Άλασταιρ Μάκινταϊρ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 12 Ιανουαρίου 1929[1][2][3] Γλασκώβη |
Χώρα πολιτογράφησης | Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής |
Θρησκεία | Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αγγλικά[4][5] |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ Πανεπιστήμιο Κουίν Μέρι του Λονδίνου |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | φιλόσοφος διδάσκων πανεπιστημίου |
Εργοδότης | Πανεπιστήμιο του Έσσεξ Πανεπιστήμιο Μπράνταϊς Πανεπιστήμιο της Νοτρ Νταμ Πανεπιστήμιο Ντιουκ Μητροπολιτικό Πανεπιστήμιο του Λονδίνου |
Αξιοσημείωτο έργο | After Virtue |
Πολιτική τοποθέτηση | |
Πολιτικό κόμμα/Κίνημα | Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Aquinas Medal (2010) Υποτροφία Γκούγκενχαϊμ[6] Carus Lectures (1997)[7] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Άλασταιρ Τσάλμερς Μάκινταϊρ (αγγλ. Alasdair Chalmers MacIntyre, γενν. 12 Ιανουαρίου 1929) είναι Σκωτσέζος φιλόσοφος, που σταδιοδρόμησε στις ΗΠΑ. Συνεισέφερε στην ηθική και πολιτική φιλοσοφία, καθώς και στην ιστορία της φιλοσοφίας και στη θεολογία.[8] Το έργο του Μετά την αρετή (1981) είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα της αγγλόγλωσσης ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας του 20ού αιώνα.[9] Ερεύνησε στο Κέντρο Σύγχρονων Αριστοτελικών Μελετών Ηθικής και Πολιτικής (CASEP) του Μητροπολιτικού Πανεπιστημίου του Λονδίνου, ενώ υπήρξε καθηγητής σε αρκετά αμερικανικά πανεπιστήμια.
Ο Άλασταιρ Μάκινταϊρ γεννήθηκε στη Γλασκώβη ως γιος των Ενέας και Γκρέτα Μάκινταϊρ. Πήρε πτυχίο από το Πανεπιστήμιο Κουίν Μέρι του Λονδίνου και ύστερα μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών από τα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Μάντσεστερ. Στο Ηνωμένο Βασίλειο δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Ληντς, στο Πανεπιστήμιο του Έσσεξ και στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, προτού εγκατασταθεί στις ΗΠΑ περί το 1969. Εκεί έγινε ένα είδος διανοούμενου νομάδα, διδάσκοντας σε πολλά ιδρύματα. Κατά καιρούς κατείχε τις εξής θέσεις:
Επιπλέον υπήρξε επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον και διετέλεσε πρόεδρος της Αμερικανικής Φιλοσοφικής Ενώσεως. Είναι ακόμη μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών (από το 1985), της Βρετανικής Ακαδημίας (από το 1994), της Βασιλικής Ιρλανδικής Ακαδημίας (από το 1999) και της Αμερικανικής Φιλοσοφικής Εταιρείας (από το 2005).
Μετά την αφυπηρέτησή του, ο Μάκινταϊρ αναγορεύθηκε σε επίτιμο καθηγητή του Πανεπιστημίου Ντιουκ. Τον Ιούλιο του 2010 έγινε ερευνητικός εταίρος του Κέντρου Σύγχρονων Αριστοτελικών Μελετών Ηθικής και Πολιτικής (CASEP) του Μητροπολιτικού Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Επίσης παραμένει διακεκριμένος ερευνητικός εταίρος» του Κέντρου για την Ηθική και τον Πολιτισμό στο Πανεπιστήμιο της Νοτρ Νταμ.[10]. Συνέχισε να δίνει δημόσιες διαλέξεις, όπως μια ετήσια εισαγωγική ομιλία στο φθινοπωρινό συνέδριο του παραπάνω Κέντρου.[11]
Ο Άλασταιρ Μάκινταϊρ νυμφεύθηκε τρεις φορές στη ζωή του. Ο πρώτος γάμος ήταν με την Ανν Πέρι (Ann Peri), από το 1953 μέχρι το διαζύγιό τους το 1963, με την οποία απέκτησαν δύο κόρες, την Τζην και την Τόνι.[12] Από το 1963 μέχρι το 1977 ήταν νυμφευμένος με την πρώην δασκάλα και αργότερα ποιήτρια Σούζαν Γουίλανς (Susan Willans), με την οποία απέκτησαν έναν γιο και μία κόρη. Τέλος, από το 1977 είναι νυμφευμένος με την επίσης καθηγήτρια φιλοσοφίας Λυν Τζόυ (Lynn Joy).
