Άμπραχαμ Γιάνσσενς | |
---|---|
Γέννηση | 1575[1][2] Αμβέρσα[3] |
Θάνατος | 25 Ιανουαρίου 1632[4][5] Αμβέρσα[6] |
Χώρα πολιτογράφησης | Κάτω Χώρες των Αψβούργων |
Ιδιότητα | ζωγράφος[7][5][8] και σχεδιαστής[9] |
Τέκνα | Άννα Μαρία Γιάνσσενς και Abraham Janssens (II) |
Κίνημα | μπαρόκ |
Είδος τέχνης | έργο ιστορικής θεματολογίας |
Καλλιτεχνικά ρεύματα | μπαρόκ |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Άμπραχαμ Γιάνσσενς ή Άμπραχαμ Γιάνσσεν ή Άμπραχαμ Γιάνσσενς φαν Νόισσεν (φλαμανδικά:Abraham Janssens I, Abraham Janssen I ή Abraham Janssens van Nuyssen (1575 – 1632) ήταν Φλαμανδός ζωγράφος, γνωστός κυρίως για τα μεγάλα θρησκευτικού ή μυθολογικού περιεχομένου έργα του, στα οποία είναι εμφανής η επιρροή του Καραβάτζιο. Ήταν ο κορυφαίος ζωγράφος ιστορικών θεμάτων στη Φλάνδρα πριν την επιστροφή του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς από την Ιταλία.[10]
Ο Άμπραχαμ Γιάνσσενς γεννήθηκε στην Αμβέρσα, γιος του Γιαν Γιάνσσενς και της Ρουλόφκεν φαν Χόισεν ή Νόισσεν.[11] Υπάρχει κάποια αβεβαιότητα σχετικά με τη χρονολογία γέννησής του, αλλά εν γένει γίνεται αποδεκτό ότι γεννήθηκε το 1575[11][12]
Ο Γιάνσσενς σπούδασε ζωγραφική με Δάσκαλο τον Γιαν Σνέλλινκ και καταγράφηκε ως μαθητής στη Συντεχνία του Αγίου Λουκά της πόλης το 1585. Ταξίδεψε στην Ιταλία, διαμένοντας κυρίως στη Ρώμη μεταξύ του 1597 και του 1602. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του έγινε Δάσκαλος στη Συντεχνία το 1602.
Την 1η Μαΐου 1602 νυμφεύτηκε την Σάρα Χούνκιντ (απεβ. στην Αμβέρσα στις 7 Απριλίου 1644) με την οποία απέκτησαν οκτώ παιδιά, πέντε από τα οποία ήταν εν ζωή όταν η μητέρα τους απεβίωσε: Η Μαρία Άννα (κατοπινή σύζυγος του Γιαν Μπρίγκελ του νεότερου), η Σάρα, η Καταρίνα, η Λουκρέτια και ο Άμπραχαμ ΙΙ.[13]
Το 1607 έγινε επικεφαλής της Συντεχνίας του Αγίου Λουκά.[14] Ήταν η εποχή που έλαβε τις πρώτες μεγάλες παραγγελίες, οι οποίες ήταν το ξεκίνημα για την πιο σημαντική περίοδο της σταδιοδρομίας του.[10] Μέχρι την επιστροφή του Ρούμπενς στην Αμβέρσα το 1608, ο Γιάνσσενς θεωρούνταν ίσως ο καλύτερος ζωγράφος ιστορικών θεμάτων της εποχής του. Στη συνέχεια ο Ρούμπενς αποτέλεσε την κυρίαρχη μορφή για μεγάλες εικόνες για Αγία Τράπεζα στην αγορά της Αμβέρσας και ο Γιάνσσενς έπρεπε να βρει παραγγελίες για μεγάλα, μνημειακά έργα από πάτρονες της περιοχής.[15]
Το 1610 έγινε μέλος στην Αδελφότητα των Ρομανιστών, μια εταιρεία ουμανιστών της Αμβέρσας και καλλιτεχνών που είχαν ταξιδέψει στη Ρώμη. Η ποικιλία προσωπικοτήτων με υψηλές θέσεις στην Αδελφότητα του προσέφερε την ευκαιρία να συναντήσει δυνητικούς πάτρονες.[16]
