδεία στην περιοχή του Αμβούργου, και οι δυο τους προσλαμβάνουν τον κιθαρίστα-τραγουδιστή Denny Laine, τον μάνατζερ και ντράμερ του συγκροτήματος Graeme Edge και τον μπασίστα Clint Warwick. ΟΙ πέντε εμφανίστηκαν ως Moody Blues για πρώτη φορά στο Μπέρμιγχαμ το 1964. Το όνομα δημιουργήθηκε εξαιτίας της αποτυχίας χορηγίας του συγκροτήματος από μια εταιρεία ζυθοποιίας με το όνομα Μ & Β, έτσι, το συγκρότημα αυτοαποκαλείται The M Bs και The M B Five .Ένας ακόμη λόγος της ονοματοδοσίας ήταν μια διακριτική αναφορά στο τραγούδι του Duke Ellington, Mood Indigo.
Σύντομα, το συγκρότημα υπέγραψε συμβόλαιο με την εταιρεία δίσκων Decca Records την άνοιξη του 1964. Μετά από κάποιες πρώτες αποτυχημένες απόπειρες, το δεύτερό τους single, « Go Now », έγινε η απαρχή για μια λαμπρή καριέρα, το οποίο διαφημίστηκε από την κρατική τηλεόραση. Το single έγινε hit στη Βρετανία (όπου παραμένει το μόνο τους Νο1 μέχρι σήμερα) και στις ΗΠΑ, όπου έφτασε το Νο 10.
Τον Ιούνιο του 1966, ο Warwick αποσύρθηκε από την ομάδα και τη μουσική. Σύντομα αντικαταστάθηκε από τον Rod Clark, αλλά στις αρχές Οκτωβρίου, ο Denny Laine αποχωρεί κι αυτός από την ομάδα. Οι Moody Blues φαινόταν να διαλύονται.
Το γκρουπ επανενώθηκε το Νοέμβριο του 1966. Από τότε, το «Boulevard de la Madeleine» είχε ανέβει ψηλά στα βελγικά τσαρτς και κέρδισε τους πολλούς οπαδούς. Τα νέα μέλη ήταν ο John Lodge (Τζων Λοτζ), ο μπασίστας τους από τους El Riot και ο Justin Hayward (Τζάστιν Χέιγουορντ),[7] πρώην μέλος των Wilde Three. Ο Hayward συστήθηκε στον Pinder από τον Eric Burdon των Animals και εγκρίθηκε από το διάσημο Άγγλο τραγουδιστή Marty Wilde, ηγέτη των Wilde Three. Ο Pinder τηλεφώνησε στον Hayward εντυπωσιασμένος μετά την ανάγνωση συστατικής επιστολής των κιθαριστικών του επιδόσεων. Επιβεβαιώθηκε η έγκρισή του, όταν ο Hayward του έπαιξε ένα δικό του 45άρι single, με τίτλο London is Behind Me κατά τη διάρκεια βόλτας τους με το αυτοκίνητο με κατεύθυνση προς συνάντηση των άλλων μελών του συγκροτήματος.
Μετά από οικονομική κρίση και μια αντιπαράθεση με ένα μέλος του ακροατηρίου, το συγκρότημα σύντομα συνειδητοποίησε ότι το ύφος τους να διασκευάζουν αμερικανικά blues και να δημιουργούν καινοτόμες μελωδίες δεν προχωρούσε επαγγελματικά, και αποφάσισαν ότι θα εκτελούν μόνο το δικό τους υλικό. Γνωρίστηκαν με τον παραγωγό της Decca Tony Clarke, ο οποίος έκανε μια ηχογράφηση σε έναν ήχο, ο οποίος αποτέλεσε την ένδειξη για την κατεύθυνση της μουσικής τους εξέλιξης. Το νέο στυλ τους, υπό τους συμφωνικούς ήχους του Mellotron του Pinder, αλλά και το φλάουτο του Ray Thomas νωρίτερα, εδραίωσαν τη «νέα» μουσική τους ταυτότητα και βάσει αυτών, άρχισαν να ενσωματώνουν ξεχωριστές ψυχεδελικές επιρροές, που αργότερα επηρέασαν με τη σειρά τους το μέλλον της μουσικής σκηνής.
