Τομασόμυς ο ουκούτσα | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
| ||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Thomasomys ucucha (Τομασόμυς η ουκούτσα) Voss, 2003 | ||||||||||||||
Το είδος Τομασόμυς η ουκούτσα (Thomasomys ucucha) είναι τρωκτικό του γένους Τομασόμυς Thomasomys της οικογένειας Κρικητίδαι (Cricetidae). Βρίσκεται μόνο στην Cordillera Oriental του ανατολικού Ισημερινού, σε δάση και λιβάδια σε υψόμετρο μεταξύ 3380 έως 3720 m. Μπορεί να βρεθεί στις ίδιες περιοχές με επτά άλλα είδη του γένους Τομασόμυς (Thomasomys). Πρώτη φορά συλλέχθηκε δείγμα του είδους το 1903 και περιγράφηκε επίσημα το 2003, ενώ μοιάζει περισσότερο με το είδος T. hylophilus, το οποίο εμφανίζεται λίγο πιο βόρεια. Η καταστροφή του φυσικού του περιβάλλοντος ενδέχεται να απειλεί το T. ucucha και έτσι έχει καταχωρηθεί ως εκτεθειμένο είδος στην κόκκινη λίστα της IUCN
Το είδος Thomasomys ucucha, είναι μεσαίου μεγέθους, έχει σκούρη γούνα και μακρυά ουρά, ενώ ξεχωρίζει από τα άλλα είδη του γένους Thomasomys από τους μακρείς προκλινείς άνω κοπτήρες. Το μήκος του σώματος μαζί με το κεφάλι είναι 94 με 119 mm ενώ η μάζα του 24 με 46 g. Η ουρά του έχει αραιά γούνα. Το εμπρόσθιο τμήμα του κρανίου είναι επίπεδο, κοντό και πλατύ. Τα τομικά τρήματα, ανοίγματα στο εμπρόσθιο τμήμα του ουρανίσκου, είναι κοντά, ενώ ο ουρανίσκος πλατύς και λείος. Η ρίζα του κάτω κοπτήρα περιέχεται σε μία εξέχουσα καψική απόφυση.
Τα τρία πρώτα δείγματα του Thomasomys ucucha συλλέχθηκαν το 1903 στο Ταμπλόν, στην Επαρχία Πιτσίντσα του Ισημερινού από τον L. Söderström. Δεν βρέθηκε ξανά μέχρι το 1978 όταν ο Robert S. Voss για λογαριασμό του Αμερικανικού Μουσείου Φυσικής Ιστορίας τα επόμενα δύο χρόνια συνέλεξε συνολικά σαράντα τρία δείγματα στην περιοχή της Παπαγιάκτα (Papallacta), στην Επαρχία Νάπο.[2] Η Παπαγιάκτα είναι σε απομονωμένη περιοχή με δύσκολη πρόσβαση και έτσι η πανίδα θηλαστικών της περιοχής παραμένει ελάχιστα γνωστή.[3] Το 2003, ο Voss, περιέγραψε επίσημα το ζώο ως νέο είδος με την επιστημονική ονομασία Thomasomys ucucha,[2] σε μία δημοσίευση στην οποία έκανε επίσης επισκόπηση της πανίδας θηλαστικών της Παπαγιάκτα.[3] Το όνομα του γένους, Τομασόμυς (Thomasomys), δόθηκε προς τιμήν του Άγγλου ζωολόγου, Όλντφιλντ Τόμας (Oldfield Thomas), ο οποίος ονόμασε περίπου 2.900 τάξα θηλαστικών,[4] ενώ το όνομα είδους, ucucha, είναι η τοπική λέξη για το «ποντίκι» στη γλώσσα κέτσουα.[2] Το T. ucucha μοιάζει περισσότερο με το είδος T. hylophilus, το οποίο βρίσκεται βορειότερα στην Κολομβία και τη Βενεζουέλα.[5] Αμφότερα είναι μέλη του γένους Thomasomys, το οποίο είναι γένος των βόρειων Άνδεων με μεγάλη ποικιλομορφία, και εμφανίζεται από τη Βολιβία έως τη Βενεζουέλα.[6] Μαζί με το γένος Rhipidomys και μερικά άλλα, μικρότερα γένη, το γένος Thomasomys σχηματίζει τη φυλή Thomasomyini, η οποία περιλαμβάνει πάνω από πενήντα είδη της Νότιας Αμερικής και του Παναμά. Η φυλή Thomasomyini με τη σειρά της είναι μέλος της υποοικογένειας Sigmodontinae της οικογένειας Κρικετίδες (Cricetidae), μαζί με εκατοντάδες άλλα είδη μικρών κυρίως τρωκτικών.[7]
