Συντεταγμένες: 50°59′2″N 4°49′59″E / 50.98389°N 4.83306°E
Άαρσχοτ | |||
---|---|---|---|
| |||
50°59′3″N 4°50′0″E | |||
Χώρα | Βέλγιο[1] | ||
Διοικητική υπαγωγή | διαμέρισμα του Λέβεν | ||
Γεωγραφική υπαγωγή | Hageland | ||
Διοίκηση | |||
• Mayor of Aarschot | Gwendolyn Rutten (από 2019) | ||
Έκταση | 62,52 km² | ||
Πληθυσμός | 29.965 (1 Ιανουαρίου 2018)[2] | ||
Ταχ. κωδ. | 3200[3], 3201[3] και 3202[3] | ||
Τηλ. κωδ. | 013, 014 και 016 | ||
Ζώνη ώρας | UTC+02:00 (θερινή ώρα) UTC+01:00 (επίσημη ώρα) | ||
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος | ||
Σχετικά πολυμέσα | |||
Το Άαρσχοτ (ολλανδικά: Aarschot, γαλλικά: Aerschot, Αρσκότ), είναι πόλη και έδρα δήμου του BK Βελγίου, στην επαρχία Φλαμανδική Βραβάντη (Vlaams-Brabant). Την 1η Ιανουαρίου 2024 το Άαρσχοτ είχε πληθυσμό 31.128 κατοίκων[4]. Έχει έκταση 62,51 χλμ² και πληθυσμιακή πυκνότητα 498 κατοίκων ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Βρίσκεται πάνω στη μία γωνία του τριγώνου που σχηματίζουν η πόλη, με τις Βρυξέλλες στα ΝΔ και την Αμβέρσα στα ΒΑ. Το Άαρσχοτ διαρρέει ο ποταμός Ντέμερ (Demer), ενώ η κοντινότερη μεγαλύτερη πόλη είναι το Λέβεν (Leuven), 15 χλμ. ΝΔ. Η ευρύτερη περιοχή λέγεται Χάχελαντ (Hageland) και είναι ονομαστή για το κρασί της, ενώ παράγεται και εξαιρετικής ποιότητας ζύθος.
Ο κάτοικος της πόλης ονομάζεται Ααρσχότενααρ (πληθ. Ααρσχότενααρς) (Aarschotten-aars),[5] και το παρατσούκλι που του έχει δοθεί είναι κάσεϊστάμπερ (Για την ερμηνεία, βλ. Προσωνύμιο).
Σύμφωνα με την παράδοση, η ονομασία Άαρσχοτ προήλθε από το Άρεντσχοτ (Arendschot, arend «αετός» + schieten «σκοτώνω»). Η ιστορία λέει ότι ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός κτύπησε έναν αετό και, το μέρος όπου έπεσε κάτω, ονομάστηκε έτσι. Ο τόπος όπου έπεσε το ράμφος (bek) του πουλιού, τώρα ονομάζεται Bekaf. Μια άλλη εξήγηση ξεκινά από την πρώτη γραπτή αναφορά του Άαρσχοτ, το 1107, ως Άρεσκοντ (Arescod). Αυτό το όνομα προέρχεται από τις παλαιές γερμανικές λέξεις Arnu «αετός», (μπορεί επίσης να αναφέρεται στο όνομα ενός ατόμου) και skauta «δασική έκταση μέσα σε βαλτώδη περιοχή», με την περιγραφή αυτή να ταιριάζει απόλυτα στην τοπογραφία του Άαρσχοτ. Μια τρίτη εξήγηση, τέλος, είναι ότι το όνομα προέρχεται από τις λέξεις arend «αετός» + schοt «οριοθετημένος χώρος». Το Άαρσχοτ δηλαδή, σύμφωνα με την παράδοση, αρχικά ήταν μια περιοχή όπου έβοσκαν βοοειδή, και είχε παρατηρηθεί ένας αετός να πετάει εκεί γύρω.
Στην περιοχή του Άαρσχοτ κυριαρχούν τα ιζηματογενή πετρώματα, κυρίως οι σιδηρομιγείς ψαμμίτες, οι οποίοι μάλιστα έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον ως οικοδομικό υλικό. Το «ζεστό» καφετί χρώμα τους διακρίνεται στο νερό του ποταμού Ντέμερ, αλλά και στα κτήρια, ιδιαίτερα στα παλαιότερα από αυτά, όπως στην Εκκλησία της Παναγίας (βλ. Αξιοθέατα). Κατά τη δεκαετία του 1930, έγιναν προσπάθειες για την εξαγωγή του σιδήρου από το πέτρωμα, σε βιομηχανική κλίμακα, αλλά τελικά η περιεκτικότητα του σιδήρου σε αυτό αποδείχθηκε μικρή για να συμφέρει οικονομικά ή όλη διεργασία.
