Τα ιερατικά άμφια είναι τα ενδύματα που χρησιμοποιούνται από τους κληρικούς κατά τη Θεία Λειτουργία καθώς και σε άλλες ακολουθίες και εκκλησιαστικές τελετές. Αποτελούν ταυτόχρονα διακριτικά της εκκλησιαστικής ιεραρχίας και εξουσίας καθώς για κάθε έναν από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης (του διακόνου, του ιερέα και του επισκόπου), υπάρχει ένα συγκεκριμένο ενδυματολογικό σύνολο που αντιστοιχεί στον αντίστοιχο βαθμό. Αρχικά ο όρος άμφια συναντάται στους Βυζαντινούς (μη εκκλησιαστικούς) συγγραφείς και δήλωνε οποιεσδήποτε πολύτιμες και λαμπρές ενδυμασίες. Αργότερα, ο συγκεκριμένος όρος χαρακτήριζε μόνο τα ενδύματα των αυτοκρατόρων και των κληρικών και στη μεταβυζαντινή εποχή κατέληξε να αναφέρεται αποκλειστικά στα ενδύματα των κληρικών, τα οποία ενδύονται κατά τον χρόνο άσκησης της χριστιανικής λατρείας.[1][2]
Ονομάζονται «ιερά» ή «άγια» και καθίστανται αγιασμένα είτε λόγω της απλής ευλογίας που δίνεται από τον επίσκοπο (π.χ. στα άμφια κατά τη χειροτονία του κληρικού) είτε με τη χρήση τους στις διάφορες ιεροπραξίες, εφόσον είναι αφιερωμένα στον Θεό.[2]
Η λέξη «άμφιον» προέρχεται από το ρήμα «αμφιέννυμι»[Σημ 1] που σημαίνει ενδύομαι και εννοεί την ένδυση γενικότερα. Ετυμολογείται από το «αμφί»+«άζω» και είναι μετάπλαση του ρήματος αμφιέννυμι που προέρχεται από τους ελληνιστικούς χρόνους. Στη ρωμαϊκή εποχή συναντούμε τον όρο με τη λατινική λέξη «πάλλιον» ή «παλλίον» (pallium)[Σημ 2] και στη συνέχεια αναφερόταν στον μανδύα[3] των μοναχών[4].[5]
Η αμφίεση των Ισραηλιτών ιερέων περιοριζόταν αυστηρά κατά την ώρα της λατρείας μόνο εντός του ναού του Θεού. Οι ιερείς στην καθημερινή ζωή τους έφεραν τα κοινά ενδύματα, που διευκόλυναν την κίνησή τους και τις άλλες εργασίες τους. Την εντυπωσιακή και πλούσια ενδυμασία των Ισραηλιτών αρχιερέων τη συναντούμε και πολύ αργότερα, στα χρόνια του Χριστού.[6]
Για τη χρήση ειδικών αμφίων κατά την εποχή των Αποστόλων ή των σύγχρονών τους δεν υπάρχει καμία ένδειξη από την Καινή Διαθήκη. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι ο Ιησούς Χριστός παρέδωσε το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, χωρίς να χρησιμοποιήσει κανένα άμφιο στην πρώτη εκείνη μυσταγωγία, αφού έγινε κατά τη διάρκεια ενός κοινού δείπνου.
Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες δεν παρουσιάζεται καμία διαφοροποίηση της καθημερινής ενδυμασίας των κληρικών σε σχέση με τους λαϊκούς ή των χριστιανών σε σχέση με τους Ρωμαίους πολίτες. Τόσο ο Ιησούς, όσο και οι μαθητές του δεν ζητούσαν από τους πιστούς να διακρίνονται από τους άλλους ανθρώπους με την αλλαγή της ενδυμασίας και την τροποποίηση της αμφίεσής τους. Τη διάκριση θα την κατόρθωναν με την αλλαγή της εσωτερικής τους κατάστασης και τον τρόπο ζωής τους. Γραπτές μαρτυρίες και απεικονίσεις μνημείων της εποχής των πρώτων αιώνων της Εκκλησίας μας δείχνουν ότι δεν έγινε καμία μεταβολή της εξωτερικής αμφίεσης των πρώτων χριστιανών και κληρικών σε σχέση με τους λοιπούς ανθρώπους της εποχής τους.[7]