Ο Τομασόμυς η ουκούτσα είναι μεσαίου μεγέθους είδος του γένους Τομασόμυς με σχετικά μακρυά ουρά. Η πυκνή, λεπτή και μαλακή γούνα του είναι σκούρη καφέ στο πάνω μέρος αλλάζοντας σταδιακά σε γκρι στο κάτω μέρος. Τα μουστάκια πάνω από το στόμα (mystacial vibrissae) είναι μακριά και εκτείνονται έως πίσω από τα αυτιά αν εκταθούν. Στα αυτιά υπάρχουν αραιές κοντές, σκούρες τρίχες.[2] Τα δάκτυλα και τα μεταπόδια των χεριών και των ποδιών καλύπτονται από σκούρες τρίχες, οι ονυχιαίες όμως τούφες στις βάσεις των νυχιών αποτελούνται από μακρύτερες γκρι τρίχες. Το πέμπτο δάκτυλο του ποδιού είναι μακρύ με την άκρη του νυχιού του να φτάνει σχεδόν τη βάση του νυχιού του τέταρτου δακτύλου. Η ουρά είναι σκούρη με πολύ αραιό τρίχωμα εκτός από μία δέσμη από μακριές τρίχες στην άκρη της· κάποια ζώα έχουν άσπρες τρίχες στην άκρη. Τα θηλυκά έχουν έξι θηλές.[8] Από μετρήσεις σε τριάντα έξι δείγματα το μήκος του σώματος μαζί με το κεφάλι προέκυψε 94 έως 119 mm με μέση τιμή 110 mm· το μήκος της ουράς 122 έως 151 mm με μέση τιμή 140 mm· το μήκος των πίσω ποδιών 26 έως 30 mm με μέση τιμή 28 mm· το μήκος των αυτιών 17 έως 20 mm με μέση τιμή 18 mm· και το βάρος από 24 έως 46 g με μέση τιμή 36 g.[9]
Το εμπρόσθιο τμήμα του κρανίου είναι κοντό, κοντύτερο και πλατύτερα από αυτό του T. hylophilus[10], και επίπεδο, ενώ οι εντομές στις ζυγωματικές πλάκες στις πλευρές είναι ελάχιστα αναπτυγμένες.[8] Αυτές καθεαυτές οι πλάκες είναι πλατιές.[11] Τα ζυγωματικά τόξα είναι απλωμένα και στρογγυλεμένα στο σχήμα.[10] Η στενή περιοχή ανάμεσα στις κόγχες των ματιών έχει σχήμα κλεψύδρας. Η κρανιακή κοιλότητα είναι στιβαρή.[8]
Τα τομικά τρήματα, τα οποία διατρυπούν την υπερώα (ουρανίσκος) μεταξύ των κοπτήρων και των γομφίων, είναι κοντά και δεν φτάνουν κοντά στους πρώτους γομφίους·[8] είναι ωστόσο μακρύτερα από ότι του T. hylophilus.[10] Είναι πλατύτερα εκεί που συναντάται το προγναθιαίο με το γναθιαίο οστό. Ο ουρανίσκος αυτός καθεαυτός είναι κοντός και δεν εκτείνεται πέρα από τους τρίτους γομφίους, ενώ είναι πλατύς και δεν έχει αύλακες και εντομές. Υπάρχουν απλές οπισθοπλευρικές υπερωϊκές κοιλότητες στο πίσω μέρος της υπερώας, κοντά στους τρίους γομφίους. Το μεσοπτερυγοειδές βοθρίο, που βρίσκεται πίσω από το τέλος της υπερώας, είναι πλατύ και η οροφή του πλήρως οστεοποιημένη ή διατρυπημένη από μικρές σφηνοϋπερωικές κενότητες εκεί που συναντώνται το βασισφηνοειδές και το προσφηνοειδές οστό. Το μοτίβο των εντομών και των τρημάτων του κρανίου υποδηλώνει ότι οι αρτηρίες στο κεφάλι του T. ucucha ακολουθούν το πρωτόγονο μοτίβο. Η οροφή της τυμπανικής κοιλότητας επικαλύπτεται με την κρεμαστήρια απόφυση και το λεπιδοειδές οστό. Στο πίσω μέρος της κάτω γνάθου υπάρχει η καψική απόφυση, η οποία υποδέχεται τη ρίζα του κάτω κοπτήρα,[8] η οποία απουσιάζει από το είδος T. hylophilus.[10]