Η προσέγγιση του Μάκινταϊρ στην ηθική φιλοσοφία υφαίνει μαζί ένα σύνολο από σύνθετα νήματα. Παρά το ότι κατά μεγάλο μέρος αποσκοπεί στην αναβίωση μιας αριστοτελικής ηθικής φιλοσοφίας, βασιζόμενης στις αρετές, διεκδικεί μία «ιδιομόρφως σύγχρονη κατανόηση» αυτού του σκοπού.[13]
Αυτή η «ιδιομόρφως σύγχρονη κατανόηση» αφορά κυρίως την προσέγγιση του Μάκινταϊρ στις ηθικές διαμάχες. Αντίθετα από κάποιους αναλυτικούς φιλοσόφους, που επιχειρούν να δημιουργήσουν ένα ηθικό «κονσένσους» πάνω στη βάση της ορθολογικότητας, ο Μάκινταϊρ χρησιμοποιεί την ιστορική ανάπτυξη της ηθικής για να παρακάμψει το σημερινό πρόβλημα των «ασύμβατων» μεταξύ τους ηθικών εννοιών, των οποίων οι αξίες δεν μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους σε κανένα κοινό πλαίσιο αναφοράς. Ακολουθώντας τον Έγελο και τον Κόλινγκγουντ, ο Μάκινταϊρ προσφέρει τη «φιλοσοφική ιστορία» (σε αντίθεση με τις αναλυτικές και φαινομενολογικές προσεγγίσεις), παραδεχόμενος εξ αρχής ότι «δεν υπάρχουν διαθέσιμα ουδέτερα πρότυπα ώστε επικαλούμενος αυτά οποιοσδήποτε ορθολογικός νους να μπορούσε να προσδιορίσει» τα συμπεράσματα της ηθικής φιλοσοφίας.[14]
Στο γνωστότερο έργο του, το Μετά την αρετή (After Virtue), απορρίπτει την προσπάθεια των διανοητών της Εποχή του Διαφωτισμού να εξαγάγουν μια παγκόσμια, γενική ορθολογική ηθική, ανεξάρτητη από κάθε τελεολογία: Η αποτυχία τους οδήγησε στην απόρριψη ολόκληρου του ηθικού ορθολογισμού από διαδόχους τους, όπως τους Νίτσε, Σαρτρ και Τσαρλς Στήβενσον. Ο Μάκινταϊρ υπογραμμίζει το πώς αυτή η υπερεκτίμηση του ορθολογισμού οδήγησε τον Νίτσε στην ολοκληρωτική απόρριψη του ορθολογισμού της ηθικής.[15]
Ο Μάκινταϊρ επιχειρεί να επαναδιεκδικήσει πιο μετριοπαθείς μορφές ορθολογικής ηθικής, που δεν διεκδικούν ούτε την «τελικότητα», ούτε τη λογική βεβαιότητα, αλλά που μπορούν να ορθωθούν ενάντια στον ηθικό σχετικισμό ή τον αισθηματισμό (emotivism), που αρνούνται κάθε ορθολογισμό στην ηθική. Ο Μάκινταϊρ αναβιώνει την παράδοση της ηθικής του Αριστοτέλη, με την τελεολογική της απόδοση των καλών και των κακών πράξεων, όπως επιβεβαιώνεται στα μεσαιωνικά έργα του Ακινάτη. Αυτή η αριστοτελική παράδοση, προτείνει ο Μάκινταϊρ, αντιπροσωπεύει «την καλύτερη θεωρία μέχρι σήμερα», τόσο τού πώς έχουν τα πράγματα όσο και τού πώς πρέπει να πράττουμε.
