Η Άλις Μπάρμπερ Στέφενς (1 Ιουλίου, 1858 - 13 Ιουλίου, 1932) ήταν Αμερικανίδα ζωγράφος και χαράκτης, που υπήρξε περισσότερο γνωστή για τις εικονογραφήσεις της.
Γεννήθηκε σε ένα αγρόκτημα στο Σάλεμ του Νιου Τζέρσεϋ και φοίτησε στα τοπικά σχολεία. Η Quaker οικογένειά της μετακόμισε στη Φιλαδέλφεια, της Πενσυλβανία και σε ηλικία 15 ετών φοίτησε στη Σχολή Σχεδίου για Γυναίκες της Φιλαδέλφεια (το σημερινό Κολέγιο Τέχνης Μούρ). Φοίτησε στην Ακαδημία των Καλών Τεχνών της Πενσυλβάνια το 1876, όπου σπούδασε με τον Τόμας Ίκινς. Αργότερα σπούδασε στο Ινστιτούτο Drexel με τον Χάουαρντ Πάιλ και στο Παρίσι στην Ακαδημία Ζυλιάν και την Ακαδημία Κολαρόσσι. Παρουσίασε έργα της στο Σαλόνι του Παρισιού το 1887.[5]
Καθώς οι ευκαιρίες για εκπαίδευση έγιναν πιο προσβάσιμες τον 19ο αιώνα, οι γυναίκες καλλιτέχνες έγινε μέρος των επαγγελματικών επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων των δικών τους ιδρυτικών συλλόγων τέχνης. Τα έργα τέχνης που είχαν φιλοτεχνηθεί από γυναίκες θεωρούνταν κατώτερα και για να βοηθήσουν να ξεπεραστεί αυτό το στερεότυπο οι γυναίκες "άρθρωναν όλο και περισσότερο λόγο και παράστημα" ώστε να προωθήσουν τη δουλειά των γυναικών και έτσι έγινε μέρος της αναδυόμενης εικόνας της μορφωμένης, σύγχρονης και πιο ελεύθερης "Νέας Γυναίκας".[6]
Οι καλλιτέχνες «έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στην εκπροσώπηση της Νέας Γυναίκα, τόσο με την δημιουργία εικόνων της φιγούρας της και του παραδειγματικού αυτού αναδυόμενου τύπου γυναίκας μέσα από τη δική τους ζωή."[7]
Το 1890 παντρεύτηκε τον Τσαρλς Ε. Στέφενς (1855; -1931) που ήταν καθηγητής στο PAFA. Είχαν ένα γιο τον Ντ. Όουεν Στέφενς (1894-1937), ο οποίος επίσης έγινε καλλιτέχνης. Οι Στέφενς ανέθεσαν στον αρχιτέκτονα Γουίλ Πράις να μετατρέψει ένα πέτρινο αχυρώνα στην ουτοπική κοινότητα του Rose Valley στην Πενσυλβάνια, στο "Thunderbird Lodge" (1904) ένα μεγάλο σπίτι που είχε στούντιο και για τους δύο τους.[8]
Το 1890 η Στέφενς κέρδισε το βραβείο Mary Smith κατά την ετήσια έκθεση της Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Πενσυλβάνια.[9] Η δουλειά της εμφανιζόταν τακτικά σε περιοδικά όπως το μηνιαίο Scribner's Magazine, το εβδομαδιαίο Harper's Weekly και το The Ladies Home Journal.[10] Έχει εικονογραφήσει βιβλία της Nathaniel Hawthorne, του Τζορτζ Έλιοτ, του Χένρι Γουάσγουόρθ Λονγκφέλο και κυρίως, την έκδοση του 1903 της Λουίζα Μέι Άλκοτ, Μικρές Κυρίες.
Με την καλλιτέχνη και παιδαγωγό Έμιλι Σαρτέιν ήταν μια από τους ιδρυτές της λέσχης The Plastic Club της Φιλαδέλφειας (1897), την παλαιότερη λέσχη τέχνης για τις γυναίκες σε διάρκεια ύπαρξης.[11] Εκείνη την εποχή, δίδαξε στη Σχολή Σχεδίου για Γυναίκες της και εργάστηκε ως εικονογράφος.[12]
Η καλλιτεχνική καριέρα της Στέφενς διήρκεσε 50 χρόνια, στη διάρκεια της οποίας, έδωσε διαλέξεις, δίδαξε και αξιολόγηση τη ζωγραφική και τη φωτογραφία. Πέθανε στο "Thunderbird Lodge" το 1932.
Τα συγγράμματά της βρίσκονται στα Αρχεία της Αμερικανικής Τέχνης στο Ιστιτούτο Smithsonian.
Brown, Ann Barton. Alice Barber Stephens: A Pioneer Woman Illustrator. Brandywine River Museum, 1984.
Copans, Ruth. "Book illustrated: text, image, and culture, 1770-1930; New Castle, DE; Oak Knoll Press Dream blocks: American women illustrators of the Golden Age, 1890-1920." (2000).
Goodman, Helen. "Women illustrators of the golden age of American illustration." Woman's Art Journal 8, no. 1 (1987): 13-22.
Kitch, Carolyn. "The American Woman Series: Gender and Class in The Ladies' Home Journal, 1897." Journalism & Mass Communication Quarterly 75, no. 2 (1998): 243-262.
Thomson, Ellen Mazur. “Alms for Oblivion: The History of Women in Early American Graphic Design”. Design Issues 10 (2). (1994): 27–48. See p. 32 for Stephens' training in context with other women artists.