Η αιχμή των μεγάλων άνω κοπτήρων σχηματίζει σχεδόν ορθή γωνία με τους άνω γομφίους ενώ είναι ισχυρά χρωματισμένοι πορτοκαλί. Οι κοπτήρες του T. hylophilus είναι στενότεροι, λιγότερο προκλινείς και λιγότερο χρωματισμένοι.[10] Οι άνω κοπτήρες είναι αρκετοί ώστε να διαχωριστεί το T. ucucha από όλα τα άλλα μέλη του γένους εκτός από τα T. australis και T. daphne, τα οποία έχουν πολύ κοντύτερους και στενότερους κοπτήρες.[12]
Η βάλανος του πέους είναι στρογγυλεμένη, κοντή και μικρή ενώ είναι υπερβολικά χωρισμένη σε δύο μέρη, δεξιά και αριστερά. Το μεγαλύτερο μέρος της καλύπτεται από αγκάθια εκτός από μία περιοχή κοντά στην άκρη.[8]
Το είδος Τομασόμυς ο ουκούτσα εμφανίζεται μόνο στην Cordillera Oriental του Ισημερινού στις επαρχίες Πιτσίντσα και Νάπο.[2] Στην Παπαγιάκτα, ο Τομασόμυς η ουκούτσα συνελέχθει σε ποικιλία φυσικών κατοικιών, σε υψόμετρο 3380 έως 3720 m, συμπεριλαμβανομένων του páramo (λιβάδι σε μεγάλο υψόμετρο με θάμνους και μικρές δασώδεις εκτάσεις) και του υποαλπικού τροπικού δάσους.[12] Τα περισσότερα δείγματα πάρθηκαν από μονοπάτια που δημιουργήθηκαν από το πέρασμα ζώων και μερικά στις όχθες μικρών ρυακιών ή σε χαμηλά δέντρα.[13] Άλλα τρωκτικά της υπεροικογένειας Muroidea που βρίσκονται στην ίδια περιοχή με το T. ucucha περιλαμβάνουν δύο Ακοδοντίνες (αρουραίοι του γρασιδιού), Akodon latebricola και Akodon mollis· δύο Ιχθυομυϊνες (αρουραίοι του νερού) Anotomys leander και Neusticomys monticolus· δύο Ορυζομυϊνες (αρουραίοι του ρυζιού) Microryzomys altissimus και M. minutus· το είδος των Τομασομυϊνων Chilomys instans· και πέντε άλλα είδη του γένους Thomasomys, T. aureus, T. baeops, T. cinnameus, T. erro, και T. paramorum.[14] Έχουν καταγραφεί και άλλα είδη στην περιοχή του, και ο Voss έγραψε ότι το T. ucucha ενδέχεται να είναι συμπατρικό με επτά άλλα είδη του γένους Thomasomys.[6] Μαζί με το Akodon latebricola και το Thomasomys erro, το T. ucucha είναι ένα από τα τρία είδη τα οποία είναι γνωστά μόνο από τις βορειοανατολικές Άνδεις του Ισημερινού.[15]
Το είδος Τομασόμυς η ουκούτσα είναι τοπικά κοινό, αλλά έχει πολύ περιορισμένη κατανομή.[16] Έχει αποτιμηθεί ως εκτεθειμένο είδος από την IUCN εξαιτίας της μικρής του κατανομής. Ενδέχεται να κινδυνεύει από την καταστροφή της φυσικής του κατοικίας για αγροτικούς σκοπούς,[1] εμφανίζεται όμως και κοντά σε δύο προστατευόμενες περιοχές.[16]