Γενικότερα, σύμφωνα με τον Μάκινταϊρ, οι ηθικές αντιπαραθέσεις επισυμβαίνουν πάντοτε μεταξύ αντίπαλων σχολών σκέψεως (αλλά και στο εσωτερικό τους), οι οποίες επαφίονται σε μια κληρονομημένη «αποθήκη» ιδεών, προϋποτιθέμενων παραδοχών, τύπων επιχειρημάτων και κοινών κατανοήσεων και προσεγγίσεων. Παρότι δεν υπάρχει απόλυτος τρόπος μία παράδοση στην ηθική φιλοσοφία να αναιρέσει την άλλη, ωστόσο η μία αντίθετη άποψη μπορεί να αμφισβητήσει την εσωτερική αυτοσυνέπεια της άλλης, το πώς επιλύει φανταστικά διλήμματα και επιστημολογικές δυσχέρειες, και το πώς επιτυγχάνει καρποφόρα αποτελέσματα.[16]
Το ευρύτερα γνωστό έργο του Μάκινταϊρ, το Μετά την αρετή (After Virtue, 1981) γράφηκε όταν ο συγγραφέας ήταν πλέον στα πενήντα του. Μέχρι τότε είχε αναγνωρισθεί ως ένας αναλυτικός φιλόσοφος μαρξιστικής αποκλίσεως, του οποίου οι ηθικές αναζητήσεις είχαν διεξαχθεί με έναν «αποσπασματικό τρόπο, εστιάζοντας πρώτα σε αυτό το πρόβλημα και κατόπιν στο άλλο, κάτι που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος της αναλυτικής φιλοσοφίας».[17] Ωστόσο, μετά την ανάγνωση των έργων των Τόμας Κουν και Ίμρε Λάκατος για τη φιλοσοφία της επιστήμης και την επιστημολογία, ο Μάκινταϊρ μετέβαλε ολόκληρη την κατεύθυνση της σκέψεώς του, σκίζοντας το χειρόγραφο στο οποίο εργαζόταν τότε και αποφασίζοντας να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της σύγχρονης ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας «όχι από την οπτική θεώρηση της φιλελεύθερης νεωτερικότητας, αλλά από τη θεώρηση της... ...αριστοτελικής ηθικής και πολιτικής πρακτικής.»[18]
Με γενικούς όρους, το After Virtue διαλαμβάνει δύο βασικές «εργασίες»: να αιτιολογήσει τη δυσλειτουργία της σύγχρονης συζητήσεως περί ηθικής στη σημερινή κοινωνία και να επανεντάξει την εναλλακτική λύση του τελεολογικού ορθολογισμού στο πνεύμα της αριστοτελικής ηθικής της αρετής. Ο συγγραφέας αρθρώνει και μια πολιτική «αυτοάμυνας» για τις τοπικές κοινότητες που θέλουν να προστατεύσουν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής τους από τη διαβρωτική επίδραση της οικονομίας της αγοράς.[19]
Ο Μάκινταϊρ είναι ένας εκπρόσωπος της πρόσφατης αναδύσεως της ηθικής της αρετής, για την οποία το κεντρικό ζήτημα ηθικότητας αφορά τις συνήθειες και τη γνώση που αφορούν το πώς να ζούμε μια καλή ζωή. Η προσέγγισή του αποζητεί να δείξει ότι η καλή κρίση εκπηγάζει από τον καλό χαρακτήρα. Το να είμαστε «καλοί άνθρωποι» δεν σχετίζεται κατά βάθος με το να ακολουθούμε κάποιους τυπικούς κανόνες. Εξερευνώντας αυτή την προσέγγιση, ο Μάκινταϊρ κατανοεί ότι επεξεργάζεται την αριστοτελική ιδέα της ηθικής τελεολογίας. Δίνει έμφαση στη σημασία των ηθικών αγαθών, που