Στην Κ. Διαθήκη παρατηρείται ότι ο Κύριος και οι απόστολοι είχαν τη συνηθισμένη ενδυμασία της ρωμαϊκής–ελληνιστικής εποχής, δηλαδή τον «χιτώνα» (tunica), το «ιμάτιον» (pallium), και για τον χειμώνα τη «χλαμύδα» (sagum ή paladamentum). Ο χιτώνας ήταν ένδυμα με μορφή υποκαμίσου, το οποίο φοριόταν εσωτερικά. Το ιμάτιον ήταν πλατύ τετράπλευρο ύφασμα και φοριόταν πάνω από τον χιτώνα αλλά καμιά φορά και κατάσαρκα. Ο χιτώνας ήταν χειριδωτός (με μανίκια), ενώ το ιμάτιο ρίπτονταν λοξά μπροστά, πάνω στον αριστερό ώμο και άφηνε ελεύθερο το δεξί χέρι. Ο χιτώνας έφτανε λίγο πιο κάτω από τα γόνατα στους αρχαίους Έλληνες. Στην εποχή του Χριστού γίνεται μακρύτερος.[8]
Παραλλαγή της «χλαμύδας» ήταν ο φαιλόνης,[8] για τον οποίο γίνεται λόγος στη Β΄ προς Τιμόθεο επιστολή[9], ήταν κοινό ένδυμα της εποχής, το οποίο φορούσαν αυτοί που περπατούσαν πολύ και, λόγω της κατασκευής του, τους προστάτευε από το κρύο και τη βροχή. Το τοπικό υφαντικό υλικό περιλάμβανε μαλλί από την Ιουδαία και λινάρι από τη Γαλιλαία στο φυσικό τους χρώμα που ήταν το λευκό.[8]
Από βιβλιογραφικές έρευνες συμπεραίνεται ότι στην Ανατολή η καθιέρωση λειτουργικών αμφίων άρχισε ίσως και νωρίτερα από τον 4ο αιώνα,[10] χωρίς όμως την καθολική καθιέρωσή τους. Η σύνοδος της Γάγγρας περί το 343 μ.Χ., αναθεμάτισε με τον 12o κανόνα της[11] εκείνους που δεν έκαναν χρήση των αμφίων κατά την ιερουργία τους.[12] Η καθιέρωση της ιερατικής στολής είναι πολύ πιθανό να οφείλεται όχι μόνο στην πρακτική ανάγκη να διαφοροποιηθούν τα στελέχη της Εκκλησίας από τις άλλες κοινωνικές ομάδες και να δηλώσουν την ύπαρξή τους στο πλαίσιο μιας αυτοκρατορίας, όπου το ένδυμα έπαιζε τον ρόλο ταυτότητας (κοινωνική τάξη, επάγγελμα, κλπ)[13] Ο ΚΖ΄ κανόνας[14] της Πενθέκτης (692 μ.Χ.) και ο ΙΣΤ ́[15] της Ζ΄ Οικουμενικής συνόδου (787 μ.Χ.) απαγορεύει στους κληρικούς να φορούν κοσμικά ενδύματα.[2]
Τα ενδύματα των λειτουργών κατά τη διάρκεια του μυστηρίου θα έπρεπε να είναι πεντακάθαρα και σαφώς πιο καινούρια από αυτά που χρησιμοποιούσαν στην προσωπική τους ζωή. Γεγονός είναι ότι η στολή αυτή δεν διέφερε καθόλου σε σχήμα και κοπή από τα καθημερινά τους ενδύματα.
Κατά τη μετά τον Μέγα Κωνσταντίνο εποχή, παρά το κύρος που απέκτησε ο κλήρος και την είσοδο των καλών τεχνών στη λατρεία αλλά και τις επιδράσεις από τον ρωμαϊκό τρόπο ένδυσης, δεν παρατηρήθηκε καμία μεταβολή ή αλλοίωση στα άμφια. Εξακολουθούσαν να είναι αντιγραφές των καθημερινών ενδυμάτων και μόνο σε μερικές περιστάσεις ράβονταν από βαρύτιμα υφάσματα τα οποία παρατηρούνται και αργότερα στις παραστάσεις των εικόνων. Ανομοιότητες των αμφίων με τα καθημερινά ενδύματα του λαού εμφανίζονται μετά τον 6ο αιώνα όχι για κανένα άλλο λόγο παρά του ότι η επιδρομή των λαών συντέλεσε στην επικράτηση νέων ηθών και στη μεταβολή και της ενδυμασίας που συνήθιζαν να φορούν. Το ίδιο όμως δεν συνέβη και με τον κλήρο, ο οποίος διατήρησε αμετάβλητα τα ενδύματά του.
Ανάλογα με τις περιστάσεις και το ακολουθούμενο τυπικό ενδυμασίας των κληρικών, διακρίνονται τρεις συνθέσεις ιερατικών στολών:
Παρακάτω, δίνονται αναλυτικά οι περιγραφές των αμφίων και των εμβλημάτων, καθώς και σε ποια από τις τρεις παραπάνω συνθέσεις ανήκουν κατά περίπτωση.