Από τότε ακολούθησε μια πενταετής επιτυχημένη περίοδος (1967–1972), από τη συνεργασία τους με δύο μεγάλες βρετανικές δισκογραφικές εταιρείες, την Deram Records και την Threshold Records, στις αρχές της οποίας δημιουργήθηκε ένα από τα πιο σπουδαία ροκ/ ποπ άλμπουμ της περιόδου, το Days of Future Passed που κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1967. Μέσα σ' αυτό περιλαμβάνονται δύο από τις μεγαλύτερές τους επιτυχίες και γενικότερα, από τις μεγαλύτερες επιτυχίες όλων των εποχών, τα Nights in White Satin και Tuesday Afternoon. Το άλμπουμ από το Νο 27 του βρετανικού τσαρτ, μέσα σε πέντε χρόνια σκαρφάλωσε στο Νο 3.
Η επιτυχημένη πορεία συνεχίστηκε το 1968 με το άλμπουμ In Search of the Lost Chord με χρωματισμούς του ινδικού οργάνου σιτάρ από τον Justin Hayward, ο οποίος εμπνεύστηκε τη χρησιμοποίησή του από τον George Harrison.
Το 1968 κυκλοφορεί το άλμπουμ On the Threshold of a Dream και ακολουθεί το To Our Children's Children's Children ένα χρόνο μετά, με πιο σύνθετη και συμφωνική μουσική, που έχει ως χαρακτηριστικό την αντήχηση για τα φωνητικά κομμάτια. Είναι ένα άλμπουμ εμπνευσμένο από την πρώτη προσελήνωση.
Παρόλο που οι Moodies είχαν ήδη καθορίσει ένα κάπως ψυχεδελικό στυλ και βοήθησαν να καθοριστεί ο προοδευτικός ήχος rock (τότε γνωστός και ως art rock), η ομάδα αποφάσισε να γράψει ένα άλμπουμ που θα μπορούσε να παίξει σε συναυλία, με το όνομα A Question of Balance (1970). Αυτό το άλμπουμ, που έφθασε το Νο.3 στα αμερικανικά charts και το Νο 1 στα βρετανικά charts, ήταν ενδεικτικό της αυξανόμενης επιτυχίας της μπάντας στην Αμερική. Παρεμπιπτόντως, φαίνεται ότι ήταν ένα από τα πρώτα ροκ άλμπουμ που έθιγε το θέμα της οικολογίας. Ο Justin Hayward ξεκίνησε μια έξυπνη εξερεύνηση του ήχου κιθάρας μέσω της χρήσης πολλών εφέ πεντάλ και fuzzboxes και ανέπτυξε για τον εαυτό του ένα πολύ μελωδικό buzzing κιθάρα-σόλο ήχο. Το Moody Blues είχε γίνει πλέον μια πράξη Bill-topping από μόνη της. Εμφανίστηκαν δύο φορές στο διάσημο Isle of Wight Festival (Έχει κυκλοφορήσει ένα DVD της απόδοσης του 1970). Το τραγούδι Melancholy Man του Pinder (Νο 1 στη Γαλλία) ξεχώρισε δίπλα στο Question του Hayward για το άλμπουμ του 1970.
Μετά από μια ανάπαυλα και σόλο καριέρα μελών του συγκροτήματος το διάστημα 1974–77, επανενώθηκαν για αρκετά χρόνια μέχρι και το 1990.
Από το 1991 έως το 1998 το γκρουπ έκανε μια παύση από τις ηχογραφήσεις προσπαθώντας να τελειοποιήσει την τέχνη του να παίζει ζωντανά με ορχήστρα. Η διακοπή της εγγραφής τελείωσε το 1999, με το άλμπουμ Strange Times.