ορίζονται σε σχέση με μια κοινότητα η οποία εξασκεί αυτά που αποκαλεί «εσωτερικά αγαθά» ή «αγαθά αριστείας», αντί να εστιάζει στην εκτός πρακτικής θεωρητική υποχρέωση ενός ηθικού παράγοντα (δεοντολογική ηθική) ή στις συνέπειες μιας συγκεκριμένης πράξεως (ωφελιμισμός). Πριν από την πρόσφατη επανεμφάνισή της στον Δυτικό ακαδημαϊκό κόσμο, η ηθική της αρετής ήταν κυρίως συνδεδεμένη με τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους και με τον Ακινάτη, δηλαδή με προνεοτερική σκέψη. Ο Μάκινταϊρ έχει υποστηρίξει ότι η σύνθεση από τον Ακινάτη του Ιερού Αυγουστίνου με τον Αριστοτέλη ενέχει περισσότερη ικανότητα διεισδύσεως στο πραγματικό πρόβλημα από τις νεότερες ηθικές θεωρίες όταν εστιάζει στο τέλος (τον σκοπό ή την ολοκλήρωση) της κοινωνικής πρακτικής και της ανθρώπινης ζωής, με βάση το οποίο μπορεί να εκτιμηθεί η ηθικότητα των πράξεων.
Ο Μάκινταϊρ επιθυμεί η ιδέα της αρετής να συμπληρώσει, και όχι να υποκαταστήσει, τους ηθικούς κανόνες. Πράγματι, περιγράφει ορισμένους ηθικούς κανόνες ως «άνευ εξαιρέσεων» ή «χωρίς όρους». Θεωρεί το έργο του ως εκτός της «ηθικής της αρετής» εξαιτίας της καταφάσεώς του προς τις αρετές ως εμφωλεύουσες σε συγκεκριμένες κοινωνικές πρακτικές με ιστορική θεμελίωση.[20]
Το Three Rival Versions of Moral Inquiry (= «τρεις αντιμαχόμενες εκδοχές της αναζητήσεως της ηθικής») παρουσιάσθηκε αρχικώς από τον Μάκινταϊρ ως μέρος της σειράς διαλέξεων Gifford στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου το 1988. Θεωρείται από πολλούς το τρίτο μέρος μιας τριλογίας φιλοσοφικής επιχειρηματολογίας που άρχισε με το Μετά την αρετή. Καθώς υπαινίσσεται ο τίτλος του, ο σκοπός του συγγραφέα εδώ είναι να εξετάσει τρεις μεγάλες, αντίπαλες μεταξύ τους παραδόσεις στην αναζήτηση της ηθικής στη σημερινή πνευματική σκηνή: την «εγκυκλοπαιδική», τη «γενεαλογική» και την «παραδοσιακή»), παραθέτοντας προς υπεράσπιση της καθεμιάς από ένα εμβληματικό σχετικό κείμενο από τα τέλη του 19ου αιώνα: το λήμμα στην 9η έκδοση της Encyclopædia Britannica (1889), το Γενεαλογία της ηθικής (1887) του Νίτσε και την εγκύκλιο Aeterni Patris (1879) του Πάπα Λέοντος ΙΓ΄ αντιστοίχως.[21]
Στη συνέχεια το βιβλίο επιδίδεται σε μία πολυσύνθετη σειρά τόσο εσωτερικών όσο και εξωτερικών κριτικών των εγκυκλοπαιδικών και των γενεαλογικών θέσεων σε μια προσπάθεια να επικυρώσει τον θωμιστικό αριστοτελισμό ως την πλέον πειστική ηθική αναζήτηση που προσφέρεται έως σήμερα. Η κριτική του (Κεφ. IX) του τρόπου του Νίτσε και του Μισέλ Φουκώ ως ενδομύχως επιδιδόμενου σε έναν απελευθερωτικό και επαναλαμβανόμενο ορισμό του εαυτού, τον οποίο δεν μπορούν να δικαιολογήσουν με τους δικούς τους όρους άσκησε ιδιαίτερη επίδραση.