Υπόμνημα:
Άμφιο | Εικόνα | Περιγραφή | Τεμάχιο διακονικής στολής | Τεμάχιο ιερατικής στολής | Τεμάχιο αρχιερατικής στολής |
---|---|---|---|---|---|
Άμφια ορθοδόξων κληρικών | |||||
Στιχάριο | Είναι ποδήρης χιτώνας με φαρδιά μανίκια, που φοριέται ως πρώτο και εσώτατο άμφιο. Οι πρεσβύτεροι και οι επίσκοποι φέρουν κατά κανόνα λευκό ενώ οι διάκονοι ποικίλου χρώματος με βραχύτερες χειρίδες (μανίκια). | Πλήρης: Βασική: Στοιχειώδης: | Πλήρης: Βασική: Στοιχειώδης: | Πλήρης: Βασική: Στοιχειώδης: | |
Επιμανίκια | Τα επιμανίκια είναι δύο μικρά καμπυλόγραμμα υφάσματα, που περιδένονται στα χέρια του ιερωμένου με λεπτό ιμάντα πιο πάνω από τον καρπό και συγκρατούν τα άκρα του στιχαρίου μαζί με τα υπόλοιπα άμφια. | Πλήρης: Βασική: Στοιχειώδης: | Πλήρης: Βασική: Στοιχειώδης: | Πλήρης: Βασική: Στοιχειώδης: | |
Οράριο (μονό) | Είναι μια μακρόστενη ταινία υφάσματος, που φοριέται πάνω από τον αριστερό ώμο, με το ένα άκρο του εμπρός και το άλλο πίσω. Το άκρο του, που βρίσκεται εμπρός, κρατάει ο διάκονος με το δεξί του χέρι, όταν δέεται. | Πλήρης: Βασική: Στοιχειώδης: [16] | |||
Οράριο (διπλό) | Είναι μια μακρόστενη ταινία υφάσματος διπλάσιου σχεδόν μήκους από αυτή του απλού οραρίου, που φοριέται πάνω από τον αριστερό ώμο, τυλίγεται γύρω από τη μέση και κάτω από το δεξί χέρι με το ένα άκρο του να καταλήγει εμπρός και το άλλο πίσω. Το άκρο του που βρίσκεται εμπρός κρατάει ο διάκονος με το δεξί του χέρι, όταν δέεται. Στο «Πάτερ Ημών», ο διάκονος τυλίγει και τις δύο άκρες του οραρίου στις πλάτες του, για να έχει ευχέρεια κινήσεων κατά τη Θεία Κοινωνία, που ακολουθεί. | Πλήρης: Βασική: Στοιχειώδης: [17] | |||
Επιτραχήλιο | Είναι ένα μακρύ και πλατύ κεντητό ύφασμα, που φοριέται στον λαιμό, εξ' ου και η ονομασία του (επί+τράχηλος). Στη μορφή είναι σαν το οράριο, αλλά έχει και τα δύο άκρα εμπρός. Χωρίς επιτραχήλιο δεν μπορεί να τελεστεί ιεροπραξία, ούτε από επίσκοπο, ούτε από πρεσβύτερο, γι' αυτό το άμφιο δεν μπορεί να απουσιάζει από καμία σύνθεση στολής. | Πλήρης: Βασική: Στοιχειώδης: | Πλήρης: Βασική: Στοιχειώδης: | ||
Επιγονάτιο | Έχει σχήμα ρόμβου και κρέμεται με ιμάντα από τη ζώνη ή από τον αριστερό ώμο μπροστά από το δεξί γόνατο (εξ'ου και επιγονάτιο, επί του γόνατος). Εκτός από τους επισκόπους, το φορούν επιπλέον οι πνευματικοί-εξομολόγοι ιερείς και οι ιερείς, που φέρουν τίτλο (σακελλάριος, οικονόμος, σύγγελος, πρωτοπρεσβύτερος και αρχιμανδρίτης). Φέρει συνήθως παράσταση του «Νιπτήρος» του Μυστικού Δείπνου ή την Ανάσταση. | Πλήρης: [18] Βασική: Στοιχειώδης: | Πλήρης: Βασική: Στοιχειώδης: | ||
Επιμήριο (ναμπιέντρενικ) | Το ναμπιέντρενικ (επί του μηρού, εξ' ου και επιμήριο) είναι ένα κομμάτι υφάσματος κεντημένο με σταυρούς ή παραστάσεις Αγίων, τετραγωνικού ή παραλληλόγραμμου σχήματος, στο χρώμα της στολής των δικαιούχων πρεσβυτέρων της Σλαβικής Εκκλησίας. Σε αντίθεση με το επιγονάτιο, το οποίο έχει σχήμα ρόμβου και αναρτάται από μία (την άνω) γωνία, το επιμήριο αναρτάται από τις δύο άνω γωνίες με ιμάντα, που φοριέται χιαστί (όπως το επιγονάτιο) στον αριστερό ώμο του ιερέα πάνω από το επιτραχήλιο και κάτω από τη ζώνη και καλύπτει τον δεξί μηρό του. Εάν ο ιερέας δικαιούται και επιμήριο και επιγονάτιο, τότε φορά το επιμήριο στο δεξί ώμο-αριστερό μηρό και το επιγονάτιο στον αριστερό ώμο-δεξί γόνατο. Η ένδυση του επιμηρίου δεν συνοδεύεται από ειδική ευχή, όπως τα υπόλοιπα άμφια (προφανώς χρησιμοποιείται αυτή που αντιστοιχεί στο επιγονάτιο). | Πλήρης: [19] Βασική: Στοιχειώδης: | |||
Ζώνη | Η ζώνη φοριέται στη μέση του ιερωμένου για να συγκρατεί το στιχάριο και τα υπόλοιπα άμφια. | Πλήρης: Βασική: Στοιχειώδης: | Πλήρης: Βασική: Στοιχειώδης: | ||