Η νέα χιλιετία βρήκε τους Moody Blues να μειώνουν το πρόγραμμα των περιηγήσεών τους. Στα τέλη του 2002, το ιδρυτικό μέλος Ray Thomas αποσύρθηκε από την ομάδα, μειώνοντας τους Moody Blues στο τρίο: Hayward, Lodge and Edge, με τον τελευταίο είναι το μόνο αρχικό μέλος. Ο φλαουτίστας και ο κιθαρίστας Norda Mullen προσλήφθηκε στις αρχές του επόμενου έτους για την περιοδεία τους στη Βόρεια Αμερική και από τότε συνεργάστηκε με το συγκρότημα ζωντανά και στο στούντιο. Προς το τέλος του 2003 κυκλοφόρησαν ένα άλμπουμ με τίτλο December. Τα τραγούδια περιείχαν πρωτότυπα και τέσσερα covers: το Happy Xmas, του Τζον Λένον, το A Winter's Tale και το When A Child is Born του Μάικ Μπατ και το White Christmas του Ίρβινγκ Μπέρλιν. Το Δεκέμβριο ήταν το πρώτο άλμπουμ του συγκροτήματος που περιλάμβανε covers από το πρώτο άλμπουμ τους το 1965, The Magnificent Moodies.
Το γκρουπ ταξίδεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο, τον Καναδά και τις ΗΠΑ το 2006, το 2007, το 2008, το 2009 και το 2010.
Οι Moody Blues επίσης πραγματοποίησαν περιοδεία στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία το 2006. Ο μεγάλος παραγωγός τους, Tony Clarke, πέθανε τον Ιανουάριο του 2010.
Το συγκρότημα πραγματοποίησε περιοδεία το 2015 τόσο στις ΗΠΑ όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο τον Ιούνιο του ίδιου έτους, με αποκορύφωμα την εμφάνισή του στο Φεστιβάλ Glastonbury στις 27 Ιουνίου 2015. Ο αρχικός τραγουδιστής και φλαουτίστας Ray Thomas πέθανε στις 4 Ιανουαρίου 2018, σε ηλικία 76 ετών, λίγους μήνες πριν η μπάντα να βρει καινούργια στέγη στην αίθουσα Rock and Roll of Fame.
Ο "πλούσιος συμφωνικός ήχος" των Moody Blues επηρέασε συγκροτήματα όπως οι Yes, οι Genesis, οι Electric Light Orchestra και οι Deep Purple. Βοήθησαν επίσης να καταστήσουν τους συνθεσάιζερς και τη φιλοσοφία «μέρος του κύριου ροκ». Οι Moody Blues είναι μέλη του Vocal Group Hall of Fame. Γράφοντας στην Guardian το 2015, ο Ρομπ Τσάπμαν περιγράφει τη μπάντα ως «ξεχασμένους ήρωες της ψυχεδέλειας».[8] Δήλωσε: «Παρά την επιτυχία τους, οι κριτικοί ροκ σπάνια πήραν σοβαρά τους Moody Blues, ένα πρότυπο που συνεχίστηκε για τα επόμενα 45 χρόνια». Έγραψε επίσης: «Παρά την κριτική αποδοκιμασία, η καλύτερη μουσική των Moody Blues μεταξύ 1967 και 1970 είχε χάρη και ομορφιά, όπως και οι Beatles, κατανόησαν πως τα ποπ τραγούδια λειτουργούσαν ως ενιαία κομμάτια. Κανένας από αυτούς δεν ήταν ιδιαίτερα επιδεικτικός ως μουσικός, και η μουσική τους είναι αναζωογονητικά ελεύθερη και πρωτοποριακή».
Τρέχοντα μέλη
Graeme Edge – ντραμς, κρουστά, τραγούδι (1964–παρόν)
Justin Hayward – κιθάρα, φωνητικά (1966–παρόν)[9]
John Lodge – μπάσο, κιθάρα, φωνητικά (1966–παρόν)
Πρώην μέλη
Ray Thomas – φλάουτο, κρουστά, φυσαρμόνικα, τραγούδι (1964–2002)
Mike Pinder – πλήκτρα, τραγούδι (1964–1978)
Denny Laine – κιθάρα, τραγούδι (1964–1966)
Clint Warwick – μπάσο, τραγούδι (1964–1966: απεβίωσε το 2004)
Rodney Clark – μπάσο, τραγούδι (1966)
Patrick Moraz – πλήκτρα (1978–1990)