Ο «παραδοσιακός» τρόπος ορθολογικής αναζητήσεως που περιγράφει ο συγγραφέας σε αυτές τις διαλέξεις προτείνει μεταρρυθμίσεις, τις οποίες συζητεί στο Κεφάλαιο X, τόσο για τη διάλεξη ως μορφή του λόγου όσο και για το πανεπιστήμιο ως ίδρυμα, σκιαγραφώντας την έννοια ενός «μετα-φιλελεύθερου πανεπιστημίου δεσμευμένης διαφωνίας».
Για την προαγωγή της ορθολογικής αναζητήσεως, ο Μάκινταϊρ υποστηρίζει ότι οι διαλέξεις πρέπει να λαβαίνουν υπόψη τους τεθέντες από την παράδοση ρόλους τόσο του ακαδημαϊκού ομιλητή όσο και του σπουδαστή. Οι ομιλητές, ως μέλη εκπεφρασμένων παραδόσεων, θα πρέπει να εμπλέκουν τους σπουδαστές, που αναγνωρίζονται ως έχοντες ποικίλες σχέσεις με τις παραδόσεις του ομιλητή και με άλλες, με υλικό που βρίσκεται εντός της τοποθετημένης σε ιστορικό πλαίσιο προόδου της οικείας στον ομιλητή παραδόσεως. Προς υποστήριξη τέτοιων διαλέξεων και της βασισμένης στην παράδοση αναζητήσεως στο ερευνητικό μέτωπο, τα πανεπιστήμια θα έπρεπε να καταστούν βήματα για την ανάπτυξη και τη διεμπλοκή αντίπαλων παραδόσεων μεταξύ τους. Για τους σπουδαστές, τέτοια «φόρουμ» ιδεών θα προσκαλούσαν τη σκόπιμη δημιουργία εντός μιας παραδόσεως και θα υπεστήριζαν την εκμάθηση της αντιμετωπίσεως αντίπαλων παραδόσεων μέσα από τη δημιουργική συμμετοχή σε αυτές. Για τους ερευνητές, η αναζήτηση στο μέτωπο της γνώσεως πρέπει να προχωρεί προς ολιστικές και διεπιστημονικές περιγραφές, ταυτοχρόνως τόσο θεωρητικές όσο και πρακτικές. Τέτοιες δεσμευμένες από την παράδοση αναζητήσεις συνεισφέρουν στην προαγωγή των οικείων παραδόσεων των ερευνητών με τους δικούς τους όρους. Επιπλέον, η ανάληψη μιας τέτοιας αναζητήσεως σε ένα μεταρρυθμισμένο πανεπιστημιακό περιβάλλον θα στήριζε τις συναντήσεις ανάμεσα στις οικείες παραδόσεις και τις αντίπαλές τους, και έτσι την «ορατότητα» όλων των παραδόσεων ως τέτοιων.