Φαιλόνιο | Το φαιλόνιο είναι ένδυμα αρχαϊκής μορφής, μοιάζει με αρχαίο μανδύα και δεν έχει μανίκια. Είναι ανοικτό στο μπροστινό μέρος και φοριέται από το κεφάλι. Υπάρχουν δύο είδη φαιλονίου. Το βυζαντινό ή ελληνικό είναι ραμμένο με τρόπο ώστε να ταιριάζει πάνω στους ώμους, ενώ το ρωσικό καταλήγει σε ένα ψηλό, στενό κολάρο που καλύπτει το πίσω μέρος της κεφαλής. | Πλήρης: Βασική: Στοιχειώδης: | Πλήρης:[20] Βασική: Στοιχειώδης: | ||
Σάκκος | Ένδυμα πολυτελές και βασιλικό. Το ύφασμα σχηματίζει σταυρό με οπή στο κέντρο, απ' όπου διέρχεται η κεφαλή του επισκόπου, όταν το φορά. Τότε, το μισό ύφασμα κρέμεται έμπροσθεν και το άλλο ήμισυ όπισθεν του αρχιερέα. Οι διάκονοι ή υποδιάκονοι ενώνουν την εμπρός και πίσω πλευρά του σάκκου με κωδωνίσκους αντί κομβίων στα πλάγια και κάτω από τα μανίκια. | Πλήρης: Βασική: Στοιχειώδης: | |||
Ωμοφόριο (μεγάλο) | Είναι μια πλατιά και μακριά λωρίδα υφάσματος. Φοριέται πάνω στους ώμους (εξ ου και ωμοφόριο, ώμος+φέρω) και τυλίγεται γύρω από τον λαιμό, δημιουργώντας ένα βαθύ V στο στήθος του επισκόπου, ενώ οι δύο άκρες του υφάσματος κρέμονται εμπρός και πίσω από τον αριστερό του ώμο μέχρι το ύψος των γονάτων. Το μεγάλο ωμοφόριο είναι ο πιο αρχαίος και ο πιο μεγαλοπρεπής τύπος ωμοφορίου και το φορά ο επίσκοπος από τη Μεγάλη Δοξολογία, πριν αρχίσει η Θεία Λειτουργία, μέχρι την ανάγνωση του Αποστόλου. Κατά την ανάγνωση του Ευαγγελίου δεν φορά ωμοφόριο, σε ένδειξη σεβασμού, καθώς με το Ευαγγέλιο μιλά ο ίδιος ο Χριστός. Από τον Χερουβικό Ύμνο και μετά φοράει το μικρό ωμοφόριο. | Πλήρης: Βασική: Στοιχειώδης: | |||
Ωμοφόριο (μικρό) | Είναι μια πλατιά λωρίδα υφάσματος. Φοριέται πάνω στους ώμους (εξ ου και ωμοφόριο, ώμος+φέρω), ενώ οι δύο άκρες του υφάσματος κρέμονται και ενώνονται πάνω στο στήθος του επισκόπου μέχρι το ύψος της κοιλιάς. Το μικρό ωμοφόριο είναι νεότερος, κοντύτερος και απλούστερος τύπος ωμοφορίου σε σχέση με το μεγάλο ωμοφόριο. Το μικρό ωμοφόριο το φορά κάθε επίσκοπος κατά τη Θεία Λειτουργία από τον Χερουβικό Ύμνο μέχρι το πέρας αυτής, καθώς και σε όλες τις άλλες ακολουθίες, όταν χοροστατεί. | Πλήρης: Βασική: Στοιχειώδης: | |||
Μίτρα | Κάλυμμα κεφαλής σε σχέδιο κλειστού στέμματος των Αυτοκρατόρων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που χρησιμοποιείται μόνο κατά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας. Οι μίτρες, που προορίζονται για επισκόπους έχουν σταυρό στην κορυφή, ενώ εκείνες για τους αρχιμανδρίτες της Σλαβικής Εκκλησίας όχι. | Πλήρης:[21] Βασική: Στοιχειώδης: | Πλήρης: Βασική: Στοιχειώδης: | ||
Επιρριπτάριο (Επανωκαλυμμαύχιο) | Χαρακτηριστικό κάλυμμα των ορθοδόξων αρρένων μοναχών, ιερομονάχων και επισκόπων. Είναι συνδυασμός καλυμμαχίου με πέπλο, που προσαρμόζεται στο καλυμμαύχι και καλύπτει το κεφάλι, την πλάτη και τους ώμους και ελαφρώς το στήθος, όσων το φορούν. Συμβολίζει τη μοναχική υπακοή και την ταπεινοφροσύνη. Στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία, το χρώμα του επιρριπταρίου είναι μόνο μαύρο, όπως και τα λοιπά ενδύματα των μοναχών. Ωστόσο, στη Σλαβική Εκκλησία, οι Μητροπολίτες φορούν λευκό επιρριπτάριο, ως ιδιαίτερο γνώρισμα, ενώ οι Πατριάρχες φορούν ένα διαφορετικού σχήματος λευκού επιρριπταρίου, το οποίο ονομάζεται klobuk. | Πλήρης: Βασική: [22] Στοιχειώδης: | Πλήρης: Βασική: [23] Στοιχειώδης: | Πλήρης: [24] Βασική: Στοιχειώδης: | |
Μανδύας | Είναι μακρύ, κόκκινο ή πορφυρό εξωτερικό ένδυμα, αυτοκρατορικής προέλευσης. Φέρει χρωματιστές κεντητές παραστάσεις. Φοριέται συνήθως από τον επίσκοπο σε τελετουργίες στις οποίες δεν απαιτείται πλήρης στολή (όπως ο Όρθρος) ή σε επίσημες τελετουργίες. Φοριέται και από ηγουμένους μονών και αρχιμανδρίτες της Σλαβικής Εκκλησίας, αλλά δεν είναι τόσο μεγαλοπρεπείς όσο οι μανδύες των επισκόπων. | Πλήρης: Βασική: [25] Στοιχειώδης: | Πλήρης: Βασική: [26] Στοιχειώδης: | ||