Ο Γιάνσσενς απεβίωσε στην Αμβέρσα.[13] Ανάμεσα στους μαθητές του συγκαταλέγονται οι Άμπραχαμ Γιάνσσενς ΙΙ, ο Τζοβάννι ντι Φιλίππο ντελ Κάμπο, ο Μικέλε Ντεσούμπλεο, ο Νικολά Ρενιέ, ο Χέραρντ Σέγκερς, ο Τέοντοορ Ρομπάουτς και ο Στέφεν Βιλς.[13]
Ο Γιάνσσενς ζωγράφισε και θρησκευτικά και μυθολογικά και αλληγορικά θέματα και, ευκαιριακά, και πορτρέτα. Ζωγράφισε επίσης σκηνές ρωπογραφίας, που απεικονίζουν τις πέντε αισθήσεις ή τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα.[17][18]
Υιοθέτησε την υπογραφή "Janssens van Nuyssen" σε ορισμένους από τους πίνακές του. Πιστεύεται ότι το van Nuyssen ήταν το οικογενειακό όνομα της μητέρας του και ότι ο Γιάνσσενς το προσέθεσε στα έργα του για να ξεχωρίζει από τους συνονόματούς του, καθώς το όνομα "Janssens" ήταν πολύ κοινό στη Φλάνδρα του 17ου αιώνα.[19]
Είναι δύσκολο να καθοριστεί χρονολόγιο του έργου του Γιάνσσενς, καθώς χρονολόγησε ή τεκμηρίωσε λίγα μόνον από τα έργα του.[20]
Τα πρώιμα έργα του είναι διαποτισμένα από τον μανιερισμό του 16ου αιώνα και χαρακτηρίζονται από τεχνητή σχεδίαση και παλέτα αποτελούμενη από διασκορπισμένα χρώματα.[14] Παράδειγμα τέτοιου πίνακα είναι η Άρτεμις και Καλλιστώ του 1601 (σήμερα στο Μουσείο Καλών Τεχνών Βουδαπέστης), ο οποίος καταδεικνύει ότι εκείνη την εποχή ήταν λιγότερο επηρεασμένος από την ιταλική ζωγραφική και περισσότερο από το ύφος του ύστερου μανιερισμού που εκείνη την εποχή αναπτυσσόταν στην Ουτρέχτη και στο Χάαρλεμ και αντλούσε την έμπνευσή του από το έργο του επίσης Φλαμανδού Μπαρτολομέους Σπράνγκερ. Το έργο Άρτεμις και Καλλιστώ, ωστόσο, αντλεί την έμπνευσή του από την ιταλική γλυπτική τόσο της αρχαιότητας όσο και της Αναγέννησης, όπως συμβαίνει και στα κατοπινά του έργα.[20]
Μετά την επιστροφή του στην Αμβέρσα, το έργο του Γιάνσσενς εμφάνισε ισχυρή εξάρτηση από τον Ραφαήλ. Αυτή είναι σαφής στη σύνθεση Το όρος Όλυμπος (σήμερα στην Alte Pinakothek, Μόναχο), που εμφανίζει τον συνδυασμό της μελέτης του Γιάνσσενς πάνω στην αρχαιότητα και στον Μιχαήλ Άγγελο κατά την παραμονή του στην Ιταλία με τη βοήθεια των εκτυπωμένων χαρακτικών που μπορούσε να δει στην Αμβέρσα.[12]
Από το 1606 και ύστερα το ύφος του άρχισε να εμφανίζει την επιρροή του Καραβάτζιο. Πιστεύεται ότι αυτή ήταν η ανταπόκρισή του στις νέες τάσεις της Σχολής της Αμβέρσας στη ζωγραφική της εποχής. Με αυτό το ύφος ζωγράφιζε για μια περίοδο πέντε ως έξι ετών.[10]