Ενώ το Μετά την αρετή επεχείρησε να δώσει έναν «απολογισμό» των αρετών καταφεύγοντας αποκλειστικώς στις κοινωνικές πρακτικές και την κατανόηση των ατομικών εαυτών στο φως των «αναζητήσεων» και των «παραδόσεων», το βιβλίο Dependent Rational Animals (= «εξαρτημένα ορθολογικά ζώα») αποτελεί μια συνειδητή προσπάθεια του συγγραφέα να «προσγειώσει» τις αρετές σε μια βιολογική περιγραφή. Ο Μάκινταϊρ γράφει τα εξής σχετικώς με αυτή τη μετατόπιση στον πρόλογο του έργου: «Παρότι υπάρχει πράγματι ένας καλός λόγος για την αντίκρουση σημαντικών δηλώσεων της βιολογίας του Αριστοτέλους, τώρα κρίνω ότι είχα σφάλει υποθέτοντας ότι είναι κατορθωτή μία ηθική ανεξάρτητη από τη βιολογία.»[22]
Ειδικότερα, το Dependent Rational Animals επιχειρεί να διατυπώσει μια ολιστική θέση, πάνω στη βάση των καλύτερων σημερινών μας γνώσεων ότι «η ανθρώπινη τρωτότητα και ανικανότητα» αποτελούν «τα κεντρικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ζωής» και ότι οι θωμιστικές «αρετές της εξαρτήσεως» είναι απαραίτητες για τα μεμονωμένα ανθρώπινα όντα προκειμένου αυτά να ευδοκιμήσουν στις μεταβάσεις τους από την παιδική στην ενήλικη και την υπερήλικη ζωή».[18] Με τα λόγια του συγγραφέα:
«Συνήθως οφείλουμε σε άλλους την επιβίωσή μας, πολύ περισσότερο την ευδοκίμησή μας ... Μία κεντρική θέση σε αυτό το βιβλίο θα είναι ότι οι αρετές που χρειαζόμαστε προκειμένου να αναπτυχθούμε από τη ζωώδη μας κατάσταση σε εκείνη των ανεξάρτητων ορθολογικών παραγόντων, και οι αρετές που χρειαζόμαστε προκειμένου να αντιμετωπίσουμε και να ανταποκριθούμε στην τρωτότητα και την ανικανότητα τόσο των εαυτών μας όσο και των άλλων, ανήκουν σε μία και την ίδια ομάδα αρετών, στις ξεχωριστές αρετές των εξαρτημένων ορθολογικών ζώων.»[23]
Με τη βοήθεια επιστημονικών κειμένων ανθρώπινης βιολογίας, όσο και έργων της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας, ο Μάκινταϊρ προσδιορίζει το ανθρώπινο είδος ως υπάρχον σε μία συνεχή κλίμακα τόσο ως προς την ευφυΐα όσο και ως προς την εξάρτησή του, με άλλα ζώα, όπως π.χ. τα δελφίνια. Ένας από τους βασικούς στόχους του είναι να υπονομεύσει αυτό που θεωρεί ως μυθοπλασία του ανεξάρτητου ορθολογιστή, ο οποίος προσδιορίζει ηθικά ζητήματα με αυτόνομο τρόπο, καθώς και αυτό που αποκαλεί την «αυταπάτη της αυταρκείας» που διατρέχει μεγάλο μέρος της Δυτικής ηθικής, που κορυφώνεται με τον «υπεράνθρωπο» του Νίτσε.[24] Στη θέση τους επιχειρεί να δείξει ότι οι σωματικές μας εξαρτήσεις είναι ένα καθοριστικό χαρακτηριστικό του είδους μας και αποκαλύπτουν την ανάγκη για ορισμένα είδη εν-άρετων προδιαθέσεων αν επιθυμούμε να αναπτυχθούμε σε ανεξάρτητους λογικώς σκεπτόμενους παράγοντες, ικανούς να ζυγιάζουν τις διανοητικές περιπλοκές της ηθικής φιλοσοφίας.