Εμβλήματα ορθοδόξων κληρικών | |||||
Επιστήθιος Σταυρός | Είναι ένα εγκόλπιο, με την έννοια ότι κρέμεται με χρυσή αλυσίδα από τον λαιμό πάνω στο στήθος του επισκόπου ή πρεσβυτέρου της Ορθόδοξης Εκκλησίας. | Πλήρης: Βασική: [27] Στοιχειώδης: | Πλήρης: Βασική: Στοιχειώδης: [28] | ||
Παναγία (εγκόλπιο) | Είναι ένα μεταλλικό εικόνισμα συνήθως ωοειδούς σχήματος, στολισμένο με πολύχρωμες πέτρες ή σμάλτα, που φέρεται με χρυσή αλυσίδα από τον λαιμό του επισκόπου στο στήθος του πάντοτε, είτε ιερουργεί είτε όχι. Φέρουν την παράσταση της Θεοτόκου να κρατάει τον Ιησού και γι' αυτό, το εγκόλπιο ονομάζεται «Παναγία». Αυτού του είδους τα εγκόλπια φέρονται από όλους όσους κατέχουν τον τρίτο βαθμό της ιεροσύνης. | Πλήρης: Βασική: Στοιχειώδης: | |||
Χριστός (εγκόλπιο) | Είναι ένα μεταλλικό εικόνισμα συνήθως ωοειδούς σχήματος, στολισμένο με πολύχρωμες πέτρες ή σμάλτα, που φέρεται με χρυσή αλυσίδα από τον λαιμό του επισκόπου στο στήθος του πάντοτε, είτε ιερουργεί είτε όχι. Εικονίζουν τον Ιησού Χριστό να ευλογεί και να κρατάει το Ευαγγέλιο, οπότε σε αυτή την περίπτωση το εγκόλπιο ονομάζεται «Χριστός». Αυτά τα εγκόλπια φέρονται συμπληρωματικά κατά κύριο λόγο μόνο από προκαθήμενους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. | Πλήρης: Βασική: Στοιχειώδης: [29] | |||
Ράβδος | Η ποιμαντορική ράβδος είναι μια μακρόστενη μεταλλική ράβδος, η οποία αποτελείται από συναρμολογούμενα επάργυρα ή επίχρυσα, σκαλιστά, μεταλλικά τμήματα. Στην κορυφή της φέρει έναν σταυρό μεταξύ δύο αντιτακτών όφεων (φιδιών). Κατά την περίοδο πανηγύρεων, οι ράβδοι διακοσμούνται επιπλέον με χρωματιστά υφάσματα, τα οποία προσδένονται κάτω από την κορυφή των όφεων. | Πλήρης: Βασική: [30] Στοιχειώδης: | Πλήρης: Βασική: Στοιχειώδης: | ||
Μπαστούνι | Μια δεύτερη εκδοχή ποιμαντορικής ράβδου είναι το αρχιερατικό μπαστούνι, το οποίο φέρουν οι επίσκοποι εκτός αρχιερατικής τελετουργίας. Επίσης, το μπαστούνι φέρεται και από ιερείς, οι οποίοι είναι τελετάρχες θρησκευτικής πομπής, πρωτοσύγγελοι, και ηγούμενοι Ιερών Μονών, σαν γνώρισμα του αξιώματός τους. Σε αντίθεση με την ποιμαντορική ράβδο, το μπαστούνι είναι σημαντικά πιο βραχύ και συνήθως μαύρου χρώματος. Στο επάνω μέρος προσαρτάται βιδωτή, επάργυρη, διακοσμημένη λαβή. | Πλήρης: Βασική: Στοιχειώδης: [31] | Πλήρης: Βασική: Στοιχειώδης: [32] | ||
Δικηροτρίκηρα | Ζεύγος επάργυρων ή επίχρυσων και περίτεχνα διακοσμημένων βάσεων για κεριά. Στη μια βάση στερεώνονται δύο κεριά (δικέρι), τα οποία συμβολίζουν τις δύο φύσεις του Χριστού (θεϊκή και ανθρώπινη), και στην άλλη βάση στερεώνονται τρία κεριά (τρικέρι), τα οποία συμβολίζουν τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος (Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα). Τα δικητοτρίκηρα χρησιμοποιούνται στην Ορθόδοξη Εκκλησία μόνο όταν παρίσταται αρχιερέας. Συνήθως, κρατούνται από διακόνους ή κατώτερο κλήρο (ή ιερείς αν δεν υπάρχουν οι παραπάνω) και επιδίδονται στον αρχιερέα, ο οποίος τα κρατεί με τα δύο του χέρια, ευλογώντας με αυτά τους πιστούς και σφραγίζοντας το Ευαγγέλιο, κατά τη διάρκεια του Τρισάγιου Ύμνου. | Πλήρης: Βασική: Στοιχειώδης: |
Αρχικά οι ιερατικές στολές αποτελούνταν από το στιχάριο (στιχάρι), το οποίο ήταν κοινό και για τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης, το μονό οράριο, το οποίο ήταν διακριτικό άμφιο του διακονικού βαθμού, το επιτραχήλιο (πετραχήλι), τη ζώνη και το φαιλόνιο (φαιλόνι), που ήταν κοινά άμφια του βαθμού του ιερέα και του επισκόπου (με τη διαφορά ότι το φαιλόνιο του επισκόπου ήταν πολύσταυρο) και το ωμοφόριο (ωμοφόρι ή ομόφορο), που ήταν διακριτικό αποκλειστικά του αρχιερατικού αξιώματος.