Όπως πολλές άλλες πόλεις της Φλάνδρας και Βραβάντης, το Άαρσχοτ επαναστάτησε το 1488 εναντίον του Μαξιμιλιανού της Αυστρίας, ο οποίος αναγκάστηκε να υπογράψει ότι θα τηρήσει τα δικαιώματα των Φλαμανδών. Όμως, μόλις βρέθηκε μακριά, έδωσε την εντολή να καταπνιγεί η επανάσταση εν τη γενέσει της. Το 1489, στρατιώτες από το Μέχελεν (Mechelen) εμφανίστηκαν μπροστά στα τείχη της πόλης, αλλά οι πολιορκούμενοι βγήκαν και κατήγαγαν συντριπτική νίκη. Όμως, εκείνο το βράδυ, όλοι σχεδόν οι αντισταθέντες γιόρτασαν τη νίκη τους μεθώντας. Έτσι, γύρω στα μεσάνυχτα, τα στρατεύματα της Βουργουνδίας κατέκτησαν τελικά την πόλη, σχεδόν χωρίς αντίσταση. Στην αρχή της περιόδου των Αψβούργων η περιοχή του Άαρσχοτ (η πόλη και τα γύρω χωριά), ήταν ολόκληρη ένα Δουκάτο. Αυτός ο τίτλος δόθηκε από τον βασιλιά της Ισπανίας, προσδίδοντας κύρος στην πόλη, διότι ευημερούσε εμπορικά εκείνη την εποχή, κάτι που άλλωστε, ακόμη και σήμερα μαρτυρούν οι δύο ετήσιες εμπορικές εκθέσεις.
Όταν η αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία ήρθε στην εξουσία τον 18ο αιώνα, στην πόλη υπήρχε αναταραχή. Η φρουρά της πόλης έκανε περιπολίες κατά τη διάρκεια της νύχτας στους δρόμους για την προστασία των κατοίκων από τη βία και την κλοπή. Όμως, συχνά οι φρουροί είχαν άλλα σχέδια για να γεμίσουν τις νύχτες τους: έπιναν στα ταβερνεία. Αυτό δυσαρεστούσε τους κατοίκους της πόλης. Ως εκ τούτου, ζήτησαν από τους φρουρούς, κατά τη διάρκεια των νυχτερινών περιπολιών τους, να φοράνε τσόκαρα -τα γνωστά κλόμπεν (clompen) των αγροτών- για να τους ακούνε όταν περπατούν στα λιθόστρωτα δρομάκια. Έτσι κι έγινε, οπότε οι κάτοικοι απέκτησαν το προσωνύμιο κάσεϊστάμπερς (kasseistampers), δηλαδή αυτοί που «βαράνε τα λιθόστρωτα».
Ενα από τα κύρια προϊόντα της πόλης, αλλά και της ευρύτερης περιοχής, είναι το «Κρασί του Χάχελαντ» (Hagelandse wijn). Ήδη πριν από το 1200, υπήρχε ένας μεγάλος αμπελώνας στην τοποθεσία Ρότσελααρ (Rotselaar) και, κατόπιν πολλοί άλλοι ακολούθησαν στην περιοχή Χάχελαντ. Ο ανταγωνισμός από τα ξένα κρασιά και τους πολέμους, επέφερε στη βιομηχανία οίνου βαριά χτυπήματα τον 16ο αιώνα. Τον 19ο αιώνα υπήρξε μια σύντομη ανάκαμψη, αλλά σήμερα το κρασί είναι σε κραταιά θέση και, το 1997, είχε αναγνωριστεί ως οίνος ποιότητας ελεγχόμενης προέλευσης (ΟΕΟΠ).
Με την πώληση του ζυθοποιείου ‘Τίλεμανς’ (Tielemans Haacht) εξαφανίστηκε η περίφημη «Καφέ Μπύρα του Άαρσχοτ» από την αγορά, στα τέλη της δεκαετίας του '60. Η μπύρα παρασκευάστηκε και πάλι από το 1989, με προτροπή του τότε δημοτικού συμβουλίου, για πρώτη φορά από την ‘Μπιρτόρεν’ (Biertoren) στο Κάμπενχαουτ (Kampenhout) και, από το 1993, από την Ζυθοποιία ‘Χόιχε’ (Huyghe) στο Μέλλε (Melle). Η νέα μπύρα, όμως, ήταν λιγότερο όξινη από την αρχική της έκδοση και, σε αντίθεση με ό, τι υποδηλώνει το όνομά της, ήταν lager και όχι καφέ (μαύρη). Τελικά, αποφασίστηκε, το 2012, να παρασκευάζεται πίσω στο Άαρσχοτ στο νέο ζυθοποιείο του πολιτιστικού κέντρου Het Gasthuis. Η νέα μπύρα προσεγγίζει την αρχική, παραδοσιακή γεύση που είχε κάποτε, όσο το δυνατόν περισσότερο.