Από πολιτικής απόψεως, η ηθική του Μάκινταϊρ παρέχει όπλα για μια υπεράσπιση του αριστοτελικού αγαθού της αριστείας εναντίον της σύγχρονης επιδιώξεως «εξωτερικών αγαθών», όπως χρημάτων, ισχύος και κοινωνικής καταξιώσεως, που χαρακτηρίζουν τη βασισμένη σε κανόνες, χρησιμοθηρική, βεμπεριανή-προτεσταντική θέσμιση των Δυτικών κοινωνιών. Ο Μάκινταϊρ έχει χαρακτηρισθεί ως ένας «επαναστατικός αριστοτελιστής» εξαιτίας της τάσεώς του να συνδυάζει ιστορικές εμβαθύνσεις από το μαρξιστικό παρελθόν του με εκείνες των Ακινάτη και Αριστοτέλη, από τότε που ασπάσθηκε τον Ρωμαιοκαθολικό Χριστιανισμό. Για εκείνον, ο κλασικός φιλελευθερισμός και ο μετανεωτερικός καταναλωτισμός όχι απλώς δικαιολογούν τον καπιταλισμό, αλλά και τον συντηρούν και τον ενημερώνουν μακροπροθέσμως. Ταυτοχρόνως, ο φιλόσοφος γράφει ότι «οι μαρξιστές φιλόσοφοι πάντοτε έχουν μεταπέσει προς τα πίσω, σε σχετικώς απλές εκδοχές του καντιανισμού ή του ωφελιμισμού» (After Virtue, σελ. 261), και επικρίνει τον μαρξισμό ως απλώς μία ακόμη μορφή ριζοσπαστικής ατομοκρατίας, γράφοντας ότι καθώς οι μαρξιστές πολιτικοί αποκτούν εξουσία «τείνουν πάντοτε να γίνονται βεμπεριανοί». Εμβολιαζόμενος με αυτή την κριτική, ο αριστοτελισμός χάνει τη χροιά της ελιτιστικής αυταρέσκειας: η ηθική αριστεία παύει να αποτελεί μέρος μιας συγκεκριμένης ιστορικής πρακτικής στην αρχαία Ελλάδα και καθίσταται μια παγκόσμια ποιότητα όλων όσων κατανοούν ότι η ορθή κρίση περί του καλού και του κακού εκπηγάζει από τον καλό χαρακτήρα.
Το 1951, σε φοιτητικά «ντιμπέιτ» στην Αγγλία, ο Μάκινταϊρ χαρακτήρισε τον εαυτό του ως «συντηρητικό του τύπου του Ντισραέλι», αλλά αργότερα έγινε μέλος του βρετανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (το εγκατέλειψε το 1956), της Σοσιαλιστικής Εργατικής Ενώσεως (για λίγο) και αργότερα της «Σοσιαλιστικής Αναθεωρητικής Ομάδας / Διεθνών Σοσιαλιστών» (όλα βρετανικά κινήματα).[25]
Ο Μάκινταϊρ ασπάσθηκε τον Ρωμαιοκαθολικισμό στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και μετέπειτα η φιλοσοφική του έρευνα διεξάγεται με υπόβαθρο αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «Αυγουστινιανή θωμιστική προσέγγιση στην ηθική φιλοσοφία».[26] Σε συνέντευξή του στο βρετανικό περιοδικό Prospect, ο Μάκινταϊρ εξηγεί ότι η μεταστροφή του στον Ρωμαιοκαθολικισμό συνέβη στην έκτη δεκαετία της ζωής του «ως αποτέλεσμα του ότι ο θωμισμός τον έπεισε για την ορθότητά του, ενώ επιχειρούσε να «απελευθερώσει» τους φοιτητές του από την αυθεντία του».[27] Στο βιβλίο του Whose Justice, Which Rationality? (= «ποιανού δικαιοσύνη, ποια ορθολογικότητα;») υπάρχει μία ενότητα προς το τέλος που είναι ίσως αυτοβιογραφική, καθώς εξηγεί το πώς κάποιος επιλέγεται από μία παράδοση, και ίσως να βασίζεται στη δική του μεταστροφή στον Ρωμαιοκαθολικισμό.[28]
Πληρέστερες καταγραφές των απόψεων του Μάκινταϊρ για τη σχέση μεταξύ φιλοσοφίας και θρησκείας γενικότερα, και του θωμισμού και Ρωμαιοκαθολικισμού ειδικότερα, βρίσκονται στα δοκίμιά του «Philosophy recalled to its tasks» και «Truth as a good» (αμφότερα στη συλλογή του The Tasks of Philosophy), καθώς και στην επισκόπηση της ρωμαιοκαθολικής φιλοσοφικής παραδόσεως που παρέχει στο God, Philosophy and Universities.[29]