Στο μεταξύ, η αρχιερατική στολή εμπλουτίστηκε με τα επιμανίκια και το επιγονάτιο, τα οποία μέχρι το τέλος του 12ου αιώνα προσδιόριζαν μόνο τον επίσκοπο. Αργότερα, η στολή των επισκόπων περιελάμβανε πλέον εκτός από το μεγάλο ωμοφόριο και έναν δεύτερο απλούστερο τύπο, το μικρό ωμοφόριο. Επίσης, περιελάμβανε την ποιμαντορική ράβδο (πατερίτσα), το αρχιερατικό εγκόλπιο και τον εγκόλπιο σταυρό. Καθώς ο επίσκοπος έπαιρνε τη θέση του Αυτοκράτορα εντός του ιερού ναού, βαθμιαία, οι αρχιερατικές στολές ομοίαζαν περισσότερο προς τα αυτοκρατορικά ενδύματα. Το πολύσταυρο φαιλόνιο αντικαταστάθηκε από τον μεγαλοπρεπή σάκκο, γνήσιο αυτοκρατορικό ένδυμα, όπως και ο μανδύας, ενώ η κεφαλή των επισκόπων κοσμούνταν με την περίτεχνη μίτρα, όμοια προς το κλειστό βασιλικό στέμμα του βυζαντινού Αυτοκράτορα με σταυρό στην κορυφή.
Από το τέλος του 12ου αιώνα, στην ιερατική στολή (των πρεσβυτέρων) καθιερώθικαν τα επιμανίκια και το επιγονάτιο, το οποίο φορούσαν βαθμοφόροι ιερείς, κατόπιν αρχιερατικής επίδοσης. Τους τελευταίους αιώνες, οι στολές των ιερέων των σλαβόφωνων μόνο Εκκλησιών υιοθέτησαν ένα άμφιο παρόμοιο με το επιγονάτιο, το επιμήριο ή ναμπιέντρενικ (набедренникъ), το οποίο επιδίδεται από αρχιερέα ως αμοιβή αποκλειστικά σε ιερέα επί μακρά υπηρεσία και υψηλή αφοσίωση.
Επίσης, από το τέλος του 12ου αιώνα τα επιμανίκια καθιερώθηκαν και στη διακονική στολή, ώστε να είναι αυτά κοινά και στους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Το μήκος του οραρίου ποικίλε στη διάρκεια των αιώνων, ώσπου καθιερώθηκε το διπλό οράριο, που είχε διπλάσιο σχεδόν μήκος από το απλό, που φορούσαν στην πρωτοχριστιανική Εκκλησία. Σήμερα, οι Ελληνορθόδοξες Εκκλησίες απέβαλαν το απλό οράριο και διατήρησαν το διπλό, ενώ οι σλαβόφωνες Εκκλησίες διατήρησαν και τις δύο μορφές. Το απλό οράριο απονέμεται σε κάθε απλό διάκονο (έγγαμο ή άγαμο), ενώ το διπλό οράριο δίδεται από αρχιερέα στον Αρχιδιάκονο, τον ανώτερο διάκονο της επισκοπής.
Αρχικά τα άμφια και προπάντων ο μακρύς εσωτερικός χιτώνας ήταν πάντοτε λευκός (επιστολές Ιερώνυμου και Γρηγορίου του Τουρώνης). Αργότερα η ιερατική στολή άρχισε τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή να ράβεται από χρωματιστά υφάσματα. Σε αυτό συντέλεσε φυσικά και η συνήθεια των αυτοκρατόρων να φορούν κατά τις εορτές χρωματιστά ενδύματα και κοσμήματα, αφού άλλωστε είναι γνωστό ότι τα άμφια δωρίζονταν στους αρχιερείς από τους αυτοκράτορες. Ήταν δηλαδή τα προσωπικά ενδύματα των αυτοκρατόρων. Επίσης, είναι γνωστό ότι οι αρχιερείς όριζαν ρούχα τους στους προκρίτους ορισμένα εκ των οποίων ήταν βασιλικά.