Η σύνθεσή του Σκαλδης και Αντβέρπια (αναφερόμενη και ως Αλληγορία του Σχελντ) του 1609 (Βασιλικό Μουσείο Καλών Τεχνών Αμβέρσας) είναι έργο - κλειδί της περιόδου του Καραβατζισμού του Γιάνσσενς Παραγγέλθηκε από το συμβούλιο της πόλης της Αμβέρσας για να διακοσμήσει την καμινάδα της αίθουσας συνεδριάσεων του Δημαρχείου της πόλης, όπου υπογράφηκε η δωδεκαετής ανακωχή μεταξύ Ισπανίας και Ολλανδικής Δημοκρατίας στις 9 Απριλίου 1609. Με την ίδια ευκαιρία, ανάλογη παραγγελία έλαβε και ο Ρούμπενς. Υπήρχε η προσδοκία ότι η ανακωχή θα έφερνε νέα ευημερία και εμπορικές συναλλαγές στην Αμβέρσα, πόλη η οποία παραδοσιακά βασιζόταν στον ποταμό Σκάλδη (Σχέλντε). Αντικείμενο του έργου είναι, συνεπώς ο Σκάλδης (ποταμός) και η Αντβέρπια (η πόλη της Αμβέρσας). Το έργο αυτό δημιουργήθηκε όταν οι καλλιτεχνικές ικανότητες του Γιάνσσενς βρίσκονταν στο απόγειό τους. Η μορφή του Σκάλδη είναι εμπνευσμένη από το άγαλμα του Τίβερη στον Λόφο του Καπιτωλίου ενώ η ίδια η σύνθεση μοιάζει με τηΔημιουργία του Αδάμ του Μιχαήλ Αγγέλου.[10] Το έργο αυτό δείχνει πώς το ύφος του Γιάνσσενς είχε εξελιχθεί προς το κλασικό ακαδημαϊκό κάλλος, αρμονικό στη φόρμα με ακατάβλητη παλέτα. Η επιρροή του Καραβάτζιο φαίνεται στις ισχυρές αντιθέσεις φωτός και σκιάσεων κιαροσκούρο, ώστε να εκφραστεί η δύναμη, ενώ η επιρροή της Σχολής της Μπολόνια είναι εμφανής στην αναζήτηση του ευγενούς κλασικισμού. Οι προτιμήσεις του Γιάνσσενς προς τη γλυπτική φόρμα επιδεινώνει το δραματικό στοιχείο του έργου, καθώς οι μορφές αναπαριστώνται σε "παγωμένες" στάσεις και εκφράσεις..[10][21]
Άλλα έργα του Γιάνσσενς από αυτή την εμφανώς "Καραβατζιστική" περίοδό του είναι Αλληγορία των βαρών του Χρόνου (1609, σήμερα στα Βασιλικά Μουσεία Καλών Τεχνών του Βελγίου στις Βρυξέλλες), Ειρήνη και Αφθονία (1614, Πινακοθήκη Τέχνης Γουλβερχάμπτον), έργο που επίσης παραγγέλθηκε για την αίθουσα συνεδριάσεων του Δημαρχείου της Αμβέρσας και Ο νεκρός Χριστός στον τάφο με δύο Αγγέλους (1610, Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης (Νέα Υόρκη)).[22] Το τελευταίο έργο μάλλον παραγγέλθηκε ως πίνακας για την Αγία Τράπεζα. Η σε ύφος Καραβάτζιο σύνθεση αυτή προηγείται άλλων παρόμοιων έργων, όπως Ρωμαϊκή ελεημοσύνη του Ντιρκ φαν Μπαμπούρεν κατά μια δεκαετία.[10]
Το όψιμο έργο του Γιάνσσενς θεωρείται λιγότερο πειστικό. Μετά το 1612, όπως και όλων των συναδέλφων του στην Αμβέρσα, το ύφος του δέχτηκε την ισχυρή επιρροή της ελεύθερης ζωγραφικής του Ρούμπενς.[14] Οι πίνακες του Γιάνσσενς με μισού μήκους μορφές, θεωρούνταν ακόμη ως καινοτόμο και με επιρροή, ενώ οι αφιερωματικές εικόνες του ήταν επίσης επιτυχημένες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των τελευταίων είναι η Σταύρωση (περ. 1620, Μουσείο Καλών Τεχνών Βαλανσιέν), στην οποία οι μορφές μοιάζουν ζωγραφισμένες σαν αγάλματα και λαμβάνουν μια εικονική διαχρονικότητα.[10]