Για λόγους αρμονίας και ευσχημοσύνης[33], τα άμφια των κληρικών, της Αγίας Τραπέζης και της Αγίας Προθέσεως συνηθίζεται να φέρουν το ίδιο χρώμα, ακολουθώντας έναν καθιερωμένο χρωματικό κώδικα ανάλογα με τις εορτές και τις εποχές του ετήσιου εκκλησιαστικού κύκλου.[34]
Χρώμα | Συμβολισμός | Χρήση | |
---|---|---|---|
Λευκό | Το λευκό είναι αναστάσιμο και γενικότερα χαρμόσυνο χρώμα. Συμβολίζει την αγνότητα και την πνευματική καθαρότητα. Λευκά ήταν και τα ενδύματα του αναστάντα Χριστού, όπως είναι τα ενδύματα των νεοφώτιστων και τα ενδύματα όσων πρόκειται να σωθούν, κατά την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Το λευκό χρώμα περιγράφεται με το καλύτερο τρόπο τον αναστάσιμο χαρακτήρα του θανάτου, γι' αυτό το λευκό συνηθίζεται ακόμη και σε κηδείες. |
| |
Χρυσό (Κίτρινο) | Το χρώμα του χρυσού συνδέεται με τον πλούτο και τη βασιλική αξία. Ο χρυσός συμβολίζει την αλήθεια του ακτίστου φωτός, δηλαδή ο Χριστός, ο οποίος είναι «φῶς ἐκ φωτός» και επουράνιος Βασιλέας της δόξης της Αγίας Τριάδος. |
| |
Γαλάζιο (Μπλε) | Το γαλάζιο χρώμα συνδέεται με το χρώμα του ουρανού και συμβολίζει τη φανέρωση της δύναμης του Αγίου Πνεύματος. Επίσης, η Θεοτόκος έγινε εκλεκτό δοχείο του Αγίου Πνεύματος, κατά τον Ευαγγελισμό της και κατά την Αγία Πεντηκοστή. |
| |
Κόκκινο | Το κόκκινο χρώμα συμβολίζει το αίμα του έχυσαν ο Ιησούς Χριστός επάνω στον Σταυρό και οι Άγιοι Μάρτυρες κατά τα πρώτα Χριστιανικά χρόνια. Επίσης, το κόκκινο, ως θερμό χρώμα, συμβολίζει τη φλόγα της αγάπης και τη ζέστη της πίστης. |
| |
Πράσινο | Είναι χρώμα, που ξεκουράζει το μάτι και προκαλεί τη γαλήνη. Το πράσινο παραπέμπει στη φύση και την εναλλαγή των εποχών του χρόνου. Συμβολίζει την καρποφορία του Τιμίου Ξύλου, του ξύλου της ζωής. Ακόμη, συνδέεται με την ασκητική και την οσιακή ζωή, όπως επίσης και με τη μέλλουσα ζωή, αφού το πράσινο είναι το χρώμα της ελπίδας. |
| |
Βιολετί (Μωβ) | Το βιολετί και το μαύρο χρώμα εκφράζουν και τα δύο τη λύπη, τον πόνο και το πένθος. Συνδέονται άρρηκτα με τα Άγια Πάθη του Ιησού Χριστού. Συμβολίζουν την ταπείνωση του Θείου Λόγου, που σαρκώθηκε και σταυρώθηκε επί γης για χάρη των ανθρώπων. |
| |
Μαύρο | Σε αντίθεση με το μαύρο, το μωβ χρώμα θεωρείται, ότι αρμόζει καλύτερα στα πορφυρά ενδύματα, που φοριούνταν πάντα κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή και τη Μεγάλη Εβδομάδα των Παθών του Κυρίου. Πρακτικά, χρησιμοποιούνται και τα δύο χρώματα. |
Σημειώσεις: 1. Ο παραπάνω χρωματικός κώδικας αφορά τους χρωματισμούς του επιτραχηλίου, της ζώνης, των επιμανικίων, του επιγονατίου, του φαιλονίου των ιερέων και του σάκκου των αρχιερέων.
2. Το στιχάριο των ιερέων και των αρχιερέων είναι κατά κανόνα πάντοτε λευκό, για να συμβολίζει την πνευματική αγνότητα και καθαρότητα, που πρέπει να περιβάλει τον ιερουργούντα κληρικό. Επίσης, συμβολίζει την πνευματική χαρά, τη φωτεινή περιβολή των Αγγέλων, το φως του Θεού, τη σάρκα του Χριστού και το καθαρό και αμόλυντο της ιερατικής τάξης. Επιπλέον, οι «ποταμοί» που υπάρχουν μόνον στο αρχιερατικό στιχάριο δηλώνουν τα χαρίσματα της διδασκαλίας, ακόμη δε και τους κρουνούς του αίματος του Χριστού.
3. Κατ' εξαίρεση, το στιχάριο συχνά μπορεί να είναι χρυσοκίτρινου, πορφυρού (βυσσινί) ή μαύρου χρώματος ανάλογα με τα υπόλοιπα άμφια της στολής. Εάν έχει πορφυρό χρώμα, σημαίνει το πάθος του Χριστού και ότι ο ενανθρωπήσας Λόγος έχυσε για τον λαό του το αίμα του.
4. Τα άμφια του διακόνου ενδεχομένως να μην υπακούουν στον παραπάνω κώδικα, έχοντας ποικίλα χρώματα. Σε ορισμένες διακονικές στολές, το στιχάριο είναι ομοιόχρωμο προς τα υπόλοιπα άμφια, ενώ σε κάποιες άλλες διαφοροποιείται χρωματικά.
Κάθε ιερωμένος, ενδύεται ένα ιερό άμφιο, αφού πρώτα το ευλογήσει και το προσκυνήσει. Κάθε ιερό άμφιο συνοδεύεται από μια ευχή, η οποία εκφωνείται κατά τη διάρκεια της ένδυσης του, είτε από τον ίδιο τον ενδυόμενο είτε από έναν διάκονο (σε περίπτωση ένδυσης αρχιερέα ή χειροτονίας παντός κληρικού, παρεμβάλοντας τον στίχο: "Του Κυρίου δεηθώμεν" πριν από κάθε ευχή). Εδώ παρατίθενται όλες οι ευχές για κάθε άμφιο με τη σειρά στην οποία ενδύονται, ανάλογα με τον βαθμό ιεροσύνης του ενδυόμενου κληρικού.
1. Κατά την ένδυση του στιχαρίου: «Αγαλλιάσσεται η ψυχή μου επί τω Κυρίω· ενέδυσε γαρ με ιμάτιον σωτηρίου, και χιτώνα ευφροσύνης περιέβαλέ με· ως νυμφίω περιέθηκέ μοι μίτραν, και ως νύμφην κατεκόσμησέ με κόσμω· πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
2. Κατά την ένδυση του οραρίου:
α) «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ· πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης σου. Ωσαννά εν τοις υψίστοις· ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
β)«Όστις θέλῃ πρώτος μέγας ἔσται ἐν ὑμῖν γενέσθω, γενέσθω ἐν ὑμῖν ἔσται πάντων διάκονος, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
3. Κατά την ένδυση του δεξιού επιμανικίου: «Η δεξιά σου χείρ, Κύριε, δεδόξασται εν ισχύϊ· η δεξιά σου, Κύριε, έθραυσεν εχθρούς· και τω πλήθει της δόξης σου συνέτριψας τους υπεναντίους. Πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». (Έξοδος 15-6).
4. Κατά την ένδυση του αριστερού επιμανικίου: «Αι χείρές σου εποίησάν με και έπλασάν με, συνέτισόν με και μαθήσομαι τας εντολάς σου. Πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». (Ψαλμοί, 118-73)
1. Κατά την ένδυση του στιχαρίου: «Αγαλλιάσσεται η ψυχή μου επί τω Κυρίω· ενέδυσε γαρ με ιμάτιον σωτηρίου, και χιτώνα ευφροσύνης περιέβαλέ με· ως νυμφίω περιέθηκέ μοι μίτραν, και ως νύμφην κατεκόσμησέ με κόσμω· πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
(1α). Κατά την ένδυση του επιγονατίου (αν δικαιούται): «Περίζωσαι την ρομφαίαν σου επί τον μηρόν σου, Δυνατέ, τη ωραιότητί σου και τω κάλλει σου και έντεινε και κατευοδού και βασίλευε ένεκεν αληθείας και πραότητος και δικαιοσύνης και οδηγήσει σε θαυμαστώς η δεξιά σου. Πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
2. Κατά την ένδυση του επιτραχηλίου: «Ευλογητός ο Θεός, ο εκχέων την χάριν αυτού επί τους ιερείς αυτού, ως μύρον επί κεφαλής, το καταβαίνον επί πώγωνα, τον πώγωνα του Ααρών, το καταβαίνον επί την ώαν του ενδύματος αυτού· πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
3. Κατά την ένδυση της ζώνης: «Ευλογητός ο Θεός, ο περιζωννύων με δύναμιν, και έθετο άμωμον την οδόν μου, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
4. Κατά την ένδυση του δεξιού επιμανικίου: «Η δεξιά σου χείρ, Κύριε, δεδόξασται εν ισχύϊ· η δεξιά σου, Κύριε, έθραυσεν εχθρούς· και τω πλήθει της δόξης σου συνέτριψας τους υπεναντίους. Πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». (Έξοδος 15-6).
5. Κατά την ένδυση του αριστερού επιμανικίου: «Αι χείρές σου εποίησάν με και έπλασάν με, συνέτισόν με και μαθήσομαι τας εντολάς σου. Πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». (Ψαλμοί, 118-73)
6. Κατά την ένδυση του φαιλονίου: «Οι Ιερείς σου, Κύριε, ενδύονται δικαιοσύνην, και οι όσιοί σου αγαλλιάσει αγαλλιάσονται. Πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
(7). Κατά την ένδυση του επιστήθιου σταυρού (αν δικαιούται): «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
8. Ανωκαλύμμαυχο (αν δικαιούται): "Εξήλθομεν έξω της παρεμβολής τόν ονειδισμόν τού Χριστού φέροντες, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν."
9.Ιερατικον: "Πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν."
Τα άμφια που προσδιορίζουν τον Επίσκοπο στην Καθολική και Αποστολική Εκκλησία είναι:
Ένα άλλο ένδυμα που φοράνε μόνο οι Αρχιεπίσκοποι των Καθολικών είναι το Πάλλιο (Pallium),άμφιο που φοριέται στο στήθος σαν περιδέραιο και καταλήγει σε δύο μικρές ταινίες όπου η μια πέφτει στο στήθος και η άλλη πίσω.